15.5.08

Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης • Λέξεις που πετούσαν σαν τρελαµένα πουλιά

Γράφει ο Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης | περιοδικό Γαλέρα

Τσαρλς Μπουκόβσκι Ο Τσαρλς Μπουκόβκσι ήξερε να εκφράζει µε εκπληκτική διαύγεια τη σκοτεινή πλευρά τής ζωής, τους ανήλιαγους χώρους τής ανθρώπινης ψυχής.

Κι όµως εξακολουθούν να υπάρχουν κι άλλα πράγµατα να γράψω µέχρι να µε πετάξουν µες στο σκοτάδι… Αυτό είναι το καλό µε τις λέξεις, συνεχίζουν να καλπάζουν, γυρεύουν πράγµατα, σχηµατίζουν προτάσεις, στήνουν χορό. — Μπουκόβσκι


Το πρόσωπό του ήταν ένα ζωντανό γλυπτό. Γεµάτο ουλές. Όπως και η ζωή του ήταν γεµάτη ουλές. Έπαιζε σαν µανιακός στον ιππόδροµο, αλλά αν πόνταρε κάπου τα πάντα ήταν στην αγάπη, στην κατανόηση, και στην ποίηση. Οι εξεγερµένοι νέοι τής Αµερικής, αλλά κυρίως της Ευρώπης, τον αγάπησαν, τον αγκάλιασαν, τον αναγόρευσαν σε έναν από τους πιο θρυλικούς ήρωές τους. Ήταν ένας άδολος παρίας και έγραψε θαυµάσια ποιήµατα και βραχνά πεζογραφήµατα για τους άδολους παρίες. «Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την Κόλαση», έλεγε και αµέσως µετά κατέφευγε στην πρώτη πρόθυµη αγκαλιά. Του άρεσε να πίνει και να αλητεύει, αλλά του άρεσε εξίσου να συναρπάζεται από τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ, και στους ρυθµούς των µεγάλων κλασικών, του Ντοστογιέφσκι και του Ντ. Χ. Λόρενς, του Έρνεστ «Πάπα» Χέµινγουεϊ και του Λουί Φερντινάν Σελίν, άγρια τα βράδια να χορεύει. Τον είπαν µισάνθρωπο, αλλά η αλήθεια είναι ότι πάντα βρισκόταν µε φίλους, ότι πάντα χάριζε ένα πλατύ χαµόγελο σε όσους το αποζητούσαν, απλώς ήξερε να εκφράζει µε εκπληκτική διαύγεια τη σκοτεινή πλευρά τής ζωής, τους ανήλιαγους χώρους τής ανθρώπινης ψυχής. Τον έλεγαν Χένρι Τσαρλς Μπουκόφσκι. Πριν από δεκατέσσερα χρόνια, στις 9 Μαρτίου του 1994, άφησε για πάντα την αγαπηµένη του Πόλη των Αγγέλων, το Λος Άντζελες, που το τραγούδησε όσο ο Ζακ Πρεβέρ το Παρίσι, και πήγε να σµίξει µε τους αγγέλους τ’ ουρανού που τόσο τους είχε ανάγκη όταν πάλευε µε τις κακουχίες και µε τα πλήκτρα τής παλιάς µαύρης βαριάς του γραφοµηχανής, µιας πάντα κλασικής Ρέµινγκτον.

Στην Ελλάδα η ποίησή του γοητεύει έµπειρους και επιδέξιους µεταφραστές, που συµβαίνει να είναι και οι ίδιοι ποιητές και συγγραφείς. Και µάλιστα, καλοί: Τεό Ρόµβος, Γιώργος Μπλάνας, Λουκάς Θεοδωρακόπουλος. Πίναµε τις λέξεις του, πίνοντας αλλεπάλληλες µπίρες στον αλήστου µνήµης «Μπερντέ», ένα φιλόξενο στέκι, µαγειρείο και ποτάδικο, τίγκα στον καπνό και στις ωραίες φάτσες, όλοι µια παρέα, οχτάωρα και δεκάωρα, συζητώντας παθιασµένα, γράφοντας, τρώγοντας, καβγαδίζοντας, αρχές δεκαετίας του ’80, διακηρύσσοντας µε αγέρωχο θράσος ότι είµαστε παιδιά τού Μπάροουζ και του Γκίνσµπεργκ, του Κέρουακ και του Χέµινγουεϊ, του Χάµετ και του Τσάντλερ, του Μπρετόν και του Ντεµπόρ, του Μπακούνιν και του Μπουκόφσκι!

Λέξεις, ζώντες οργανισµοί 

Τα χρόνια κύλησαν. Οι αγάπες παρέµειναν. Τώρα, πάλι, φουντώνει ο ενθουσιασµός για τον µεγάλο ποιητή τής ζωής, για τον άντρα αυτό που έµεινε πιστός στις προσηλώσεις του, παλεύοντας γερά µε τις λέξεις και τα µυστικά τους, «γυµνάζοντας τη σκέψη σε απογύµνωση», καθώς έλεγε ο Νίκος Καρούζος, τολµώντας να κάνει πετυχηµένα µουσική πανδαισία την τραχύτητα, καθάριο λόγο την υπαρξιακή αγωνία, «οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου» (ω, Ανδρέα Εµπειρίκο!). Η Σώτη Τριανταφύλλου, ο Γιάννης Λειβαδάς και ο Χαράλαµπος Γιαννακόπουλος παρέλαβαν τη σκυτάλη και ανέλαβαν να µας δωρίσουν τις σελίδες τού Μπουκόφσκι στα ελληνικά. Τον τελευταίο καιρό απολαµβάνουµε ένα µπαράζ Μπουκόφσκι: κυκλοφόρησαν δύο ογκώδεις τόµοι, «Η Λάµψη της αστραπής πίσω από το βουνό» και «Να περιφέρεσαι στην τρέλα, αναζητώντας τη λέξη, τον στίχο, τη ζωή» (από τη Σώτη Τριανταφύλλου και τις εκδόσεις Ηλέκτρα), ενώ αναµένεται ένας τρίτος σε µετάφραση του Χαράλαµπου Γιαννακόπουλου, µια ανθολογία µε τίτλο «Ποιήµατα» και τα ηµερολόγιά του, ανάµεσα στα 1991 και 1993, µε τον έξοχο τίτλο «Ο καπετάνιος έχει κόψει αλυσίδα και το πλοίο είναι στα χέρια των ναυτών» (από τον Γιάννη Λειβαδά και τις εκδόσεις Ηριδανός), αλλά και µία εκτενέστατη συνέντευξή του στη Φερνάντα Πιβάνο, µε τον επίσης έξοχο τίτλο «Το µόνο που µε νοιάζει είναι να ξύνοµαι στη µασχάλη» (µετάφραση Λένα Ταχµαζίδου, εκδόσεις Απόπειρα). Ωραίο λεκτικό πανηγύρι, και πολύπτυχη ευκαιρία γνωριµίας του Μπουκόφσκι µε µια νέα ανήσυχη γενιά!

Ο ποιητής, γεννηµένος στις 16 Αυγούστου του 1920, στο Άντερναχ, βορείως της Φρανκφούρτης, ήταν γιος του Χένρι Μπουκόφσκι, ενός αµερικανού λοχία πολωνικής καταγωγής, και της Κατερίνας Φετ, µιας γερµανίδας ράπτριας. Μεγάλωσε µες στη δυστυχία, τη βία, την απόσταση ανάµεσα στις φιλοδοξίες τού πατέρα του και στη σκληρή πραγµατικότητα. Στα δεκατρία του γέµισε µε δοθιήνες που πυορροούσαν. Κυκλοφορούσε µε επιδέσµους στο πρόσωπο, θύµιζε τέρας από ταινίες τρόµου. Κλείστηκε στον εαυτό του και αναζήτησε παρηγοριά στο διάβασµα. Καταβρόχθισε µε πάθος τους ρώσους κλασικούς, τον Τζον ντος Πάσος, τον Σίνκλαιρ Λιούις και άλλους ανατόµους τής ανθρώπινης ψυχής. Οι λέξεις, για τον µικρό Τσαρλς, δεν ήσαν ανιαρές, ήσαν ζώντες οργανισµοί που µπορούσαν να ζωντανέψουν το µυαλό του, που όταν τις διάβαζες σ’ έκαναν να νιώσεις τη µαγεία τους, σ’ έκαναν ανθεκτικό στην οδύνη, σου δώριζαν ελπίδα, σε δυνάµωναν ώστε τα πάντα να υποµένεις. Οι λέξεις έγιναν το βάλσαµο αλλά και το όπλο του. Οι λέξεις έγιναν η περιουσία του, η πατρίδα του, το κονάκι και το σύµπαν του. Με τις λέξεις κατάφερε να αντιµετωπίσει τις αντιξοότητες, να υπερβεί την ασχήµια, να δελεάσει δεκάδες γυναίκες, να ψάλλει ό,τι αγάπησε, να πλέξει συγκλονιστικά εγκώµια σε όσους ευγνωµονούσε.

Επιχείρησε να σπουδάσει, αλλά τα παράτησε. Ήθελε µονάχα να νιώθει τον αγέρα τής ελευθερίας. Κατέφευγε στη Δηµοτική βιβλιοθήκη τού Λος Άντζελες και αναζητούσε το νέκταρ των λέξεων. Μια µέρα πήρε από το ράφι ακόµα ένα µυθιστόρηµα. Ήταν το «Ρώτα τον Άνεµο» του Τζον Φάντε. Και άλλαξε άρδην η ζωή του. Τέτοια είναι η µαγεία και η δύναµη και η δόξα των λέξεων, όταν τις χειρίζονται οι µεγάλοι εραστές τους, οι ποιητές κι οι συγγραφείς.

Η χλιδή της απόλυτης ελευθερίας 

Το µυθιστόρηµα του Φάντε περιγράφει τη ζωή ενός επίδοξου συγγραφέα, του Αρτούρο Μπαντίνι, που πηγαίνει να ζήσει στο Μπούνκερ Χιλ του Λος Άντζελες αναζητώντας τον έρωτα και τον πλούτο των εµπειριών. Ο Μπουκόφσκι εγκατέλειψε πάλι τα πάντα, πήγε κι αυτός στο Μπούνκερ Χιλ, νοίκιασε µια κάµαρα, έκανε δουλειές τού ποδαριού, έπινε στα καπηλειά τής περιοχής, και άρχισε να γράφει. Και συνάµα να διαµορφώνει ένα εγώ που έµελλε να λάβει µυθικές διαστάσεις. Έκανε παρέα µονάχα µε πόρνες, µε µπάρµαν, µε αλήτες και αποσυνάγωγους, µε χαµένα κορµιά, µε ξοφληµένους. Άκουγε τις ιστορίες τους, µοιραζόταν ό,τι είχε µαζί τους, τους απαθανάτισε µε αγάπη στα µυθιστορήµατα, στα διηγήµατα, στα ποιήµατά του. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, ο Μπουκόφσκι έγραφε για τα καλά, έδινε την ψυχή του όσο πιο αγνά και ανεξέλεγκτα µπορούσε, µε τα δάχτυλά του να κοπανάνε τα πλήκτρα τής Ρέµινγκτον και το ραδιόφωνο να παίζει πάντα κλασική µουσική. Και έµελλε, επί µία εικοσαετία και βάλε, να παραµείνει το πιο καλοκρυµµένο µυστικό τής αµερικανικής λογοτεχνίας.

Την άνοιξη του 1955, ο Μπουκόφσκι αρρώστησε άσχηµα, κλείστηκε στο νοσοκοµείο, λίγο έλειψε να πεθάνει. Στα 34 του ήταν ένας άνθρωπος άρρωστος, άνεργος, και µόνος. Και πάλι το γράψιµο ήταν η σωσίβια λέµβος.

Όταν επιµένεις, η ελπίδα γίνεται πράξη. Η Μπάρµπαρα Φράι, εκδότρια του λογοτεχνικού περιοδικού Harlequin, όχι µόνο δέχτηκε να δηµοσιεύσει ποίηση του Μπουκόφσκι αλλά του έστειλε µιαν ενθουσιώδη επιστολή όπου του έλεγε ότι ήταν ποιητής µεγάλος όσο ο Ουίλλιαµ Μπλέικ. Ακολούθησε µια αλληλογραφία έµπλεη κατανόησης και αγάπης. Η Μπάρµπαρα εκµυστηρεύτηκε στον Τσαρλς ότι της λείπουν δύο αυχενικοί σπόνδυλοι κι ότι φοβάται πως κανείς δεν θα θελήσει ποτέ να την παντρευτεί. Ο ποιητής απάντησε ότι ευχαρίστως την παντρεύεται ο ίδιος. Κράτησε το λόγο του. Στις 29 Οκτωβρίου του 1955 τελέστηκαν οι γάµοι τους.

Η Μπάρµπαρα έκανε το κλασικό και µοιραίο γυναικείο λάθος. Μόχθησε να αλλάξει τον Τσαρλς, να τον ευπρεπίσει. Οι γυναίκες ενίοτε είναι απρόθυµες να καταλάβουν ότι ο ποιητής τη Μούσα του αναζητεί και όχι την οικονόµο του. Ύστερα από δεκαπέντε µήνες ανώφελων προσπαθειών συγυρίσµατος και νοικοκυρέµατος, ο γάµος τινάχτηκε στον αέρα, και ο Τσαρλς πήγε να µείνει στο Χόλιγουντ, στη σκοτεινή φτωχή µεριά του, αυτή που αποκαλούσε Ανατολικό Χόλιγουντ και την ύµνησε τόσο ευαίσθητα και τόσο πολύ.

Την άνοιξη του 1966 θα σηµειωθεί άλλη µία στροφή τής Μοίρας που αρχίζει πια να γίνεται ευµενής. Ο Τζον Μάρτιν, ένας πετυχηµένος επιχειρηµατίας, µαγεύεται από το έργο του Μπουκόφσκι, εγκαταλείπει τα πάντα και στήνει έναν µικρό εκδοτικό οίκο, από τους καλύτερους στις Ηνωµένες Πολιτείες, τον Black Sparrow Press, αποφασισµένος να προωθήσει σχεδόν αποκλειστικά την ποίηση του Τσαρλς.

Ζει φτωχικά, αλλά µες στην υπέρτατη χλιδή τής απόλυτης ελευθερίας. Γράφει το πρώτο του µυθιστόρηµα, το «Ταχυδροµείο». Γράφει το δεύτερο µυθιστόρηµά του, το «Άνθρωπος για όλες τις δουλειές». Γράφει τις περίφηµες «Ιστορίες Καθηµερινής Τρέλας». Γράφει δεκάδες σκληρά και συνάµα ευαίσθητα ποιήµατα. Συνάπτει µια σχέση παραφοράς και τρυφερότητας µε τη γλύπτρια Λίντα Κινγκ και την απαθανατίζει στα ποιήµατά του και στο τρίτο του µυθιστόρηµα, τις «Γυναίκες». Τον ανακαλύπτουν στη Γαλλία, στην Ιταλία, και κυρίως στη Γερµανία. Ο Μπουκόφσκι, ενώ κοντεύει τα 60, ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Ευρώπη και θριαµβεύει. Απαγγέλλει σε κατάµεστες αίθουσες, και το κοινό τον αποθεώνει. Πηγαίνει στο Παρίσι. Εµφανίζεται στη φηµισµένη εκποµπή «Apostrophes». Μεθάει, καβγαδίζει µε τον οικοδεσπότη, σηκώνεται και φεύγει στα µισά τής απευθείας µετάδοσης. Η απόφασή του να παραµείνει πάντα ελεύθερος δεν είναι σόου µήτε τρικ. Είναι γνήσια ώς το κόκαλο.

Επιστρέφει στην Αµερική, παντρεύεται τη Λίντα Λη Μπέιλ, µια πετυχηµένη εστιάτορα, είκοσι τρία χρόνια νεότερή του, και µαζί της αρχίζει να απολαµβάνει το καλό κρασί και το εύγευστο φαγητό. Γράφει το τέταρτο µυθιστόρηµά του, το «Τοστ µε ζαµπόν», µε κεντρικό θέµα τα δεινά των παιδικών του χρόνων. Συνάµα, απολαµβάνει την παρέα ωραίων τύπων όπως ο Ντένις Χόπερ, ο Χάρι Ντην Στάντον, και κυρίως ο φοβερός και τροµερός Σον Πεν. Απίθανη ανθοδέσµη δυναµικών και τρυφερών αντρών! Ο Μπουκόφσκι µάλιστα θα αφιερώσει στον Πεν το βιβλίο του «Στη Σκιά του Ρόδου», το 1991, και ο Πεν θα ανταποδώσει αφιερώνοντας στον ποιητή την ταινία του «The Crossing Guard», το 1996. Μέχρι τη στιγµή τού θανάτου του, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι θα κοπανάει µε πάθος τα πλήκτρα και θα µας δωρίζει τον πλούτο των εµπειριών και των σκέψεων, τη µουσική των λέξεών του. Και είναι προσωπικός του θρίαµβος, ναι, θρίαµβος αυτού του µειλίχιου και πονεµένου ανθρώπου, το ότι ολοένα και πιο πολλοί ευαίσθητοι αναγνώστες ανακαλύπτουν και πάλι το αναρχικό και βαθιά τρυφερό χιούµορ τού Τσαρλς Μπουκόφσκι!

Δεν υπάρχουν σχόλια: