6.12.24

Η Εύη Λιναρδή για τον «Ίσκιο των απόντων»

Ιουλία Παπαδάκη, Στον ίσκιο των απόντων, Απόπειρα 2024.

Στις 5 του Δεκέμβρη, του αγίου Σάββα, αρχινά η ιστορία που μας εξιστορεί η Ιουλία Παπαδάκη στο πρώτο της αυτό μυθιστόρημα με τον τίτλο Στον ίσκιο των απόντων, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Απόπειρα, το καλοκαίρι του 2024.

Στα είκοσι δύο κεφάλαιά του, η συγγραφέας συναντά τους δικούς της «απόντες», τους αφουγκράζεται, τους δίνει υπόσταση, συνομιλεί και συνδέεται μαζί τους. Κάτω από τον «ίσκιο» τους. Πρόσωπα καθόλα οικεία, πολυαγαπημένα, οι δικοί της ήρωες. Μας τους συστήνει με μια ειλικρινή κι ανάλαφρη, θα έλεγα, απλοχεριά που συγκινεί, χωρίς να σκοντάφτει σε μελοδραματισμούς και διδακτισμούς. Μια διαδρομή από τις ρίζες προς τη αυτογνωσία.

Άναβε τα καντήλια, τους λιβάνιζε, τους κουβέντιαζε λόγ
ια παρηγορητικά που μόνο οι σκιές των απόντων θα μπορούσαν να ακούν, σκιές που εξαφανίζονταν μόλις κάποιος διέκοπτε τη μοναξιά της.Παράξενες οι σκέψεις των ανθρώπων διαλύονται, αλλάζουν χρώμα, αλλάζουν με τον χρόνο και όταν δεν μπορεί να τις αντέξει σκορπίζονται όπως ένας ξαφνικός άνεμος σκορπίζει τους κόκκους από την άμμο μιας παραλίας ένα απομεσήμερο. Ύστερα πάλι καταλαγιάζουν. Όμως τίποτα δεν είναι όπως πριν.

Σε ένα τώρα κι ένα πριν, και σ’ ένα ακόμα πιο πίσω στο χρόνο, η Στέλλα και ο Σταύρος, ο Νίκος, η Αντιγόνη και ο Στέφανος, η κυρά Βασιλική, η Χρυσούλα και ο Νικολής, ο Παναγιώτης και η Ελένη δίνουν τα ονόματά τους στα κεφάλαια του βιβλίου. Ξεπροβάλλουν μέσα από τις σελίδες του, εναλλάσσονται μπρος στα μάτια μας, εξελίσσονται στο διάβα του χρόνου, τόσο του μυθιστορηματικού όσο και του πραγματικού. Κεντρική μορφή η μάνα, η νυμφική μορφή της οποίας κοσμεί και το εξώφυλλο της έκδοσης.

Η μνήμη ωθεί στη γραφή, η γραφή πυροδοτεί τη μνήμη. Σε ένα «παιγνίδι» άκρως βιωματικό από την αρχή μέχρι το τέλος των σελίδων. Σε ένα χωριό, σε μια πόλη που δεν κατονομάζονται. Στην Κρήτη της δεκαετίας του ’60.

Η μνήμη κάνει άλματα. Αποκαλύπτεται αποσπασματική. Το ίδιο κι ο αφηγηματικός λόγος. Μνήμη και αφήγηση στέκονται σε καίριες στιγμές της καθημερινότητας των προσώπων, σε καθοριστικούς σταθμούς και σημαντικά γεγονότα της ζωής τους. Σε στιγμές που οριοθέτησαν τη ζωή τους, σμίλεψαν την πορεία τους, την προσωπικότητά τους, τις διαπροσωπικές σχέσεις. Η γραφή ανασύρει τη στιγμή που έχει τη δύναμη να ανατρέψει το ρου της ζωής και να συμπαρασύρει.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση, με την αφηγήτρια πανταχού παρούσα και με νηφάλια ματιά. Να μας κάνει κοινωνούς μιας σειράς από εσωτερικούς μονολόγους των ηρώων της: των μύχιων σκέψεων, των φόβων, των δαιμόνων, των ονείρων, των προσδοκιών, των ματαιώσεων και της μοναξιάς τους. Να δοκιμάζει τα όριά τους, να στέκεται σιμά στις χαρές και τις αγωνίες τους, στη λύπη και τη θλίψη, στο θρήνο τους. Με την αφηγήτρια-συγγραφέα εντέλει να γίνεται, να αποτελεί και η ίδια πρόσωπο της ιστορίας που αφηγείται.

Η γέννηση, ο θάνατος, ο γάμος, η φιλία, ο έρωτας, η συμπόνια, η αγάπη, η ζωή η ίδια με το μοιραίο, το τυχαίο, το παράδοξο, το ανεξήγητο και το μεταφυσικό αντάμα, ξεδιπλώνονται άφοβα και απονεχοποιητικά από τη συγγραφέα.

Το προσωπικό γίγνεσθαι συμπορεύεται με το κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι και το ιστορικό πλαίσιο, που καταγράφονται με λιτές, εύστοχες πινελιές. Τα πρόσωπα προχωρούν μαζί με τις αλλαγές. Τις «ταχύτατες» αλλαγές μια εποχής που φέρνει τα πάνω κάτω στην καθημερινότητα: από την τεχνολογία μέχρι το ντύσιμο, από τον τουρισμό μέχρι τις αντιλήψεις.
Ο προφορικός λόγος στη γραφή, η ντοπιολαλιά (όπως «ιμπρέτι»), οι μικρές έως κοφτές προτάσεις, προσδίδουν μια αμεσότητα, μια ρευστότητα στον αφηγηματικό λόγο. Χωρίς τίποτα περιττό. Ο ρυθμός γρήγορος, οι εναλλαγές γοργές. Οι εικόνες, η εκφορά των συναισθημάτων χαρίζουν στο κείμενο τη λυρικότητά του. Οι παροιμίες της Κρήτης και οι λαϊκές δοξασίες, οι βιβλικές παραπομπές, οι αναφορές στη μυθολογία και την αρχαία τραγωδία ανταμώνουν με το χιούμορ, με τις δόσεις σαρκασμού και αυτοσαρκασμού, με τη χαρμολύπη, με ένα κάποιο μυστήριο και τελικά με την ανθρώπινη ύπαρξη.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα στις προτάσεις που κλείνουν δυνατά το κάθε κεφάλαιο, αλληλεπιδρούν με τον αναγνώστη, τον παρακινούν για τη συνέχεια της ανάγνωσης.

Κατακαλόκαιρο, Αύγουστο μήνα με τον ήλιο να καίει, τελειώνει η ιστορία μας.

«Τα υλικά κάνουν το μάστορα» συνήθιζε να λέει η Στέλλα αναφερόμενη στη μαγειρική της. Έτσι και η Ιουλία Παπαδάκη, σε αυτή την πρώτη μυθιστορηματική της απόπειρα, συστήνεται στο κοινό της με καλά, γευστικά, καθάρια «υλικά», συνταιριασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να τραβά την προσοχή του αναγνώστη, που βρίσκει εδώ τις πτυχές και τα πατήματα να ταυτιστεί με πρόσωπα και καταστάσεις. Με «υλικά» που μαστόρεψε, ζύμωσε κι έδεσε πάνω απ’ όλα με περισσή αγάπη και στοργή και φροντίδα. Γιατί

Η αγάπη είναι αυτή που σου δίνει δύναμη να μπορείς να συγχωρείς. η αγάπη είναι αυτή που κλείνει πόρτα στον θυμό και δεν τον αφήνει να μπει μέσα.
Στα κρυφά και στα φανερά έδινε ό,τι μπορούσε να δώσει. Έψηνε το εφτάζυμο, μοσχοβολούσε η γειτονιά, μέχρι να το βγάλει από τον ξυλόφουρνο είχε μοιράσει τη μισή φουρνιά, ο έχων δύο χιτών…
Μερικοί άνθρωποι είναι για να παίρνουν, άλλοι πάλι έχουν γεννηθεί μόνο για να δίνουν. Εκείνη στη δεύτερη κατηγορία μάλιστα επωμιζόταν και τις αμαρτίες των άλλων.

Η συγγραφέας Ιουλία Παπαδάκη μάς προσκαλεί με ένα ρακάκι να πιούμε στην υγεία των «σκιών», των «απόντων», βαθιά στην αγκαλιά των παρόντων. Στον ίσκιο των φαντασμάτων «που κουβαλάμε πάντα» και προχωράμε μαζί.

Προσωπικά, εμένα, η Ιουλία Παπαδάκη με έκανε, με τη γραφή της, παρά τις αντάρες και φουρτούνες, να αγαπήσω τη ζωή με τα όλα της!

Σας ευχαριστώ. Εύχομαι να απολαύσετε το βιβλίο Στον ίσκιο των απόντων, όπως εγώ!
Ιουλία, Καλοτάξιδο!

Ξημέρωνε σχεδόν. Είναι η στιγμή που η νύχτα μαζεύει τα σκοτάδια της και αφήνει να τρυπώσει απ’ τις χαραμάδες του ουρανού ημέρα. Αυτή τη στιγμή η Βασιλική άφησε την τελευταία της πνοή. Έκλεισε τα μάτια της και παρέδωσε το πνεύμα σαν πουλάκι. Όλο το βράδυ η Στέλλα δεν ξεκόλλησε από δίπλα της, εμφανή από μέρες τα σημάδια, η μάνα της είχε βάλει πλώρη για τον άλλο κόσμο και της έδωσε τον χρόνο να είναι έτοιμη να το περιμένει. Την έπλυνε, την έντυσε ρούχα καθαρά, της σταύρωσε τα χεράκια και έκατσε δίπλα της ως να ξημερώσει. Δεν έκλαψε. Δεν ήταν ώρα για κλάματα, είχε καιρό να κλάψει αργότερα όταν θα έρχονταν στο μυαλό οι εικόνες που είχε επιλέξει να κρατήσει ζωντανές τελευταία όταν μόνη της πια θα αναπολούσε αυτές τις στιγμές. Στιγμές που δεν τις βιώνει αυτός που φεύγει παρά μονάχα αυτός που μένει. Ο ζωντανός. Σηκώθηκε και πήγε να ξυπνήσει τον Σταύρο. Ο ήλιος είχε ξεκινήσει ήδη το προκαθορισμένο του ταξίδι, το ταξίδι μιας μέρας, σχεδόν ολόιδιας με τις άλλες, και πάντα αλλιώτικη απ’ αυτές. Ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει. Τη θάψανε στο νεκροταφείο του χωριού, ο τάφος της δίπλα στους άλλους, γεμάτος από τσουκνίδες και αγριόχορτα.

Εύη Λιναρδή

Δεν υπάρχουν σχόλια: