8.7.08

What now Sherlock?

Γράφει ο Σταύρος Σταυρόπουλος | εφημ. Metro,
Δευτέρα 7 Ιουλίου 2008
Βασίλης Πολύζος. Μια δεύτερη ανάγνωση του ποιητή Κ* και άλλα αμφίδρομα. Απόπειρα
Όταν επιχειρείς να μιλήσεις για την ποίηση, επιχειρείς να μοιραστείς μαζί με κάποιους άλλους τις πολλές σου αβεβαιότητες. Κινδυνεύεις να πέσεις σ’ έναν ωκεανό αντιφάσεων. Ένα σύνολο σημείων που καλείσαι επειγόντως να αναγνωρίσεις – τι υπάρχει πίσω απ’ τις γραμμένες λέξεις, τι κυκλοφορεί μέσα στη ροή ενός ποιήματος.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ποίηση είναι ένας μαγικός καθρέφτης. Κάθε φορά που διαβάζεις ένα ποίημα οι εικόνες που εκτυπώνονται μέσα σου είναι ο αντικατοπτρισμός σου. Το σύνολο του εγώ που εκείνη τη στιγμή διαθέτεις.
Ένα βιβλίο είναι ένα νεκρό κάτι – ένα δέντρο, μια ανάμνηση, μια απόπειρα – που μπορεί να ζωντανέψει ξανά μόνο με τις ερωτήσεις που θα κάνει ο αναγνώστης του. Και τις αποκρίσεις που θα λάβει. Αυτή η διαλεκτική είναι και η μοναδική μέθοδος επαφής και επικοινωνίας με τη βαθύτερη ουσία του.
Μπορεί να ανιχνεύσει κανείς ένα ποίημα, μόνο όταν χάσει εντελώς τα ίχνη του. Μπορεί να αποπειραθεί να το ορίσει μόνο όταν δεν γνωρίζει τίποτε γι αυτό.
Το παράδειγμα του Βασίλη Πολύζου και η δική μου προσπάθεια να εισχωρήσω σε αυτό– κατά το μάλλον ή ήττον – είναι μια χαρακτηριστική απόδειξη.
Οι εκκινήσεις μας είναι εντελώς διαφορετικές – ο Βασίλης βρίσκεται εντός της βιβλιοθήκης όπου αλλάζει συνεχώς θέση στα ράφια, εγώ σ’ ένα μπροστινό τραπέζι και την χαζεύω. Καμιά φορά βλέπω τα βιβλία να πέφτουν στο κεφάλι μου με θόρυβο και τότε τον φωνάζω να με ξεθάψει. Οι ματιές μας είναι διαφορετικές, παρόλα αυτά συναντώνται εγκάρσια. Ερωτεύεται η μια το κολουάρ της άλλης. Αυτό είναι μια σωστή βάση επικοινωνίας βλεμμάτων σε μια ελικοειδή διαδρομή, όπως αυτή της λογοτεχνίας.
Η ποίηση, κατά το Πολύζειο θεώρημα είναι ανάπτυξις ηλιακού ποδηλάτου, για να του κάνω λίγο το χατίρι να «πειράξω» τον Εμπειρίκο. Η εντύπωση που έχω αποκομίσει γι αυτόν από τα βιβλία του είναι ότι μπορεί να το διαλύσει και να το ξαναφτιάξει σε πέντε λεπτά, αφήνοντας κατάπληκτο μέχρι και τον κατασκευαστή του. Γνωρίζει πολύ καλά ο «Αιμίλιος» τα μηχανικά μέρη του σκελετού του, τους τροχούς, τα γρανάζια του.
Φτάνει αυτό για να τρέξεις; Τις περισσότερες φορές, ναι. Τα χιλιόμετρα που «γράφει» αόκνως το κοντέρ του, ανάμεσα σε σκουριασμένα χωράφια και τεθλιμμένους old masters με μεσίστιες γραβάτες, αυτός ο υπέρ αδυνάτου, ο επί τούτου, ο επί τόπου, ο νυν απολύεις, ο εν ανάγκη, ο έλα να δεις, ο μείον 4 μπροστινά δόντια, ο πλην Λακεδαιμονίων ποιητής αφορούν σε όλο το μήκος και το πλάτος της λογοτεχνικής επικράτειας, από τον Μπρέχτ και τον Ντύλαν Τόμας, έως τον Έλιοτ, τον Σεφέρη, τον Νίτσε και τον Σαίξπηρ. Περνάει μέσα από βυζαντινά άσματα, ψαλμούς του Δαβίδ, ρήσεις των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, ποιήματα του Παβέζε κλεισίματα ματιού του Χόλμς στον Γουώτσον, πίνακες του Νταλί και της Φρίντα Κάλο, ψυχολογικά καρέ του Μπέργκμαν, σελίδες από τα 4 ευαγγέλια, και τα σκορπίζει όλα στα 4 σημεία του ορίζοντα. Να δείχνουν στραβά. Γιατί;
Για να στήσει εκεί παραέξω μια σκηνή, μια αφορμή για ομορφιά. Για να διατρέξει το δικό του Λαβύρινθο, ένα λαβύρινθο φιλολογικό, αναζητώντας τη λέξη– αν και δεν θέλει να βγει, γιατί προτιμά να παραμένει έγκλειστος των διαβασμάτων του, σκαλίζοντας τη γενική πτώση των ουσιαστικών. Να τον σκοτώνει ένας μινώταυρος – μωρό, που βυζαίνει το δάχτυλό του. Με αμφίδρομα ποιήματα που ετοιμάζονται να πεθάνουν - next please. Με πρωινούς καθαρμούς και μαλαματένια άλογα και τις 4 έξτρα στάσεις αιδοιολειχίας της όμορφης Ζιζί. Ούτως ή άλλως η Αριάδνη έμεινε στη Νάξο. Και μετά έγινε όπερα.
Ο Πολύζος γέρνει δίπλα στους νεκρούς Κ* για να ακονίσει καλά τα λόγια του. Αποτίει έτσι τον δικό του φόρο τιμής για να μπορέσει να τους αφήσει πίσω του, να τους βάλει σε παρένθεση, σκεπάζοντάς τους με παρηχήσεις, με μεταφορές, με περιπαικτικά σχόλια. Το 11χορδο εισαγωγικό ποίημα – το ομότιτλο της συλλογής «Μια δεύτερη ανάγνωση του ποιητή Κ* και άλλα αμφίδρομα» (εκδ. Απόπειρα) – είναι αυτό που καταδεικνύει και εμφανώς «ξεσκεπάζει» το εύρος και την βαθύτητα των προθέσεών του.
Νομίζω πως μετά από πολλά χρόνια θα τον συναντήσω ξανά, έξω από το Σέλφριτζες, πλανόδιο ποδηλάτη, με τα φτερά του χαμένα, να με ρωτάει τι είναι χρόνος. Κι εγώ να του απαντώ με τον ορισμό του Αγίου Αυγουστίνου από τις «Εξομολογήσεις» του: «Αν δε με ρωτούσες, θα ήξερα. Τώρα που με ρωτάς, δεν ξέρω». Φυσικά, θα μιλάμε για ποίηση.
Θέλω να τον ευχαριστήσω προκαταβολικά γι’ αυτή την ερώτηση, παραθέτοντας ένα ποίημά του που θα μπορούσα να είχα γράψει κι εγώ. Είναι το σημείο που ανταλλάσσουμε σκονάκια. Λέγεται «κρυφή κάμερα»:
φορώντας γκρι φανελένιες λέξεις / μαύρα γυαλιά / ήταν σχεδόν αθέατος μέσα στο πλήθος
στην κεντρική πλατεία / η επανάσταση των λουλουδιών / μύριζε σταματημένο ρολόι
δεν έκρινε για να μην κριθεί / άλλωστε / τα πιο σημαντικά βιβλία είχαν γραφτεί / από πεθαμένους /
μαζί μ’ αυτά και το Περί Ψαλμών εις Μαρκελλίνον / Αθανασίου του Μεγάλου
αν αφήσουμε ελεύθερους τους ρυθμούς / συλλογίστηκε / θ’ αφηνιάσουν τα φοινικόδεντρα / η θάλασσα θα σπάσει τα χαλινάρια της / η κάθε πέτρα θα γίνει σάρκα / πικρή και ένδακρυς / κατά την πρόρρηση του αμαρτωλού Φασμπίντερ
κοίταξε πέρα απ’ τη βροχή / και χαμογέλασε.

Λοιπόν Σέρλοκ;
All poems failed.

Δεν υπάρχουν σχόλια: