12.3.06

Μάιλς Ντέιβις, ένας μάγος με τρομπέτα

Η μουσική του ιδιοφυΐα άλλαξε το χαρακτήρα της τζαζ και επηρέασε όλη την ποπ σκηνή για πέντε δεκαετίες

Γράφει ο Σταύρος Σταυρόπουλος * | Καθημερινή,
Κυριακή 12 Μαρτίου 2006 »»

Barry McRae, Miles Davis: The man with the horn
Επιλογή δισκογραφίας: Tony Middleton
Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη
Απόπειρα, σσ. 175, € 14
,00

Υπάρχει μια παλιά γιαπωνέζικη μορφή εικαστικής τέχνης, στην οποία ο καλλιτέχνης καλείται να ζωγραφίσει πάνω σε μια λεπτή, τεντωμένη περγαμηνή, με ένα ειδικό πινέλο και μαύρο υδατόχρωμα, που βασίζεται στη δύναμη του περιρρέοντος συναισθήματος, στην αυθεντικότητα και στην αμεσότητα της καταγραφής του. Αυτοί οι καλλιτέχνες οφείλουν να ασκούνται σκληρά σε ένα ιδιαίτερο είδος πειθαρχίας και αυτοσυγκράτησης, ώστε η ιδέα που θα εκφράζεται σαν τελικό αποτέλεσμα να αποκλείει παντελώς την πρόθεση, τη διόρθωση ή τον αυτοσχεδιασμό. Μπορεί να μην είναι περίπλοκη, δαιδαλώδης ή πολυεπίπεδη, όμως εκείνοι που γνωρίζουν καλά, μπορούν να διακρίνουν στη διαύγειά της κάτι βαθύτερο, που παραμένει αιχμαλωτισμένο και δεν επιδέχεται κριτική προσέγγιση. Είναι η καθαρή αποτύπωση μιας στιγμιαίας δημιουργικής έμπνευσης, η πρωτόλεια αθωότητα και η ευκρίνεια ενός γνήσιου αυθορμητισμού.



Η μουσική του Miles Davis (1926–1991), άσχετα με το πόσος θόρυβος υπήρχε γύρω της, ερχόταν πάντα από τη σιωπή. Ήταν μια εξαιρετικά ειλικρινής πρόταση, μια ανοιχτή πρόκληση απέναντι στον μεγάλο «θεό» της τζαζ, που την έθρεψε ως μουσική και γονιμοποίησε το έδαφός της, προσδίδοντάς της λάμψη και καλλιτεχνική καταξίωση: τον αυτοσχεδιασμό. Τα χειμαρρώδη, εκτενή σόλο και οι μεγαλόπνοες εκρήξεις δεξιοτεχνίας απουσίαζαν παντελώς από το ρεπερτόριό της. Ο ίδιος άλλωστε δεν θεωρήθηκε ποτέ βιρτουόζος. Όταν οι άλλοι έκτιζαν τα σόλο τους με βάση την κλιμάκωση προς κάποιο αποκορύφωμα, κάτι σαν καθαρτήρια διαδρομή από το εναρκτήριο σημείο εκκίνησης ώς την κορωνίδα της τελικής φράσης, ο Davis απέφευγε τα άκρα της κλίμακας, προτιμώντας να πετάει χαμηλά. Ο Barry McRae τον παρομοιάζει με υδροπλάνο «που άγγιζε την κορυφή των κυμάτων χωρίς να βουλιάζει, κυλούσε αβίαστα πάνω από την αρμονική υδάτινη μάζα και σπάνια ανυψωνόταν στον ουρανό». Οι νότες του ήταν λίγες, αλλά περιείχαν πολλά. Έβγαιναν σαν εξομολόγηση από τη σουρντίνα της τρομπέτας του, λες και τις έφτυνε προς τον κόσμο. Το παίξιμό του είχε σχεδόν πάντα σχέση με το «πώς» και όχι με το «τι», έμοιαζε με αρχαία κλίμακα που αναπαριστούσε με ακρίβεια τους χρωματικούς χτύπους μιας καρδιάς που συντάχτηκε από νωρίς στο πλευρό των επιθυμιών της. Στο εξαιρετικό βιβλίο του Miles Davis: The man with the horn (Απόπειρα 2005, μετάφραση Έφη Καλλιφατίδη) ο Barry McRae, συνεργάτης του Wire και του Jazz Journal International, περιγράφει τη μοναδική ανθοφορία αυτού του τεράστιου μουσικού θερμοκηπίου που ονομάζεται Miles Davis μέσα σε πέντε δεκαετίες που σφράγισαν την ιστορία της μεταπολεμικής τζαζ. Ο McRae, αφού παραθέτει κάποια σύντομα βιογραφικά στοιχεία και ερευνά τα πρώτα μουσικά ερεθίσματα, ρίχνει το κριτικό του βάρος στο πώς ενορχηστρώθηκε η ευφυΐα του Miles Davis, αναλύοντας σε βάθος τις συνεργασίες του με τους διάφορους μουσικούς, τους δίσκους που ηχογράφησε, τις συνεχείς διακυμάνσεις της καριέρας του. Ο Miles Dewey Davis Junior, τετρακόσια σχεδόν χρόνια μετά τον Σαίξπηρ, ενστάλαξε στη μουσική, με αμλετική σοφία, τον τρόπο του να είναι ειλικρινής με τις νότες, όντας πρώτα ειλικρινής με τον εαυτό του. Επέβαλε στον αυτοσχεδιασμό την υποταγή του στο συναίσθημα και τον χρησιμοποίησε για να ανοίξει έναν ακόμα δρόμο, σαν παράπλευρη φλέβα έμπνευσης, στην καλλιτεχνική του Οδύσσεια. Ανέδειξε μεταπολεμικά όλες τις σύγχρονες μουσικές προσωπικότητες που κυριάρχησαν αργότερα στην τζαζ, αποδεικνύοντας την αδυναμία των βιρτουόζων μπροστά στο πάθος της αγνής, αποψιμυθιωμένης έκφρασης. Η τρομπέτα του έπαιξε για τελευταία φορά σιωπητήριο στις 28 Σεπτεμβρίου του 1991. Ο «μαύρος Διόνυσος» έκανε seven steps to heaven και αποσύρθηκε με μια μαγική υπόκλιση. Σαν να έπαιζε ξανά το «Kind of Blue». Μια ζωή πειραματισμοί «Τη χρονιά που γεννήθηκα», διηγείται στην αυτοβιογραφία του (εκδόσεις Σέλας, 1991, μετάφραση Μαριλένα Μασσάρου), «το Σαιντ Λούις χτυπήθηκε από ένα φοβερό ανεμοστρόβιλο που σάρωσε τα πάντα. Ο ανεμοστρόβιλος εκείνος μου άφησε κάτι από τη βίαιη δημιουργικότητά του. Χρειάζεται δυνατό φύσημα, ξέρετε, για να παίξει κανείς τρομπέτα. Πιστεύω στο μυστήριο και το υπερφυσικό, κι ένας ανεμοστρόβιλος είναι σίγουρα και τα δυο». Πράγματι, η μουσική του είχε κάτι από τη χαμένη ισορροπία του σύμπαντος, μια κοσμική κραυγή που διαπερνούσε τα πάντα. Η πνευματική ροπή της προς το άγνωστο και το διαισθητικό της κέλυφος ήταν αυτά που τον οδήγησαν να πειραματιστεί με πολλά μουσικά ιδιώματα, παρακολουθώντας την πορεία τους, όχι για να τα μεταγράψει στη μουσική του θυρίδα σαν καιροσκόπος, αλλά για να τα ανακατευθύνει, «ανακαλύπτοντάς» τα εκ νέου. Αυτό έκανε με το bebop και τα blues στα πρώτα του βήματα στα τέλη της δεκαετίας του ’40, τότε που είχε γίνει σκιά του Charlie Parker, προσπαθώντας να μαθητεύσει στη μαγεία του. Αυτό έκανε με τις κλασικές φόρμες αργότερα, όταν στο Porgy and Bess ερμήνευσε μια εκδοχή του «Summertime» με τρόπο που δεν επιδεχόταν κατηγοριοποίηση, αλλά ψυχική ταύτιση, και με το «Concierto de Aranjuez» στο Sketches of Spain, όταν καταδύθηκε βαθιά μέσα στα δραματικά μοτίβα της Ιβηρικής Χερσονήσου, δοκιμάζοντας να διερευνήσει τα παραδοσιακά ηχητικά τοπία ενός άλλου έθνους. Αυτό έκανε με την cool jazz και τη «λευκή» αισθητική της, όταν υπερασπιζόμενος το χρώμα του, αρνήθηκε να εκχωρήσει το ιδίωμα σε αυτούς που έκαναν σημαία τους τον ρατσισμό και την προκατάληψη. Αυτό έκανε με το free, όταν η συνεργασία του με τον John Coltrane απέδωσε στην τζαζ τη χαμένη της αίγλη και επαναπροσδιόρισε την εξέλιξη της στον χρόνο. Αυτό έκανε με το fusion (πρόσμειξη του ροκ και της τζαζ) το ’80, όταν «ενδύθηκε» τον ηλεκτρισμό, δοκιμάζοντας να ακολουθήσει τα κυρίαρχα μουσικά ρεύματα της εποχής του για να τα παραμετροποιήσει. Δεν κλονίστηκε ούτε από τα ναρκωτικά, όταν τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50, παρέμεινε δέσμιος της ηρωίνης και άκαπνος δημιουργικά, για να ξανακυλήσει την πενταετία 1975–80. Τα καταπολέμησε μόνος του και τα νίκησε και τις δυο φορές.

* Ο Σταύρος Σταυρόπουλος είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο: Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα. Διατηρεί το ιστολόγιο »» .

Hμερομηνία : 12-03-2006
Copyright: http://www.kathimerini.gr.

Δεν υπάρχουν σχόλια: