Πάσχα 1981
Στη μικρή μου φίλη
Μαρία Γιαγιάννου
Χρόνια πολλά!
Ν’ ακούς αμέριμνη τον αγέρα
να ταιριάζεις καϋμούς
αδράχνοντας την αντικειμενικότητα.
Όταν θα απολαμβάνεις από ελικόπτερο
τον Επιτάφιο
να βλέπεις λιγάκι και για μένα.
Σε μια κοινωνία βλαστημένου σοσιαλισμού
με όλη πια την ομορφιά σαν Θεοτόκο
σου εύχομαι εκατομμύρια χρώματα.
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μανδραγόρας,
τχ. 44, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2011.)
«Θα σου φτιάξω ένα δικοτυλήδονο» είπε.
Νέρωσε την κόκκινη τέμπερα και πάνω σ’ ένα ψιλό χαρτί έφτιαξε δυο πέταλα. Νέρωσε την πράσινη τέμπερα και κατέβασε ένα χορτάρινο σκοινί μέχρι την κόψη του χαρτιού, ακριβώς πάνω στην τομή με το πραγματικό. Γκριζοπράσινα ακούμπησε δυο νεφελώδη φύλλα δεξιά κι αριστερά του κοτσανιού. Διέλυσε τον μίσχο σε παπαρουνόσπορους.
Οπωσδήποτε, μου έμοιαζε με μουτζουρολούλουδο.
Όταν ήμουν τριών ετών, ο Νίκος Καρούζος μού έγραψε ένα ποίημα και μου ζωγράφισε αυτό το δικοτυλήδονο. Από τότε φύλαξα τον λόγο και τη ζωγραφιά του σαν θησαυρό. «Σίγουρα τίποτα μαγικά θα κάνει αυτός» σκέφτηκα, παρακολουθώντας τον με κάποια αγωνία. Το μέτωπό του έφτανε μέχρι το ταβάνι μας και γελούσε με μια ωραία μπουκλωτή μύτη. «Πάρε, παιδί μου, αυτά τα χαρτιά με τα όμορφα σημάδια και φύλαξέ τα μέχρι να μεγαλώσεις. Είναι πολύτιμα, γιατί σου τα έφτιαξε ο κύριος Νίκος». Φοβήθηκα. Τα χαρτιά ζύγιζαν περισσότερο από εμένα. Τα άφησα σε μια θέση και περίμενα να μεγαλώσω, για να μειωθεί το βάρος και να τα ξανασηκώσω. Φύλαξα τα χαρτιά του μάγου τόσο καλά, ώστε ξέχασα εντελώς πού τα είχα βάλει. Εντωμεταξύ μεγάλωνα. Μια-δυο νύχτες κάθε χρόνο το άγχος πανηγύριζε… «Έχασα τα χειρόγραφα του Καρούζου. Πάει, τα έχασα. Είμαι εντελώς βλάκας. Αύριο θα ψάξω όλο το σπίτι».
Τελικά μεγάλωσα, ψήλωσα και άρχισα να καθαρίζω και τα πάνω ράφια. Εκεί τα βρήκα… Τα σήκωσα σαν όραμα. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι το βάρος τους είχε αυξηθεί. Τα φίλησα. Και τότε συνέβη επιτέλους το αναπάντεχο. Το χαρτί έγινε κίτρινο και το ποίημα του, μονοκοντυλωτό ιδεόγραμμα, σκίστηκε κι έπεσε στο πάτωμα. Σηκώθηκε, «τίναξε τη μαλλούρα του», πετάχτηκε σαν κινέζικος δράκος και μπήκε στο αυτί μου. Από τότε τα χαρτιά του αγιάζουν το συρτάρι μου, αλλά τα γραμμένα του έχουν μετοικήσει στο μυαλό μου. Οι λέξεις του, «υστερόβουλοι πανσέδες», είναι σπαρμένες στο κεφάλι μου και τα μπουμπούκια τους μόλις άρχισαν να ξεμυτίζουν. Νιώθω μέσα μου την «μαχόμενη ανάληψη του κυκλάμινου» κι εύχομαι μέχρι τα γεράματα να έχουν προβάλει μερικά ολόκληρα άνθη. «Ευσυνείδητες τριήρεις τα γιούλια σου» και όσο ανεβαίνω ηλικία, με εξοικειώνουν μιθριδατικά με το βάθος.
Κι όμως, τα ζωγραφικά λουλούδια του Καρούζου είναι πιο εδώ από τα ποιήματά του. Η μεταφυσική τους περιορίζεται στην σκιαγράφηση του ένδον σώματος. Η ποίησή του το επιβεβαιώνει. Όταν γράφει «μ’ ένα βουνό λουλούδια στο στήθος του: / τις ένδον εξελίξεις», ότι τον έχει «οπαδό της η βιολογική Αριστερά» δεν θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι στη θέση της καρδιάς εδράζεται η ποιητική πολιτική, ότι η πολιτική των λουλουδιών συμβαίνει στο στέρνο αριστερά; Τα λουλούδια του μένουν ψηλά, στην επιφάνεια της αγνότητας, ίσως γιατί έχουν σχήμα καρδιάς. Ταυτόχρονα διηθούν την επιφάνεια και φιλτράρουν όποιο όραμα κάθεται πάνω της, ίσως γιατί έχουν και σχήμα νεφρών. Επιπλέον, συμμετρικά και διχασμένα, θυμίζουν γεννητικά όργανα και ειδοποιούν για την επανάληψη του εφήμερου που ενέχεται στην επικονίαση κάθε λουλουδιού. Έχω, με άλλα λόγια, την πεποίθηση, ότι τα δικοτυλήδονα του Καρούζου είναι τα εσωτερικά του όργανα. Διφυής η ποίησή του και φυτρώνει προς τα μέσα. Μια κοτυληδόνα το Λογικό και μια το Άλογο, διαπερνούν τα όργανα και φτάνουν στην ψυχή. Η ποίησή του μας μιλά για την ψυχή, ενώ οι ζωγραφιές του για την καρδιά. Γράφει για ό,τι κατοικεί στο στήθος και ζωγραφίζει ό,τι το συνιστά. Μου κόλλησε η έμμονη ιδέα ότι, συχνά και ασφαλώς ασύνειδα, ζωγραφίζει τους πνεύμονές του.
Ο πυρήνας της ποίησής του λάμπει μετέωρος ανάμεσα στις δυο κοτυληδόνες, που ιχνογραφούν δυο ηδονές. Την οργανική ζωή και τον ανόργανο θάνατο. Διακρίνω έναν πνεύμονα που διαρκεί μια ζωή, δηλαδή λίγο, όσο «η στύση μέσα στο ρόδο» κι έναν που διαρκεί έναν θάνατο, δηλαδή για πάντα, όσο «το οιδιπόδειο του γιασεμιού με τη σελήνη». Μέσα στο δικοτυλήδονο σώμα της ποίησης του Καρούζου, μέσα στον «πύρινο θώρακα τον υακίνθινο», βρίσκω τους λόγους να πιστέψω στην πολιτική της ποιητικής καρδιάς, που μεταμορφώνει σε ζωγραφιά τον ίδιο της το ζόφο.
Νομίζω, ήρθε η ώρα να μεταφυτεύσω τα μουτζουρολούλουδα και το ποιηματάκι μου σε κορνίζες.
Στη μικρή μου φίλη
Μαρία Γιαγιάννου
Χρόνια πολλά!
Ν’ ακούς αμέριμνη τον αγέρα
να ταιριάζεις καϋμούς
αδράχνοντας την αντικειμενικότητα.
Όταν θα απολαμβάνεις από ελικόπτερο
τον Επιτάφιο
να βλέπεις λιγάκι και για μένα.
Σε μια κοινωνία βλαστημένου σοσιαλισμού
με όλη πια την ομορφιά σαν Θεοτόκο
σου εύχομαι εκατομμύρια χρώματα.
Τα Δικοτυλήδονα του Νίκου Καρούζου
Της Μαρίας Γιαγιάνου »»(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μανδραγόρας,
τχ. 44, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2011.)
«Θα σου φτιάξω ένα δικοτυλήδονο» είπε.
Νέρωσε την κόκκινη τέμπερα και πάνω σ’ ένα ψιλό χαρτί έφτιαξε δυο πέταλα. Νέρωσε την πράσινη τέμπερα και κατέβασε ένα χορτάρινο σκοινί μέχρι την κόψη του χαρτιού, ακριβώς πάνω στην τομή με το πραγματικό. Γκριζοπράσινα ακούμπησε δυο νεφελώδη φύλλα δεξιά κι αριστερά του κοτσανιού. Διέλυσε τον μίσχο σε παπαρουνόσπορους.
Οπωσδήποτε, μου έμοιαζε με μουτζουρολούλουδο.
Όταν ήμουν τριών ετών, ο Νίκος Καρούζος μού έγραψε ένα ποίημα και μου ζωγράφισε αυτό το δικοτυλήδονο. Από τότε φύλαξα τον λόγο και τη ζωγραφιά του σαν θησαυρό. «Σίγουρα τίποτα μαγικά θα κάνει αυτός» σκέφτηκα, παρακολουθώντας τον με κάποια αγωνία. Το μέτωπό του έφτανε μέχρι το ταβάνι μας και γελούσε με μια ωραία μπουκλωτή μύτη. «Πάρε, παιδί μου, αυτά τα χαρτιά με τα όμορφα σημάδια και φύλαξέ τα μέχρι να μεγαλώσεις. Είναι πολύτιμα, γιατί σου τα έφτιαξε ο κύριος Νίκος». Φοβήθηκα. Τα χαρτιά ζύγιζαν περισσότερο από εμένα. Τα άφησα σε μια θέση και περίμενα να μεγαλώσω, για να μειωθεί το βάρος και να τα ξανασηκώσω. Φύλαξα τα χαρτιά του μάγου τόσο καλά, ώστε ξέχασα εντελώς πού τα είχα βάλει. Εντωμεταξύ μεγάλωνα. Μια-δυο νύχτες κάθε χρόνο το άγχος πανηγύριζε… «Έχασα τα χειρόγραφα του Καρούζου. Πάει, τα έχασα. Είμαι εντελώς βλάκας. Αύριο θα ψάξω όλο το σπίτι».
Τελικά μεγάλωσα, ψήλωσα και άρχισα να καθαρίζω και τα πάνω ράφια. Εκεί τα βρήκα… Τα σήκωσα σαν όραμα. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι το βάρος τους είχε αυξηθεί. Τα φίλησα. Και τότε συνέβη επιτέλους το αναπάντεχο. Το χαρτί έγινε κίτρινο και το ποίημα του, μονοκοντυλωτό ιδεόγραμμα, σκίστηκε κι έπεσε στο πάτωμα. Σηκώθηκε, «τίναξε τη μαλλούρα του», πετάχτηκε σαν κινέζικος δράκος και μπήκε στο αυτί μου. Από τότε τα χαρτιά του αγιάζουν το συρτάρι μου, αλλά τα γραμμένα του έχουν μετοικήσει στο μυαλό μου. Οι λέξεις του, «υστερόβουλοι πανσέδες», είναι σπαρμένες στο κεφάλι μου και τα μπουμπούκια τους μόλις άρχισαν να ξεμυτίζουν. Νιώθω μέσα μου την «μαχόμενη ανάληψη του κυκλάμινου» κι εύχομαι μέχρι τα γεράματα να έχουν προβάλει μερικά ολόκληρα άνθη. «Ευσυνείδητες τριήρεις τα γιούλια σου» και όσο ανεβαίνω ηλικία, με εξοικειώνουν μιθριδατικά με το βάθος.
Κι όμως, τα ζωγραφικά λουλούδια του Καρούζου είναι πιο εδώ από τα ποιήματά του. Η μεταφυσική τους περιορίζεται στην σκιαγράφηση του ένδον σώματος. Η ποίησή του το επιβεβαιώνει. Όταν γράφει «μ’ ένα βουνό λουλούδια στο στήθος του: / τις ένδον εξελίξεις», ότι τον έχει «οπαδό της η βιολογική Αριστερά» δεν θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι στη θέση της καρδιάς εδράζεται η ποιητική πολιτική, ότι η πολιτική των λουλουδιών συμβαίνει στο στέρνο αριστερά; Τα λουλούδια του μένουν ψηλά, στην επιφάνεια της αγνότητας, ίσως γιατί έχουν σχήμα καρδιάς. Ταυτόχρονα διηθούν την επιφάνεια και φιλτράρουν όποιο όραμα κάθεται πάνω της, ίσως γιατί έχουν και σχήμα νεφρών. Επιπλέον, συμμετρικά και διχασμένα, θυμίζουν γεννητικά όργανα και ειδοποιούν για την επανάληψη του εφήμερου που ενέχεται στην επικονίαση κάθε λουλουδιού. Έχω, με άλλα λόγια, την πεποίθηση, ότι τα δικοτυλήδονα του Καρούζου είναι τα εσωτερικά του όργανα. Διφυής η ποίησή του και φυτρώνει προς τα μέσα. Μια κοτυληδόνα το Λογικό και μια το Άλογο, διαπερνούν τα όργανα και φτάνουν στην ψυχή. Η ποίησή του μας μιλά για την ψυχή, ενώ οι ζωγραφιές του για την καρδιά. Γράφει για ό,τι κατοικεί στο στήθος και ζωγραφίζει ό,τι το συνιστά. Μου κόλλησε η έμμονη ιδέα ότι, συχνά και ασφαλώς ασύνειδα, ζωγραφίζει τους πνεύμονές του.
Ο πυρήνας της ποίησής του λάμπει μετέωρος ανάμεσα στις δυο κοτυληδόνες, που ιχνογραφούν δυο ηδονές. Την οργανική ζωή και τον ανόργανο θάνατο. Διακρίνω έναν πνεύμονα που διαρκεί μια ζωή, δηλαδή λίγο, όσο «η στύση μέσα στο ρόδο» κι έναν που διαρκεί έναν θάνατο, δηλαδή για πάντα, όσο «το οιδιπόδειο του γιασεμιού με τη σελήνη». Μέσα στο δικοτυλήδονο σώμα της ποίησης του Καρούζου, μέσα στον «πύρινο θώρακα τον υακίνθινο», βρίσκω τους λόγους να πιστέψω στην πολιτική της ποιητικής καρδιάς, που μεταμορφώνει σε ζωγραφιά τον ίδιο της το ζόφο.
Νομίζω, ήρθε η ώρα να μεταφυτεύσω τα μουτζουρολούλουδα και το ποιηματάκι μου σε κορνίζες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου