2.12.92

Ευγένιος Αρανίτσης • Το λογοτεχνικό μηχάνημα Π. Κ.

γράφει ο Ευγένιος Αρανίτσης | Ελευθεροτυπία,
Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 1992
Πάνου Κουτρουμπούση: «Στον θάλαμο του Μυθογράφφ», εκδόσεις Απόπειρα

Ο Πάνος Κουτρουμπούσης επεξεργάζεται
τις ιστορίες που κατασκευάζει
ο Μυθογράφφ, το σκουριασμένο
υπερσύγχρονο μηχάνημα κατασκευής
ιστοριών,
για να περνά την ώρα του

Τι είναι ο Μυθογράφφ; Είναι ένα υπερσύγχρονο, αν και σκουριασμένο, μηχάνημα κατασκευής ιστοριών τις οποίες στη συνέχεια ο Κουτρουμπούσης επεξεργάζεται περνώντας την ώρα του. Παροιμιώδη θα μείνουν τα φιλολογικά ελατήρια αυτής της διασκέδασης, εφόσον έχουμε εδώ μια θαυμαστή μορφή ελληνικών που αδυνατεί κανείς να τη χαρακτηρίσει, εκτός κι αν ομόφωνα τη χαρακτηρίσουμε αχαρακτήριστη. Πράγματι, η γλώσσα στην οποία εκφράζεται ο Μυθογράφφ είναι ένα μείγμα από διάφορες παρωχημένες λαϊκές ή λόγιες μορφές που απηχούν τα πάντα, από καθαρεύουσα μέχρι «Μικρό Ήρωα» κι από έγγραφα του Δημοσίου μέχρι σχολικές εκθέσεις. Καταιγισμό τέτοιων συγκεχυμένων αλλά απόλυτα αυθεντικών γλωσσικών στοιχείων δεχτήκαμε άλλωστε πριν από χρόνια με το πρώτο βιβλίο του Κουτρουμπούση, που, για όσους δεν το θυμούνται, έφερε τον αινιγματικό τίτλο «Εν αγκαλιά de Κρισγιαούρτι» και του οποίου ο μικρός αλλά ξεχωριστός θρύλος επιβεβαιώνεται αναδρομικά με την αντεπίθεση του Μυθογράφφ. Μυθογράφφ, στα μυθογραφφικά, σημαίνει περίπου: «Το κλουβί που κελαηδούσε».

 Ο Μυθογράφφ, που βρίσκεται κρυμμένος στο εσωτερικό του πλανήτη Γη, εργάζεται νυχθημερόν, συνδεδεμένος με άλλες συσκευές, επίγειες αυτή τη φορά, όπως ο ομοιοστατικός κρυπτο-τοπο-σκοπικογράφος ΔΕ ΤΖΟΥΛΙΑ, για την παραγωγή ενός είδους παράλληλης φανταστικής Ιστορίας, του ανθρώπινου είδους, η οποία δυστυχώς είναι απόλυτα πραγματική, όσο κι αν δεν πιστεύουμε στα μάτια μας, και που αποκρυσταλλώνεται τέλεια στα αποφθέγματα «Ουκ εν το ουδέν το παν» και «Πήγαν πουθενά, φέραν τίποτα», καθώς επίσης και: «το αναπόφευκτον φυγείν αδύνατον»
Ο Μυθογράφφ, στην ουσία, παράγει το χιούμορ του μέλλοντος με αρχαία υλικά, δεν πρέπει ωστόσο να νομίσει κανείς ότι είναι κανένα μηχάνημα της πλάκας, αντιθέτως! Όπως και τα σκοπικο-γραφικά συστήματα ΔΕ ΤΖΟΥΛΙΑ, των οποίων αποτελεί τρόπον τινά την κεντρική μονάδα λογοτεχνικής παροχής, ο Μυθογράφφ είναι ικανός να προκαλέσει σεισμικές δονήσεις στα θεμέλια του κοινού νου εφόσον αυτός (ο κοινός νους) άλλη δουλειά δεν κάνει απανταχού του πλανήτη από το να θεωρεί τα πάντα αυτονόητα.

Για τον Μυθογράφφ τίποτα δεν είναι αυτονόητο, κι έτσι η λογοτεχνία μετατρέπεται εδώ σε έναν κωμικό εφιάλτη ερμηνείας του κόσμου, ιδιαίτερα ανησυχητικό: τέτοιες ιστορίες, και υπό την προϋπόθεση πάντα ότι αναγνωρίζουμε σ’ αυτές τον εαυτό μας, είναι ό,τι καλύτερο κι ό,τι χειρότερο μπορεί να σου συμβεί. Ο αναγνώστης του «Μυθογράφφ» έχει την αίσθηση του αγουροξυπνημένου, και συγκεκριμένα εκείνου που η συνείδησή του αφυπνίζεται από τον ήχο του ίδιου της του γέλιου.

Το χιούμορ είναι, σύμφωνα με μια ορισμένη άποψη, όχι ολότελα αστήρικτη, η τελευταία ισχυρή ενέργεια μιας λογοτεχνίας που βρίσκεται στη φάση του επιθανάτιου ρόγχου. Παρά την υπερβολή του πράγματος, λέω «όχι αστήρικτη» υπό την έννοια της δυσκολίας που ενυπάρχει σε κάθε προσπάθεια να μιλήσουμε σοβαρά δίχως το αποτέλεσμα να ηχεί γελοία. Αυτή η ανάγκη της λοξής ματιάς έγινε τώρα τελευταία υπερβολικά φανερή σε ό,τι αφορά το σύγχρονο αφήγημα, το οποίο, θεωρητικά, δεν είναι πια παρά μια ειρωνική θέαση του εαυτού του. Κάθε τι σοβαρό μοιάζει κατά βάθος αστείο, και μόνο αν κάτι είναι αστείο μπορούμε να το πάρουμε στα σοβαρά. Έχω λοιπόν μπροστά μου τις φωτοτυπίες του «Μυθογράφφ», ενός πανέξυπνου και πολύ αστείου βιβλίου, που θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία σε λίγες μέρες και που η σοβαρότητά του σε σχέση με τις ράθυμες λογοτεχνικές εξελίξεις θα αποδειχτεί πιστεύω εξαιρετική.

Ο Μυθογράφφ διακωμωδεί την τυπολατρεία, που μαστίζει τις μεταλλάξεις του εθνικού DNA. Ο Μυθογράφφ είναι η τελευταία συνειδητή επίθεση της λογοτεχνικής οπισθοφυλακής των Ελλήνων ενάντια σε εκείνους που πιστεύουν ότι όλα πάνε ρολόι.

Οι Δύο Δίδυμοι
Σε ένα χωριουδάκι κοντά στα Γρεβενά, πνιγμένο στα έλατα και με άφθονες πηγές που τρέχανε κρουστάλλινα νερά, εζούσαν με τον πατέρα και τη μάνα τους δυο αδέλφια δίδυμα και ήνταν τόσον όμοια μεταξύ τους σαν δυο σταγόνες νερό που κανένας δεν εδύνατο στο χωριό να τους ξεχωρίσει ποιος είναι ποιος, καθώς μάλιστα τους εντύνανε από μικρούς τα γονικά τους ίδια κι απαράλλαχτα απ’ τα ίδια τόπια ύφασμα, για να έχουν έκπτωσιν κι απ’ τον έμπορα. Ο μόνος τρόπος που ξεχώριζαν ήταν αν ποτές έπαιρνε κανείς τηλέφωνο στο σπίτι τους κι αν αυτός όπου απαντούσε έλεγε «ιμπρόις» ήξερεν ο καλών πως ήνταν ο Ευλαβής, ο ένας απ’ τους δύο δίδυμους, ενώ αν απαντούσε «εμπρόζι», σαν κάπως αρμένικα, καταλάβαινε ότι επρόκειτο για τον δεύτερο δίδυμο, τον Ευσέβη. Αλλιώς, δηλαδή άμα τους καλημερίζανε τίποτα συγχωριανοί στο δρόμο ή στον καφενέ ή στους αγρούς, όλο λάθος κάνανε πλην τους δίδυμους δεν τους πείραζε καθότι είχανε συνηθίσει.



Δεν υπάρχουν σχόλια: