γράφει η Χριστίνα Οικονομίδου | Facebook,
Πέμπτη 21 Μαΐου 2020 »»
Διαβάζοντας τις Ιστορίες από την άλλη όχθη του Γιώργου Πολυμενάκου, μέσα μου αισθανόμουν τις απανωτές εκρήξεις αναμνήσεων κι αισθήσεων που κορυφώθηκαν, θαρρείς, κλείνοντας το βιβλίο, σ’ ένα Μπιγκ Μπανγκ, που όμως αντί να δημιουργήσει κάτι νέο και απρόσμενα φουτουριστικό, επανατοποθέτησε τον κόσμο στα «παπούτσια» του.
Θέλω να πω, τίποτα δεν διεγείρει τη μνήμη περισσότερο από τις ίδιες τις αισθήσεις. Και στις αφηγήσεις του Γιώργου Πολυμενάκου είναι όλες εκεί: Από την όσφρηση (του φρέσκου ψωμιού, που πράγματι κάποτε το μισόκιλο ήταν όντως μισόκιλο, κι ώσπου να φτάσουμε στο σπίτι είχε μείνει το μισό του μισού, μ’ επίγνωση ότι θ’ ακούσουμε τα «σχολιανά» μας – δική μου ανάμνηση αυτή η τελευταία) ως την αφή, τη γεύση, την ακοή και την όραση.
Όλες ανεξαιρέτως οι αισθήσεις ήταν και είναι οι πρώτες και οι μοναδικές πύλες των αισθημάτων εντός μας. Κι οι ιστορίες του Πολυμενάκου κατακλύζονται απ’ αυτές τις αισθήσεις.
Παρ’ ότι γραμμένο ανυποψίαστα, πολύ προ κορονοϊού, νομίζω πως το βιβλίο του Πολυμενάκου είναι τόσο φορτισμένο από γήινες απολαυές και οδύνες που ακόμα και οι πολύ νεότεροι – εκείνοι, εννοώ που θεωρητικά δεν έδιναν ως τώρα βάση σ’ όλ’ αυτά – εξαιτίας ακριβώς αυτής της απροσδόκητα πανανθρώπινης συνθήκης του αδιανόητου φόβου οποιασδήποτε φυσικής επαφής και ροής της καθημερινότητας, ενδεχομένως θα συγκινηθούν και ίσως να συλλάβουν ότι ένα βήμα πριν είναι κάποτε ένα βήμα μπροστά, κι ότι ο εκφυλισμός της πραγματικής πραγματικότητας δεν είναι μονόδρομος.
Ανυπομονώ να γλείψω αλάτι απ' το μπράτσο μου και σας περιμένω – αμήν και πότε – στην άλλη όχθη του ονείρου.
Πέμπτη 21 Μαΐου 2020 »»
Διαβάζοντας τις Ιστορίες από την άλλη όχθη του Γιώργου Πολυμενάκου, μέσα μου αισθανόμουν τις απανωτές εκρήξεις αναμνήσεων κι αισθήσεων που κορυφώθηκαν, θαρρείς, κλείνοντας το βιβλίο, σ’ ένα Μπιγκ Μπανγκ, που όμως αντί να δημιουργήσει κάτι νέο και απρόσμενα φουτουριστικό, επανατοποθέτησε τον κόσμο στα «παπούτσια» του.
Θέλω να πω, τίποτα δεν διεγείρει τη μνήμη περισσότερο από τις ίδιες τις αισθήσεις. Και στις αφηγήσεις του Γιώργου Πολυμενάκου είναι όλες εκεί: Από την όσφρηση (του φρέσκου ψωμιού, που πράγματι κάποτε το μισόκιλο ήταν όντως μισόκιλο, κι ώσπου να φτάσουμε στο σπίτι είχε μείνει το μισό του μισού, μ’ επίγνωση ότι θ’ ακούσουμε τα «σχολιανά» μας – δική μου ανάμνηση αυτή η τελευταία) ως την αφή, τη γεύση, την ακοή και την όραση.
Όλες ανεξαιρέτως οι αισθήσεις ήταν και είναι οι πρώτες και οι μοναδικές πύλες των αισθημάτων εντός μας. Κι οι ιστορίες του Πολυμενάκου κατακλύζονται απ’ αυτές τις αισθήσεις.
Παρ’ ότι γραμμένο ανυποψίαστα, πολύ προ κορονοϊού, νομίζω πως το βιβλίο του Πολυμενάκου είναι τόσο φορτισμένο από γήινες απολαυές και οδύνες που ακόμα και οι πολύ νεότεροι – εκείνοι, εννοώ που θεωρητικά δεν έδιναν ως τώρα βάση σ’ όλ’ αυτά – εξαιτίας ακριβώς αυτής της απροσδόκητα πανανθρώπινης συνθήκης του αδιανόητου φόβου οποιασδήποτε φυσικής επαφής και ροής της καθημερινότητας, ενδεχομένως θα συγκινηθούν και ίσως να συλλάβουν ότι ένα βήμα πριν είναι κάποτε ένα βήμα μπροστά, κι ότι ο εκφυλισμός της πραγματικής πραγματικότητας δεν είναι μονόδρομος.
Ανυπομονώ να γλείψω αλάτι απ' το μπράτσο μου και σας περιμένω – αμήν και πότε – στην άλλη όχθη του ονείρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου