Γράφει ο Βασίλης Αμανατίδης | via Poetica.net (»»)
(αναδημοσίευση από την εφημερίδα Η Αυγή, Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2006)
Μέσα στα διευρυμένα όρια της Οπτικής ποίησης (ελληνιστικά και αλεξανδρινά τεχνοπαίγνια, λατινικά carminafigurata, σχηματογραφικά ποιήματα της θρησκευτικής μεσαιωνικής ποίησης και των αναγεννησιακών εμβλημάτων) προτάθηκε, ήδη από την αρχαιότητα, η αλληλο-δεσμευτική συνύφανση του οπτικού και του γλωσσικού. Στα τέλη του 19ου αιώνα, στην καθοριστική για το ζήτημα ποιητική σύνθεση Uncoupdedesjamaisn’aboliralehazard (1897) του Mallarme, η ποίηση συμπορεύτηκε δραστικά με την εξαιρετικά προωθημένη εικαστική πρωτοπορία της εποχής της, ενώ μερικά χρόνια αργότερα, ο G. Apollinaire, με τα Caligrammes (1918), εμπλούτισε την ποιητική μορφολογία με τρόπους προερχόμενους από τον εικαστικό χώρο (κυβισμός, αφαίρεση κλπ). Με την έλευση του Μοντερνισμού, σχετικοποιείται η προαιώνια παντοδυναμία του λόγου, και η ποίηση αρχίζει όλο και συχνότερα να υιοθετεί τον «χώρο» της εικαστικής οπτικής. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, σε ανάλογη κατεύθυνση κινήθηκαν τα μεταμοντέρνα ρεύματα Οπτικής ποίησης (Συγκεκριμένη ποίηση και Λετρισμός), όπου πλέον πριμοδοτήθηκε η οπτική λειτουργία έναντι της αναγνωσιμότητας της ρηματικής εικόνας. Στη νεοελληνική ποίηση, η τάση αυτή υπηρετείται απαρέγκλιτα ως σήμερα κυρίως από τον Μιχαήλ Μήτρα.
Μια πρόωρη ερώτηση, που όμως δύσκολα αναβάλλεται, είναι η εξής: Η προσκόλλησή του Μήτρα σε κάποια περιφερειακά ποιητικά «στερεότυπα» των δεκαετιών του ’60 και ’70 – τα οποία, λίγο ή πολύ, εγκαταλείφθηκαν ακόμη και από τους άλλοτε φανατικούς υποστηρικτές τους – τον καθιστά άραγε σήμερα «ξεπερασμένο»; Για να καταλήξουμε σε κάποιου είδους απάντηση, επιβάλλεται να κάνουμε πρώτα μια προσεκτικότερη διαδρομή:
Μία καλή ευκαιρία για να ασχοληθούμε αναθεωρητικά με το συνολικό έργο του Μήτρα προσφέρουν οι «Διακριτικές μεταβολές»: ένα βιβλίο με συγκεντρωμένα παλαιότερα και νεότερα συγκεκριμένα ποιήματα και εικόνες, που λειτουργούν θαυμάσια ως είδος ποιητικής «αναδρομικής». Το βιβλίο αυτό αποκαλύπτει ξεκάθαρα πως αφανές θέμα της ποίησης του Μιχαήλ Μήτρα είναι, σταθερά, η ίδια η ρήξη. Σε πρώτο επίπεδο, η ρήξη της λέξης με το πράγμα, του Λόγου με την Εικόνα, και της αναπαράστασης με την πραγματικότητα. Ειδικά μέσα στα όρια αυτής της τελευταίας ρήξης, ο Μήτρας κατορθώνει να αποκαλύψει τις τεράστιες ρωγμές ανάμεσα στις πολλαπλές εκδοχές της πραγματικότητας, ανάμεσα στο Εγώ και στους Άλλους, ακόμη και την εγγενή ρήξη του Εγώ κατά τη μετάβαση από το Φαντασιακό στο Συμβολικό. Η τέχνη του εφαρμόζει συχνά επί του λόγου μια – επιγονική της Θεωρητικής Γλωσσολογίας – προσέγγιση, που διαυγέστερα αναδείχθηκε από τη ζωγραφική του DeChiricoκαι του Magritte, αλλά και από το συνολικό καλλιτεχνικό παράδειγμα του Duchamp. Αναφέρομαι στη σύζευξη και στην παράθεση δύο ή περισσότερων, ανοίκειων μεταξύ τους, αντικειμένων σε ουδέτερο χώρο, προκειμένου να καταρριφθεί κάθε αναμενόμενη σχέση (αναλογίας, προοπτικής κλπ), να διασαλευτεί η –για αιώνες στείρα και μονόχορδη– αντίληψη περί αναπαράστασης, και να δημιουργηθούν νέες δομικές σχέσεις, που αποκαλύπτουν το άδηλον και το αφανές. Σταθερές τεχνικές του παραμένουν ο καταλογογραφικός ονοματισμός, η φανέρωση και η απόκρυψη, η παράθεση και η αντιπαράθεση, η ταξινόμηση/δόμηση (αλλά και η διάλυση/αποδόμηση), η εξίσωση, η αντίθεση και η διάζευξη. Ο Μήτρας κάνει, επομένως, διαρκή χρήση των βασικών μηχανισμών της δυτικής σκέψης, στις οποίες βασίστηκαν αιώνες ονοματοποιϊας, θεοκρατίας, φυσιοκρατίας και αναπαράστασης. Αυτή η χρήση είναι κυρίως ειρωνική, αλλά και μία πολλαπλώς βολική παγίδα, καθώς η ανατροπή των μηχανισμών προκύπτει μέσα από την εφαρμογή τους. Στην ουσία, ο Μήτρας στο έργο του επιμένει να χειρίζεται τις παγιωμένες οπτικο-λεκτικές συνήθειες στις οποίες βασίζονται οι αντιληπτικοί μας μηχανισμοί, προκειμένου να καταφανεί εκ των έσω η – αστικά και πολιτισμικά θεμελιωμένη – συμβατικότητα αυτών ακριβώς τον συνηθειών. Έτσι, π.χ. χρησιμοποιεί το αντιθετικό ζεύγος «ομοιότητα-διαφορά» (αλλά και: σιωπή-θόρυβος, άγνωστο-γνωστό, γενικό-ειδικό, φως-σκοτάδι κλπ) ως δίοδο ρήξης και εναντίωσης στη συμβατικά εγκαταστημένη Σημασία.
Μερικά κείμενά του μοιάζουν με αποδομημένους σκελετούς, προσχέδια ενός μελλοντικού ποιήματος ή απομεινάρια ενός έργου που σπαράχτηκε. Στις περιπτώσεις αυτές, το ποίημα μοιάζει ταυτόχρονα να εμμένει στην ντανταϊστική αλλά και σουρεαλιστική αντίληψη για τον αυτοματισμό και την ανωτερότητα της πρόθεσης και της χειρονομίας, να χλευάζει την αριστοτελική τελείωσή του, αλλά την ίδια στιγμή – μεταμοντερνιστικά πλέον – να προαποφασίζει για την ανέφικτη πολλαπλότητα, για το άγραφον, μάταιον και άσκοπον της μορφής.
Τα περισσότερα, πάντως, ποιήματα του Μήτρα δομούνται κυρίως ως ένα συμπαγές και φαινομενικά αμετάβλητο τοπίο υποτιθέμενων αντικειμενικοτήτων, οι οποίες κάποια στιγμή «μολύνονται» ευεργετικά από φαινομενικά αθέατες (διακριτικές) μεταβολές, διαφορές ή αντιθέσεις υποκειμενικότητας, που παρεισφρέουν αναπάντεχα ως «ιοί» και έρχονται να λειτουργήσουν ως προσδιοριστικές ανατροπές. Πολύ συχνά μέσα στην ποίησή του, αυτές οι αντιθέσεις οργανώνουν μια σύγκρουση ανάμεσα στην ανώνυμη παγερότητα (που χαρακτηρίζει την αντικειμενική επαναληπτικότητα του έξω κόσμου και του Άλλου) και την αγωνιώδη θέρμη (που φωτίζει εσωτερικά το υποκειμενικό βλέμμα του Εγώ). Το Εγώ, που συνήθως τοποθετείται ως σημαίνουσα Διαφορά και Εναντίωση – έκκεντρα ή καταληκτικά – πάνω στον «καμβά» του οπτικού ποιήματος, επιχειρεί να διαρρήξει τη συμπαγή μάζα της απρόσωπης αντικειμενικότητας του Κόσμου, από τον οποίο είναι φανερά αποξενωμένο. Θα έλεγα, λοιπόν, πως ένας ακόμη βασικός άξονας που διατρέχει την ποίηση του Μήτρα είναι και η απεγνωσμένη προβολή του διαφορετικού Εγώ απέναντι στο νοηματικό τείχος της απρόσωπης αντικειμενικότητας των Άλλων, στο βλέμμα των οποίων δυσκολεύεται να καθρεφτιστεί. Ο άξονας αυτός υπηρετείται μέσω διαφόρων μορφικών στρατηγημάτων, μερικά από τα οποία είναι τα εξής:
Το αέναο και εξακολουθητικό πείραμα του Μήτρα έχει ως τώρα βολέψει εξαιρετικά την Κριτική στους αποκλεισμούς της, καθώς ο καλλιτέχνης αυτός, ούτως ή άλλως, αυτο-αποκλείεται μέσω του μεθοδολογικού αυτοπεριορισμού του. Επιπλέον, έχω την υποψία πως η δυναμική του εμμονοληπτικού πειραματισμού του τρομάζει, αντιμετωπίζεται με συγκατάβαση ή ξενίζει, καθώς, σε μια εποχή απουσίας ρήξεων, διασαλεύει σταθερά και θεσμοθετημένα όρια, και καυτηριάζει διαρκώς την αναγνωστική μας ραθυμία απέναντι στην εξαίρεση. Άλλωστε, οι τρόποι με τους οποίους ο Μήτρας χειρίζεται τη ρητορική της ρήξης παράγουν ένα μεικτό είδος, που ανήκει, θα έλεγα, περισσότερο στα διευρυμένα όρια της Εννοιακής Τέχνης. Αυτός, τελικά, μοιάζει να είναι ένας ακόμη λόγος για τη σχετική αποσιώπηση του ονόματός του: γνωρίζουμε, άραγε, πάρα πολλούς κριτικούς και θεωρητικούς που προσεγγίζουν επαρκώς και ταυτοχρόνως θέματα λόγου-εικόνας, σύζευξης των τεχνών ή αναίρεσης των ειδών;
Το σίγουρο είναι πως η ποίηση του Μήτρα παραμένει ρηξικέλευθη, όχι βέβαια μόνο γιατί ενσωματώνει ως θέμα της το ίδιο το φαινόμενο της ρήξης, αλλά κυρίως γιατί κανένας απολύτως από τους «εχθρούς» που αντιμάχεται δεν έχει ακόμη ηττηθεί. Παρ’ όλα αυτά, η ποίησή του δεν είναι μόνο «μαχητικότητα» και ανατροπή. Δημιουργεί και αναγνωστική απόλαυση, την οποία όμως, για να αντλήσει κανείς, οφείλει πρώτα να εκπαιδευτεί να ασκεί τους αντιληπτικούς του μηχανισμούς στο διάκενο –και γι’ αυτό επικίνδυνο– «ναρκοπέδιο» συγκερασμού και απορρόφησης των εικονο-λεκτικών σημείων. Τα ποιήματα του Μήτρα είναι, πάνω απ’ όλα, συμπαγή οπτικά γεγονότα, που αποζητούν τη νοητική εισχώρηση του θεατή-αναγνώστη. Εδώ, η εννοιακότητα και η διαδραστική συλλειτουργία κειμένου-αναγνώστη επιθυμούν να μεταμορφώσουν την αποστασιοποίηση, την ειρωνεία, το αποσπασματικό και διασπασμένο, τη μηχανιστική και ρομποτική επανάληψη, τα αμνησιακά ψεύδη, το νοηματικό κενό και την αδυναμία απαντήσεων σε καινούριους, υπαρξιακά αμφίθυμους πυρήνες άντλησης λυρισμού και μεταμοντέρνας μελαγχολίας. Ο Μήτρας στοχεύει συνολικά σε μια εναλλακτική εγκαθίδρυση μιας αντι-αναπαραστατικής, αντι-φυσιοκρατικής, αντι-γραμμικής και αντι-αφηγηματικής λογοτεχνικότητας, που βασίζεται στην ανατροπή της ευθύγραμμης σκέψης, αν και χρησιμοποιεί συχνά, ως σήματα προς ανατροπή, τους παραδοσιακούς όρους της αναπαράστασης, φυσιοκρατίας και αφήγησης (π.χ. τίτλοι όπως «Περιγραφή», «Θαλασσογραφία» κλπ). Στον αθέατο πυρήνα αυτών των κατασκευών, διασώζεται, παρ’ όλα αυτά, ένα λοξό μετα-ρομαντικό βάθος, καθώς και μία εμμονή στη νοηματική απλότητα –στοιχεία που συνήθως παραβλέπονται, κυρίως γιατί προκύπτουν ανοίκεια, αναπάντεχα και ανορθόδοξα, και επιπλέον επισκιάζονται από τον αυστηρό μορφολογικό πειραματισμό. Όμως πέρα από τα παίγνια όψεως-λόγου, πέρα από την επιφανειακή και, μάλλον παραπλανητική, εγκεφαλικότητα που κυριαρχεί στον Μήτρα, η εννοιακή δυναμική αυτού του είδους της ποίησης βασίζεται τελικά κυρίως στην αποφθεγματική απλότητα, στη λειτουργία των καθαρών αντιθέσεων και εναντιώσεων, ακόμη και στη χρήση της πεζολογίας και της κοινοτοπίας.
Για κλείσιμο, μια ερωτηματική δοκιμή πρόβλεψης: Ας σκεφτούμε για λίγο τους νέους «αυτοματισμούς» που εξασφαλίζονται πλέον από το μέσο του Υπολογιστή – αυτούς ακριβώς που συγγενεύουν εξαιρετικά με τις βασικές τεχνικές του Μήτρα: Copy-paste, Photoshop, αντιμετώπιση της εικόνας ως είδος ένθετου κειμένου κλπ. Ρωτώ: Δε θα έπρεπε λογικά όλα αυτά τα νέα εργαλεία να αποτελούν ήδη έναν δρόμο για τη νέα ποίηση, στην περίπτωση βέβαια που αυτή στο μέλλον δε θα παραμείνει αγκυλωμένη σε παραδεδομένα, ασφαλή σχήματα; Αν ήμουν πολύ αισιόδοξος, θα απαντούσα πως ναι και πως όσο περνάει ο καιρός, πρόκειται να βλέπουμε όλο και λιγότερες αράχνες και όλο και περισσότερο μέλλον στο παράδειγμα του Μήτρα.
___________
Ο Βασίλης Αμανατίδης είναι λογοτέχνης και ιστορικός της τέχνης.
(αναδημοσίευση από την εφημερίδα Η Αυγή, Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2006)
Μέσα στα διευρυμένα όρια της Οπτικής ποίησης (ελληνιστικά και αλεξανδρινά τεχνοπαίγνια, λατινικά carminafigurata, σχηματογραφικά ποιήματα της θρησκευτικής μεσαιωνικής ποίησης και των αναγεννησιακών εμβλημάτων) προτάθηκε, ήδη από την αρχαιότητα, η αλληλο-δεσμευτική συνύφανση του οπτικού και του γλωσσικού. Στα τέλη του 19ου αιώνα, στην καθοριστική για το ζήτημα ποιητική σύνθεση Uncoupdedesjamaisn’aboliralehazard (1897) του Mallarme, η ποίηση συμπορεύτηκε δραστικά με την εξαιρετικά προωθημένη εικαστική πρωτοπορία της εποχής της, ενώ μερικά χρόνια αργότερα, ο G. Apollinaire, με τα Caligrammes (1918), εμπλούτισε την ποιητική μορφολογία με τρόπους προερχόμενους από τον εικαστικό χώρο (κυβισμός, αφαίρεση κλπ). Με την έλευση του Μοντερνισμού, σχετικοποιείται η προαιώνια παντοδυναμία του λόγου, και η ποίηση αρχίζει όλο και συχνότερα να υιοθετεί τον «χώρο» της εικαστικής οπτικής. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, σε ανάλογη κατεύθυνση κινήθηκαν τα μεταμοντέρνα ρεύματα Οπτικής ποίησης (Συγκεκριμένη ποίηση και Λετρισμός), όπου πλέον πριμοδοτήθηκε η οπτική λειτουργία έναντι της αναγνωσιμότητας της ρηματικής εικόνας. Στη νεοελληνική ποίηση, η τάση αυτή υπηρετείται απαρέγκλιτα ως σήμερα κυρίως από τον Μιχαήλ Μήτρα.
Μια πρόωρη ερώτηση, που όμως δύσκολα αναβάλλεται, είναι η εξής: Η προσκόλλησή του Μήτρα σε κάποια περιφερειακά ποιητικά «στερεότυπα» των δεκαετιών του ’60 και ’70 – τα οποία, λίγο ή πολύ, εγκαταλείφθηκαν ακόμη και από τους άλλοτε φανατικούς υποστηρικτές τους – τον καθιστά άραγε σήμερα «ξεπερασμένο»; Για να καταλήξουμε σε κάποιου είδους απάντηση, επιβάλλεται να κάνουμε πρώτα μια προσεκτικότερη διαδρομή:
Μία καλή ευκαιρία για να ασχοληθούμε αναθεωρητικά με το συνολικό έργο του Μήτρα προσφέρουν οι «Διακριτικές μεταβολές»: ένα βιβλίο με συγκεντρωμένα παλαιότερα και νεότερα συγκεκριμένα ποιήματα και εικόνες, που λειτουργούν θαυμάσια ως είδος ποιητικής «αναδρομικής». Το βιβλίο αυτό αποκαλύπτει ξεκάθαρα πως αφανές θέμα της ποίησης του Μιχαήλ Μήτρα είναι, σταθερά, η ίδια η ρήξη. Σε πρώτο επίπεδο, η ρήξη της λέξης με το πράγμα, του Λόγου με την Εικόνα, και της αναπαράστασης με την πραγματικότητα. Ειδικά μέσα στα όρια αυτής της τελευταίας ρήξης, ο Μήτρας κατορθώνει να αποκαλύψει τις τεράστιες ρωγμές ανάμεσα στις πολλαπλές εκδοχές της πραγματικότητας, ανάμεσα στο Εγώ και στους Άλλους, ακόμη και την εγγενή ρήξη του Εγώ κατά τη μετάβαση από το Φαντασιακό στο Συμβολικό. Η τέχνη του εφαρμόζει συχνά επί του λόγου μια – επιγονική της Θεωρητικής Γλωσσολογίας – προσέγγιση, που διαυγέστερα αναδείχθηκε από τη ζωγραφική του DeChiricoκαι του Magritte, αλλά και από το συνολικό καλλιτεχνικό παράδειγμα του Duchamp. Αναφέρομαι στη σύζευξη και στην παράθεση δύο ή περισσότερων, ανοίκειων μεταξύ τους, αντικειμένων σε ουδέτερο χώρο, προκειμένου να καταρριφθεί κάθε αναμενόμενη σχέση (αναλογίας, προοπτικής κλπ), να διασαλευτεί η –για αιώνες στείρα και μονόχορδη– αντίληψη περί αναπαράστασης, και να δημιουργηθούν νέες δομικές σχέσεις, που αποκαλύπτουν το άδηλον και το αφανές. Σταθερές τεχνικές του παραμένουν ο καταλογογραφικός ονοματισμός, η φανέρωση και η απόκρυψη, η παράθεση και η αντιπαράθεση, η ταξινόμηση/δόμηση (αλλά και η διάλυση/αποδόμηση), η εξίσωση, η αντίθεση και η διάζευξη. Ο Μήτρας κάνει, επομένως, διαρκή χρήση των βασικών μηχανισμών της δυτικής σκέψης, στις οποίες βασίστηκαν αιώνες ονοματοποιϊας, θεοκρατίας, φυσιοκρατίας και αναπαράστασης. Αυτή η χρήση είναι κυρίως ειρωνική, αλλά και μία πολλαπλώς βολική παγίδα, καθώς η ανατροπή των μηχανισμών προκύπτει μέσα από την εφαρμογή τους. Στην ουσία, ο Μήτρας στο έργο του επιμένει να χειρίζεται τις παγιωμένες οπτικο-λεκτικές συνήθειες στις οποίες βασίζονται οι αντιληπτικοί μας μηχανισμοί, προκειμένου να καταφανεί εκ των έσω η – αστικά και πολιτισμικά θεμελιωμένη – συμβατικότητα αυτών ακριβώς τον συνηθειών. Έτσι, π.χ. χρησιμοποιεί το αντιθετικό ζεύγος «ομοιότητα-διαφορά» (αλλά και: σιωπή-θόρυβος, άγνωστο-γνωστό, γενικό-ειδικό, φως-σκοτάδι κλπ) ως δίοδο ρήξης και εναντίωσης στη συμβατικά εγκαταστημένη Σημασία.
Μερικά κείμενά του μοιάζουν με αποδομημένους σκελετούς, προσχέδια ενός μελλοντικού ποιήματος ή απομεινάρια ενός έργου που σπαράχτηκε. Στις περιπτώσεις αυτές, το ποίημα μοιάζει ταυτόχρονα να εμμένει στην ντανταϊστική αλλά και σουρεαλιστική αντίληψη για τον αυτοματισμό και την ανωτερότητα της πρόθεσης και της χειρονομίας, να χλευάζει την αριστοτελική τελείωσή του, αλλά την ίδια στιγμή – μεταμοντερνιστικά πλέον – να προαποφασίζει για την ανέφικτη πολλαπλότητα, για το άγραφον, μάταιον και άσκοπον της μορφής.
Τα περισσότερα, πάντως, ποιήματα του Μήτρα δομούνται κυρίως ως ένα συμπαγές και φαινομενικά αμετάβλητο τοπίο υποτιθέμενων αντικειμενικοτήτων, οι οποίες κάποια στιγμή «μολύνονται» ευεργετικά από φαινομενικά αθέατες (διακριτικές) μεταβολές, διαφορές ή αντιθέσεις υποκειμενικότητας, που παρεισφρέουν αναπάντεχα ως «ιοί» και έρχονται να λειτουργήσουν ως προσδιοριστικές ανατροπές. Πολύ συχνά μέσα στην ποίησή του, αυτές οι αντιθέσεις οργανώνουν μια σύγκρουση ανάμεσα στην ανώνυμη παγερότητα (που χαρακτηρίζει την αντικειμενική επαναληπτικότητα του έξω κόσμου και του Άλλου) και την αγωνιώδη θέρμη (που φωτίζει εσωτερικά το υποκειμενικό βλέμμα του Εγώ). Το Εγώ, που συνήθως τοποθετείται ως σημαίνουσα Διαφορά και Εναντίωση – έκκεντρα ή καταληκτικά – πάνω στον «καμβά» του οπτικού ποιήματος, επιχειρεί να διαρρήξει τη συμπαγή μάζα της απρόσωπης αντικειμενικότητας του Κόσμου, από τον οποίο είναι φανερά αποξενωμένο. Θα έλεγα, λοιπόν, πως ένας ακόμη βασικός άξονας που διατρέχει την ποίηση του Μήτρα είναι και η απεγνωσμένη προβολή του διαφορετικού Εγώ απέναντι στο νοηματικό τείχος της απρόσωπης αντικειμενικότητας των Άλλων, στο βλέμμα των οποίων δυσκολεύεται να καθρεφτιστεί. Ο άξονας αυτός υπηρετείται μέσω διαφόρων μορφικών στρατηγημάτων, μερικά από τα οποία είναι τα εξής:
- παραλλαγές της δομής μιας φράσης με βασικές μετατοπίσεις και αντιμεταχωρήσεις λέξεων,
- επανάληψη μιας φράσης με σταδιακή αποδόμηση και εξάρθρωση κάθε συντακτικής και νοηματικής αλληλουχίας,
- επανάληψη μιας λέξης, και αιφνίδια διακοπή της από μία άλλη,
- συνεχής επανάληψη λέξης, που λήγει με λεκτικό αιφνιδιασμό, δηλαδή με την ανατρεπτική και υπερβατική μετατόπιση προς το νοηματικά αντίθετό της,
- απρόσωπη επανάληψη λέξης, που λήγει με εμφατικό μετατοπισμό στο υποκειμενικό και συγκεκριμένο,
- λίστες που οργανώνονται γύρω από το δίπολο «τείχος αντικειμενικής ομοιότητας - εισβολή διαφοράς και ανατροπής» κλπ.
Το αέναο και εξακολουθητικό πείραμα του Μήτρα έχει ως τώρα βολέψει εξαιρετικά την Κριτική στους αποκλεισμούς της, καθώς ο καλλιτέχνης αυτός, ούτως ή άλλως, αυτο-αποκλείεται μέσω του μεθοδολογικού αυτοπεριορισμού του. Επιπλέον, έχω την υποψία πως η δυναμική του εμμονοληπτικού πειραματισμού του τρομάζει, αντιμετωπίζεται με συγκατάβαση ή ξενίζει, καθώς, σε μια εποχή απουσίας ρήξεων, διασαλεύει σταθερά και θεσμοθετημένα όρια, και καυτηριάζει διαρκώς την αναγνωστική μας ραθυμία απέναντι στην εξαίρεση. Άλλωστε, οι τρόποι με τους οποίους ο Μήτρας χειρίζεται τη ρητορική της ρήξης παράγουν ένα μεικτό είδος, που ανήκει, θα έλεγα, περισσότερο στα διευρυμένα όρια της Εννοιακής Τέχνης. Αυτός, τελικά, μοιάζει να είναι ένας ακόμη λόγος για τη σχετική αποσιώπηση του ονόματός του: γνωρίζουμε, άραγε, πάρα πολλούς κριτικούς και θεωρητικούς που προσεγγίζουν επαρκώς και ταυτοχρόνως θέματα λόγου-εικόνας, σύζευξης των τεχνών ή αναίρεσης των ειδών;
Το σίγουρο είναι πως η ποίηση του Μήτρα παραμένει ρηξικέλευθη, όχι βέβαια μόνο γιατί ενσωματώνει ως θέμα της το ίδιο το φαινόμενο της ρήξης, αλλά κυρίως γιατί κανένας απολύτως από τους «εχθρούς» που αντιμάχεται δεν έχει ακόμη ηττηθεί. Παρ’ όλα αυτά, η ποίησή του δεν είναι μόνο «μαχητικότητα» και ανατροπή. Δημιουργεί και αναγνωστική απόλαυση, την οποία όμως, για να αντλήσει κανείς, οφείλει πρώτα να εκπαιδευτεί να ασκεί τους αντιληπτικούς του μηχανισμούς στο διάκενο –και γι’ αυτό επικίνδυνο– «ναρκοπέδιο» συγκερασμού και απορρόφησης των εικονο-λεκτικών σημείων. Τα ποιήματα του Μήτρα είναι, πάνω απ’ όλα, συμπαγή οπτικά γεγονότα, που αποζητούν τη νοητική εισχώρηση του θεατή-αναγνώστη. Εδώ, η εννοιακότητα και η διαδραστική συλλειτουργία κειμένου-αναγνώστη επιθυμούν να μεταμορφώσουν την αποστασιοποίηση, την ειρωνεία, το αποσπασματικό και διασπασμένο, τη μηχανιστική και ρομποτική επανάληψη, τα αμνησιακά ψεύδη, το νοηματικό κενό και την αδυναμία απαντήσεων σε καινούριους, υπαρξιακά αμφίθυμους πυρήνες άντλησης λυρισμού και μεταμοντέρνας μελαγχολίας. Ο Μήτρας στοχεύει συνολικά σε μια εναλλακτική εγκαθίδρυση μιας αντι-αναπαραστατικής, αντι-φυσιοκρατικής, αντι-γραμμικής και αντι-αφηγηματικής λογοτεχνικότητας, που βασίζεται στην ανατροπή της ευθύγραμμης σκέψης, αν και χρησιμοποιεί συχνά, ως σήματα προς ανατροπή, τους παραδοσιακούς όρους της αναπαράστασης, φυσιοκρατίας και αφήγησης (π.χ. τίτλοι όπως «Περιγραφή», «Θαλασσογραφία» κλπ). Στον αθέατο πυρήνα αυτών των κατασκευών, διασώζεται, παρ’ όλα αυτά, ένα λοξό μετα-ρομαντικό βάθος, καθώς και μία εμμονή στη νοηματική απλότητα –στοιχεία που συνήθως παραβλέπονται, κυρίως γιατί προκύπτουν ανοίκεια, αναπάντεχα και ανορθόδοξα, και επιπλέον επισκιάζονται από τον αυστηρό μορφολογικό πειραματισμό. Όμως πέρα από τα παίγνια όψεως-λόγου, πέρα από την επιφανειακή και, μάλλον παραπλανητική, εγκεφαλικότητα που κυριαρχεί στον Μήτρα, η εννοιακή δυναμική αυτού του είδους της ποίησης βασίζεται τελικά κυρίως στην αποφθεγματική απλότητα, στη λειτουργία των καθαρών αντιθέσεων και εναντιώσεων, ακόμη και στη χρήση της πεζολογίας και της κοινοτοπίας.
Για κλείσιμο, μια ερωτηματική δοκιμή πρόβλεψης: Ας σκεφτούμε για λίγο τους νέους «αυτοματισμούς» που εξασφαλίζονται πλέον από το μέσο του Υπολογιστή – αυτούς ακριβώς που συγγενεύουν εξαιρετικά με τις βασικές τεχνικές του Μήτρα: Copy-paste, Photoshop, αντιμετώπιση της εικόνας ως είδος ένθετου κειμένου κλπ. Ρωτώ: Δε θα έπρεπε λογικά όλα αυτά τα νέα εργαλεία να αποτελούν ήδη έναν δρόμο για τη νέα ποίηση, στην περίπτωση βέβαια που αυτή στο μέλλον δε θα παραμείνει αγκυλωμένη σε παραδεδομένα, ασφαλή σχήματα; Αν ήμουν πολύ αισιόδοξος, θα απαντούσα πως ναι και πως όσο περνάει ο καιρός, πρόκειται να βλέπουμε όλο και λιγότερες αράχνες και όλο και περισσότερο μέλλον στο παράδειγμα του Μήτρα.
___________
Ο Βασίλης Αμανατίδης είναι λογοτέχνης και ιστορικός της τέχνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου