συνέντευξη στον Βαγγέλη Μπουμπάκη | extreme ways,
Νοέμβρης 2023 »»
Σε μια παλαιότερή μας συνέντευξη με αφορμή την έκδοση του μυθιστορήματός σου με τίτλο Δαβίδ μου είχες πει ότι δεν νιώθεις συγγραφέας αλλά περισσότερο ένας «συγγραφέας χωρίς γραφή». Έχει αλλάξει καθόλου αυτή η αίσθηση μετά και την έκδοση της νέας σου νουβέλας Το μέντιουμ;
Όχι, δε νομίζω ότι αυτό έχει αλλάξει. Λίγες φορές θα καθίσω να γράψω. Κι όμως στις πάμπολλες αϋπνίες μου «γράφω», σχεδόν μανιωδώς, ολόκληρες «σελίδες» στο μυαλό μου. Ή όταν κοιτώ έξω από το παράθυρο του λεωφορείου, γιατί επιμένω ακόμα να κοιτώ έξω από το παράθυρο πέρα από το κινητό μου. Και αυτά τα κείμενα με εκφράζουν, με ικανοποιούν. Είναι όμορφα. Νομίζω. Σίγουρα όμως αυτό δεν με κάνει συγγραφέα. Και τα κείμενά μου δεν περνούν στην τυπωμένη «αιωνιότητα». Ίσως το προτιμώ. Τελευταία έχουμε υποτιμήσει το παροδικό, το φευγαλέο, είναι όμορφο αυτό που το σβήνει το κύμα του χρόνου, που το σαρώνει η δύναμη της στιγμής. Είναι όμως φορές που το αποφασίζω, και παίρνω στυλό και χαρτί. Όπως στην περίπτωση του Μέντιουμ.
Μια πόλη. Ένα μέντιουμ. Μια πρόβλεψη. Ένα κακό που παραμονεύει. Πόσο αιφνιδιαστικά εύκολα χάνουμε την ανθρωπιά μας σε μια ώρα κρίσης; Τι θα προτιμήσουμε: να πεθάνουμε, όπως έγραφε ο Φόρστερ, μαζί τους φίλους μας, με την οικογένειά μας, ή για κάποιο «δόγμα», όπως κι αν εννοείται αυτό;
Ποιος είναι ο συμβολισμός του έργου, τι ήθελες να πεις ή να μοιραστείς με τους αναγνώστες; Ποια βιώματα οδηγούν στο Μέντιουμ; Υπάρχουν σαφέστατες αναφορές αλλά και προβολές στην κατάσταση που βιώσαμε με την πανδημία (covid-19), αλήθεια πόσο εύκολο είναι ακόμα και τώρα να βγούμε να πούμε ότι δεν περάσαμε όλοι «καλά» και δεν ήμασταν όλοι «ασφαλείς» στα σπίτια μας;
Όπως λες, το Μέντιουμ αναφέρεται στην περίεργη αυτή περίοδο που ζήσαμε, η οποία στο βιβλίο με απασχολεί κυρίως όσον αφορά την κοινωνική της διάσταση. Η πρωτόγνωρη αυτή κατάσταση στην οποία βρεθήκαμε με σημάδεψε βαθιά και με έχει προβληματίσει. Αυτό που εξετάζω, σχολιάζω και κατακρίνω είναι η αποδοχή της παράδοξης αυτής κοινωνικής συνθήκης. Το πώς η συνθήκη του φόβου διέλυσε μέσα σε μια μέρα, με πρωτοφανή στην ιστορία της ανθρωπότητας τρόπο και μεθοδολογία, τον ιστό της κοινωνίας μας. Η φράση «Κρατάμε αποστάσεις» που έπαιζε παντού, ακόμα και στα μεγάφωνα των (ασφυχτικά γεμάτων) συρμών, για μένα είναι ένα από τα πιο τρομαχτικά πράγματα που έχω ακούσει, ιδίως όταν έφτανε στα αυτιά των παιδιών. Το πώς μας καλούσε τόσο δυστοπικά, με τόσο κυνική, ψυχρή αμεσότητα να διαρρήξουμε την ανθρώπινη φύση μας. Το φαινόμενο αυτό πήρε ασύλληπτες για μένα διαστάσεις: κοιτάγαμε πλέον τον συνάνθρωπο όλο καχυποψία, μετράγαμε αποστάσεις, αποστρέφαμε το μάγουλο στο φιλί του παιδιού μας, αφήσαμε τους γέρους γονείς να πεθάνουν μόνοι και έντρομοι, αφήσαμε τους γέρους γονείς μας να θαφτούν σε κοινούς τάφους, αποφασίσαμε ότι κάποιοι συνάνθρωποι είναι μολυσματικοί και τους απαγορέψαμε να συγχρωτίζονται μαζί μας στα θεάματά μας, στα μουσεία μας, παντού, τους απαγορέψαμε για χρόνια να πηγαίνουν στη δουλειά τους. Άκουσα φριχτά πράγματα, όπως όταν δε σώζανε ένα παιδάκι από πνιγμό γιατί δίσταζαν να του κάνουν το φιλί της ζωής. Μια ολοκληρωτική ήττα των αλτρουιστικών συναισθημάτων, τα οποία κατατροπώθηκαν από το ένστικτο του φόβου. Μια πόλωση της κοινωνίας με όρους Μεσαίωνα. Ο φόβος μας απέκτησε σχεδόν μαγικές διαστάσεις και όλα, αν το καλοσκεφτείς, άρχισαν να λειτουργούν με έναν τρόπο ανάλογο των ιερατείων. Κι έτσι ξεκίνησα να γράφω το Μέντιουμ.
Και τελικά πόσο εύκολο είναι να παραμείνεις υγιής σε μια κοινωνία άρρωστη; Πώς βιώνεις αυτή την «μεταπανδημική» περίοδο;
Αυτό που περισσότερο με αιφνιδίασε και με ανησύχησε ήταν το πόσο γρήγορα και εύκολα αποδεχτήκαμε και προσαρμοστήκαμε σε όλο αυτό, ειδικά στη χώρα μας. Διότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπήρξαν, αργά ή γρήγορα, λίγο ή πολύ, αντιδράσεις. Και φυσικά πόσο εύκολα ξεχνάμε. Δυστυχώς οι πολίτες της χώρας μας αποδέχονται τα πάντα, από το πιο μικρό, έως το πιο μεγάλο. Από το να μην έχεις πεζοδρόμια και να βγαίνουν οι μανάδες με τα καρότσια των μωρών στο δρόμο, από τις υποκριτικές ράμπες αναπήρων, από το να χάνονται συνάνθρωποί μας, από το να καίγονται χιλιάδες στρέμματα της υπέροχης φύσης μας, από…, από… Και το μόνο που κάνουμε είναι να πούμε 2–3 αγανακτισμένα σχόλια στην παρέα μας και έπειτα κοιτάμε από την άλλη και συνεχίζουμε αδιάφοροι, σαν να μην έγινε τίποτα. Άντε, ίσως και να εισπράξουμε κάνα ρουσφέτι ή κάνα επίδομα. Το ίδιο έγινε και με την «μεταπανδημική» περίοδο. Είναι σαν μην αντιλήφθηκε κανείς τίποτα για τις «παράπλευρες απώλειες», δεν ενδιαφέρθηκε κανείς για το πόσοι άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους, πόσοι μοναχικοί άνθρωποι αποκλεισμένοι για μήνες στα σπίτια τους έχασαν τα μυαλά τους, πώς αυξήθηκαν αλματωδώς οι αυτοκτονίες, ειδικά στους εφήβους, και τι να πρωτοπώ. Κατά τα άλλα είμαστε και ήμασταν όλοι «ασφαλείς». Και έχεις δίκιο, μια κοινωνία απαθής είναι μια κοινωνία άρρωστη. Παρατηρώ μια μαζικότητα έναντι στη συλλογικότητα. Μια κοινωνία ναρκισσιστική, αυτιστική, όπου η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία έχει διοχετεύει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και έχει εκφυλιστεί στα πόσα like θα έχει ο καθένας μας. Έχουμε αφήσει (και έχουμε βολευτεί;) τα παιδιά και τους εφήβους να αποχαυνώνονται αδιάκοπα με ευτελείς εικόνες και βιντεάκια, χαμηλότατου πνευματικού επιπέδου, που ήδη μέσα σε λίγες μέρες έχουν παλιομοδίσει, και το αποτέλεσμα είναι να έχουμε νέους χωρίς παρελθόν, σχεδόν χωρίς οράματα και μέλλον, σχεδόν χωρίς ενδιαφέροντα, που στο μυαλό τους ακόμα και ο έρωτας κοντεύει να γίνει ένας αυτοματισμός. Οπότε, όπως και να το δω, είμαι πάρα πολύ απαισιόδοξη.
Πέρα από την δημιουργική σου διαδικασία και με αφορμή και το Μέντιουμ, πόσο σημαντική είναι η επαφή μεταξύ μας; Προσθέτοντας και τον στίχο του Νικόλα Άσιμου «με τους ανθρώπους ζητάς επαφή μα έχει σπάσει κι αυτή η κλωστή»;
Το πρώτο μου βιβλίο το είχα αφιερώσει στο δώρο της ανθρώπινης επαφής. Είναι ό,τι πιο σημαντικό από την πρώτη κιόλας στιγμή της γέννησής μας. Όλοι αυτήν αποζητάμε, εξού και η ασύλληπτη επιτυχία των κινητών τηλεφώνων και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που εκμεταλλεύονται ακριβώς αυτή τη δίψα του ανθρώπου για επαφή. Απ’ αυτήν την ανάγκη προκύπτει η σύγχρονη μανία, η υστερία τού να είμαστε συνεχώς «συνδεδεμένοι», το άγχος μην ξεμείνουμε από data. Αλλά φυσικά όλη αυτή η κοινωνικότητα είναι εικονική, η κλωστή κοντεύει να σπάσει. Ας αφήσουμε όλοι τις οθόνες μας, τους ψεύτικους ψηφιακούς «φρεντς», ας αφήσουμε τις οπιούχες τηλεοπτικές σειρές που μας κρατούν αποχαυνωμένους στον καναπέ μας, και να βγούμε έξω με έναν, δύο, δέκα φίλους με σάρκα και οστά, να τα πούμε, να τα πιούμε, να κουβεντιάσουμε, να καβγαδίσουμε, να ερωτοτροπήσουμε.
Αλήθεια, γράφεις κάτι αυτή την ζοφερή από κάθε άποψη, (πέραν των όσον αναφέραμε, είσοδος ακροδεξιών στην βουλή και πολλά πολλά άλλα) περίοδο ή να περιμένουμε κάποια μετάφρασή σου; Να πω εδώ πολλά συγχαρητήρια για την μετάφραση των διηγημάτων Μύχιες καταστροφές της Κριστίνα Πέρι Ρόσι που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Έχω ιδέες, αλλά «αυτοματαιώνομαι». Πώς να δημιουργήσεις όταν συμβαίνουν όλα αυτά τα ζοφερά γύρω μας; Με γαρύφαλλο ή με σπαθί;, όπως αναρωτιόταν και ο ποιητής Ραφαέλ Αλμπέρτι. Όσον αφορά τις μεταφράσεις, ναι έχω στο νου μου κάποια ωραία πράγματα που θέλω να κάνω. Και φυσικά είμαι πανευτυχής για την Πέρι Ρόσι, ήταν μεγάλη μου επιθυμία να τη μεταφράσω και να τη γνωρίσω στο ελληνικό κοινό. Ευχαριστώ πολύ, Βαγγέλη, για τις τόσο ενδιαφέρουσες ερωτήσεις σου και που φιλοξένησες το Μέντιουμ στο Extreme Ways.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου