22.1.20

Το εκεί, το αλλού και το μετά δεν είναι κατ’ ανάγκη ζήτημα γεωγραφικής τοποθέτησης

γράφει ο Τάκης Γεράρδης* | fractal,
Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020 »»

Ιστορίες από την άλλη όχθη του Γιώργου Πολυμενάκου, εκδόσεις Απόπειρα 2019


Με το Γιώργο Πολυμενάκο έχουμε πολλά κοινά όπως το ότι είμαστε ισοϋψείς, μεγαλώσαμε κι οι δυο σε φτωχικές συνοικίες που βρίσκονται στην κακιά όχθη του αρχαίου αλλά στεγνού πλέον ποταμού και ακόμη πως στιχουργικές μας δουλειές έχει μελοποιήσει ο φίλος τραγουδοποιός Πέτρος Συνοδινός.

Κι αν για μένα οι στιχουργικές απόπειρες υπήρξαν πάντα ένα λογοτεχνικό πάρεργο για τον Γιώργο ήταν πολλά παραπάνω. Γιατί και περισσότερα και καλύτερα τραγούδια έγραψε. Τραγούδια με τρυφεράδα, διεισδυτικά, με δουλεμένη ομοιοκαταληξία, με προβληματισμό για τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, τραγούδια ερωτικά, κοινωνικά και γλυκύτατα. Αυτά όμως ξεκίνησαν κάπου κοντά στο 1998, όπου και είχαμε γνωριστεί, κατόπιν ο καθένας μας χάθηκε σε δικές του ασχολίες, ύστερα έρχεται στη ζωή μας το ΦΒ, και ο Γιώργος, πάντα ανήσυχος καλλιτεχνικά, στήνει την ιστοσελίδα  texni.org κι εγώ συμμετέχω με κάποια διηγήματά μου, ώσπου μαθαίνω πως κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ το βιβλίο του Ιστορίες από την άλλη όχθη.



Σε όλους μας είναι ορατός ο ταξικός διαχωρισμός της Αθήνας, το απόλυτο κόψιμό της σε δύο κομμάτια με σύνορο τον Κηφισό. Το είχαν επισημάνει οι Πυξ Λαξ, οι οποίοι με τον Μάνο Ξυδού να έχει μεγαλώσει στους Αγίους Αναργύρους – μερικοί υπήρξαμε και συμμαθητές του στο Γυμνάσιο – είχαν στήσει ακριβώς πάνω στις όχθες του Κηφισού το μαγαζί «Δίπλα στο ποτάμι» εγώ εν τω μεταξύ είχα γράψει το τραγούδι «Πόλη, μαζί σου τυραννιέμαι», που ο Πέτρος Συνοδινός το έκανε ροκ ζεϊμπέκικο κι έρχεται τώρα η παρούσα συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Πολυμενάκου να ξανανοίξει το ζήτημα που, όπως διαβάζουμε σε ένα αφήγημα του βιβλίου, είχε θέσει κι ο Αλκίνοος Ιωαννίδης: «Θα έρθω, Γιώργο, να παίξω στο μαγαζί σου, αλλά δεν ξέρω πού είναι το Πέραμα!»

Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά τα πράγματα. Στο αφήγημα «Κόντρα» μαθαίνουμε για ένα μαγαζί στο Πέραμα που ο Γιώργος Πολυμενάκος έστησε και που έπαιζε ψαγμένη λάιβ μουσική. Ο ντι τζέι Μήτσος, φρόντιζε με αυταπάρνηση και μεράκι τα του ήχου, το αφεντικό συντόνιζε και πλήρωνε, ο κόσμος τις καθημερινές ήταν άφαντος. Μόνο από ένα διπλανό καφενείο, καφενείο και ουζερί, καφενείο και χαρτοπαικτική λέσχη ήρθε μια Δευτέρα μια παρέα η οποία παράγγειλε ένα μπουκάλι ακριβό και σπέσιαλ ουίσκι για να πιουν, παράγγειλε στον Ντι Τζέι Μήτσο να τους βάλει Ζαφείρη Μελά ν’ ακούσουν, ο Μήτσος όμως είχε τις κόκκινες απαγορευτικές, μουσικές του γραμμές, εκείνη τη μέρα κι εκείνη την ώρα έπαιζε Πινκ Φλόυντ και στο Βίντεο Γουόλ προβάλλονταν αντίστοιχες συγκλονιστικές εικόνες συναυλιών τους, ώσπου η παρέα των γειτόνων έρχεται και την επόμενη Δευτέρα στο μαγαζί, ξαναπαράγγειλε ένα μπουκάλι με σπέσιαλ και ακριβό ουίσκι και με φυσικό τρόπο απαίτησε να ακούσει και να δει Πινκ Φλόυντ! Αλλά η περιορισμένη πελατεία ώθησε το Γιώργο να ζητήσει βοήθεια από το φίλο του Αλκίνοο για να μαζευτεί κόσμος. Κι ο Αλκίνοος είπε ευχαρίστως θα έρθω, μόνο που δεν ξέρω πού πέφτει το Πέραμα!

Τι είναι όμως το Πέραμα; Θα τολμήσω να πω μια λέξη γλωσσοδέτη που την ακούγαμε παλιά από το ραδιόφωνο όταν εκεί στο Πέραμα ακόμη υπήρχε ζωή και μάλιστα συχνά οι εργάτες της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης Περάματος έκαναν μαχητικές απεργίες. Για μένα αυτό ήταν το Πέραμα, μια εργατούπολη, κοντά στον σκουπιδότοπο του Σχιστού, με κατοίκους φτωχούς αλλά μαχητές. Ήταν ένας τόπος εργατών που δούλευαν σε σκληρές συνθήκες κόντρα στο εφοπλιστικό κεφάλαιο και κόντρα στις κυβερνήσεις που σιγοντάριζαν υπέρ των συμφερόντων των πλουσίων. Στο παρόν βιβλίο όλα αυτά ζωντανεύουν. Βλέπουμε μια οικογένεια πάμφτωχων ανθρώπων με έναν πατέρα δεξιό και Εθνικόφρονα μεν, που όμως έχει τις αρχές του, έχει και την καυτή και ουσιαστική προτεραιότητα να στεγάσει την οικογένειά του, να στήνει μια παράγκα σε μια πλαγιά του βουνού και να πασχίζει να γίνουν καλύτερες οι σκληρές συνθήκες διαβίωσης.

Τα αυτοβιογραφικά αφηγήματα του βιβλίου είναι απόλυτα ειλικρινή. Χωρίς ιδιαίτερα λογοτεχνικά στολίδια φανερώνουν την αλήθεια τους ξεκινώντας από τα πολύ φτωχικά χρόνια της οικογένειας στο Πέραμα και καταλήγουν στην σημερινή εποχή, την εποχή της οικονομικής τακτοποίησης και του άλματος. Στο πρώτο αφήγημα έχουμε ένα παιδί έξι ετών να παρακολουθεί έντρομο την μετοίκηση στο νέο  «σπίτι» στην παράγκα και προς το τέλος βλέπουμε αυτό το παιδί να είναι πατέρας και να βγαίνει με τον έφηβο γιο του για ποτό και συζήτηση. Ακαταστάλακτος ο γιος λόγω ηλικίας, ακαταστάλακτος  κι ο πατέρας λόγω πάγιων ανησυχιών του. Κι ενδιάμεσα παρεμβάλλονται η αναπόληση, η νοσταλγία, η στωικότητα και το χιούμορ πότε ορατά, άλλοτε υποδόρια.

Ο τρόπος γραφής του Πολυμενάκου είναι περίεργος και απόλυτα ιδιότυπος. Ακόμη και σε πολύ σοβαρά θέματα που περιγράφει σαν αφηγητής, το χιούμορ, ο σαρκασμός και κυρίως ο αυτοσαρκασμός κυριαρχούν και βγαίνει πολύ γέλιο. Που όμως εύκολα το γέλιο μπορεί να παγώσει στα χείλη σου, γιατί πάντα κι οι πιο αστείες υποθέσεις στα εξιστορούμενά του κρύβουν μια σοβαρή και ίσως μια τραγική πλευρά. Κι όταν το γέλιο σταματά πιθανόν να μείνει μια στιφάδα στο στόμα.

Διαβάζοντας τα διηγήματά του παρατηρείς μια τολμηρή αυτοκριτική θεώρηση, λάθη σε εκτιμήσεις που ο ίδιος έχει κάνει δεν φορτώνονται σε άλλον, «αυτό λέγεται έλλειψη ταυτότητας» αναφέρει κάπου για μια λανθασμένη επιχειρηματική του απόφαση, συγκρατείς την εικόνα κάποιου που κοιτάζει εξεταστικά απλά και συνηθισμένα πράγματα με προσεκτικό όμως τρόπο. Και δύσκολα καταλαβαίνεις αν τα μάτια που κοιτάζουν τον κόσμο γύρω από τον αφηγητή είναι μάτια παιδικά και αθώα ή μάτια ενός σοφού και οξυδερκούς παρατηρητή που σχολιάζει την απλή καθημερινότητα αναμοχλεύοντας το παρελθόν, όπως αναμοχλεύουμε τα αναμμένα ξύλα στο τζάκι για να τονώσουμε τη φωτιά.

Ο ιδιότυπος τρόπος γραφής με τις μικρές προτάσεις, τις σύντομες εικόνες που μεταξύ τους δένονται, την χωρίς λογοτεχνικούς καλλωπισμούς παράθεση των τόπων που διαδραματίζονται οι ιστορίες, και με αδιαφορία για λυρικές περιγραφές, δίνουν μια γοργότητα κι έναν χορευτικό ρυθμό στην ανάγνωση. Τα διηγήματά του έχουν κάτι το σύντομο, δεν θα δούμε πλατειασμούς, γι αυτό συνήθως έχουν τη μορφή ενός υπαινιγμού, ενός «άλλου» που υπονοείτε χωρίς να κατονομαστεί. Η επιρροή του από την πολυετή στιχουργική του ενασχόληση είναι φανερή. Σε ένα τραγούδι πρέπει με ένα δυο κουπλέ και το ρεφρέν να πεις τα πάντα. Ο Πολυμενάκος αποφεύγει τις βαρύγδουπες εκφράσεις, αυτό που δείχνει να τον ενδιαφέρει είναι το σχόλιό του να κυριαρχήσει σε μια μικρή ή μεγάλη περιπέτεια, έχω την αίσθηση πως γι αυτόν όλα είναι ένα καλοτραγουδισμένο ρεφραίν. Δεν απέχει και πολύ αν πούμε πως ο Πολυμενάκος στιχουργεί και σε πεζό λόγο.

Η πλοκή κρύβει πάντα κάτι αναπάντεχο. Διαβάζεις και δύσκολα ανακαλύπτεις τον ήρωα, πιο δύσκολα εικάζεις το τέλος της αφήγησης. Υπάρχει ένα παιχνιδιάρικο ύφος, κάποιες επαναλήψεις που συνηθίζει επιτείνουν αυτό τον χορό εικόνων και λέξεων, μας βοηθούν να ταυτιστούμε με τα πρόσωπα των αφηγημάτων και την ειλικρίνειά τους. Η φτώχεια μπορεί να αποτελεί στο σήμερα του αφηγητή μια σημαντική ανάμνηση, όμως δεν είναι πληγή, δεν κρύβεται, δεν εξωραΐζεται, δεν αποσιωπάται. Οι ματιές στα παιδικά χρόνια της στέρησης και της αναζήτησης του σπάνιου χαρτζιλικιού – ένα πενηνταράκι την Κυριακή κι αυτό αν περίσσευε – είναι τρυφερές και κάπου κρύβουν μια υπερηφάνεια. Τα μάτι του Πολυμενάκου πέφτει δήθεν τυχαία ή αδιάφορα σε κάτι κι αυτό αμέσως μετά αποδομείτε. Θα έλεγα, εν κατακλείδι, πως διαβάζοντας κάποιες ιστορίες νοιώθουμε μια ζεστή ματιά πάνω στα φτωχικά κατάλοιπα του παρελθόντος. Όμως συχνά η σκέψη του γίνεται και στοχαστική. «Το εκεί, το αλλού και το μετά δεν είναι κατ’ ανάγκη ζήτημα γεωγραφικής τοποθέτησης» σημειώνει κάπου γράφοντας ένα αφήγημα σχετικό με την νεολαιίστικη επαναστατικότητα και την τάση των νέων να θέλουν να ξεφύγουν από την οικογένεια, το σχολείο και την κοινωνία.

Ας σταθούμε όμως λίγο στο βιβλίο για να καταλάβουμε την ατμόσφαιρά του. Θα ήταν κουτό εκ μέρους μου να σας παραθέσω τώρα, όλες τις σημειώσεις από όσα με ερέθισαν. Θα είναι σα να ξεκινάει ένα καλό τραγούδι από την κορύφωσή του, από το ρεφρέν του. Μόνο λίγα κι αυστηρώς επιλεγμένα αποσπάσματα θα παραθέσω για να μπείτε στην ατμόσφαιρα.

 Σε ολόκληρη την πόλη ακούγεται μέρα νύχτα, ο ήχος από τα ματσακόνια, τις ηλεκτροσυγκολλήσεις, και τις οξυγονοκολλήσεις, ο θόρυβος από τις ηλεκτρομηχανές των καραβιών και τα ουρλιαχτά από τις μηχανές αμμοβολής. Τώρα, αν εσείς θεωρείται ότι όλα αυτά δεν προκαλούν την αντίδραση της θάλασσας, τους αναστεναγμούς της, δεν ξέρω τι άλλο να σας πω και πάω πάσο.

Θάλασσα στο Πέραμα που στενάζει αλλά και θάλασσα λεηλατημένη όπως λέει σε άλλο διήγημά του, γιατί το Πέραμα είναι παραθαλάσσια πόλη, που όμως οι κάτοικοί τους τη θάλασσα δεν την βλέπουν. Μόνο την ακούνε, την μυρίζονται και την φαντάζονται. Οι παραθαλάσσιες βιομηχανικές εγκαταστάσεις ορθώνονται απόλυτα μπρος στα μάτια τους.

Και ποιος δεν έχει κάνει τη διαπίστωση πως το ελαφρύ θα ανέβει και το βαρύ θα πέσει. Ανεξάρτητα από τα ονειροπολήματά μας η ζωή είναι ισοπεδωτική και ανελέητη. Η εξέλιξη και η ισχύς των χρημάτων επιβάλλουν νέους τρόπους ζωής, αφανίζουν τα ρομαντικά στοιχεία.

 Και αποχωρώ θριαμβευτικά, αλλά το ξέρω μέσα μου ότι αυτή η μικρή νίκη, αυτή η άθλια μικρή ικανοποίηση που νοιώθω, δεν μπορεί να αλλάξει την ισχύ του εμπειρικού νόμου που λέει ότι στο ποδόσφαιρο αλλά και στη ζωή, στο τέλος νικάνε πάντα οι Γερμανοί.

Ο Γιώργος σε ένα του αφήγημα μας κάνει να νοσταλγήσουμε καθώς θυμίζει σε εμάς τους μεγαλύτερους μια συνηθισμένη εικόνα από το παρελθόν, τότε που το ένα κιλό ψωμί έπρεπε να είναι ακριβώς ένα κιλό. Σήμερα για πολλούς και ακατανόητους λόγους αυτό δεν γίνεται. Και μαζί με το κομμάτι του ψωμιού που χάνουμε καθημερινά, χάθηκε κι η ακόλουθη εικόνα:

… η χοντρή φουρνάρισσα ζύγιζε τη φρατζόλα και υπό το άγρυπνο βλέμμα μου έκοβε μια επί πλέον φέτα για να συμπληρώσει τα γραμμάρια που έλειπαν.

Τέλος στο βιβλίο υπάρχουν και στοχασμοί βαθύτεροι, όπως ας πούμε η εν τάχει συνόψιση και απλοποίηση σύγχρονων σκοτεινών φιλοσοφικοεπιστημονικών στοχασμών. Αλλά και το ακόλουθο:

…Έχοντας αυτή την ερώτηση να σφυροκοπάει μέσα στο μυαλό μου, σήκωσα το κεφάλι ψηλά, προς τον ουρανό, σα να περίμενα ότι θα βρω κάποιον ή κάτι να μου δώσει μια απάντηση. Αλλά δεν υπήρχε τίποτε…

Θα ήθελα να κάνω κι ένα σύντομο σχόλιο για τα δυο μικροδιηγήματα της Μαρίας Πολυκανδριώτη που συνυπάρχουν και κλείνουν το βιβλίο. Εντελώς διαφορετικού ύφους, τα διηγήματα του Γιώργου Πολυμενάκου είναι ανοιχτά και εύκολα προσεγγίζονται, τα διηγήματα της Μαρίας είναι κλειστά και περισσότερα υπονοούν παρά λένε, αποτελούν όμως ένα απαραίτητο τμήμα που ολοκληρώνουν κάποιο όμορφο παζλ. Τα δυο αφηγήματα της δασκάλας συζύγου του Γιώργου στη συλλογή αποτελούν ένα χρήσιμο και τρυφερό στολίδι.

«Επειδή ντρεπόταν αυτό το ρολόι, διάλεξε την κλινική από το μουρδέλο ή τα κωλόμπαρα που ήταν οι άλλες της επιλογές όταν ήρθε στην Ελλάδα» σημειώνει στο πρώτο διήγημά της «Το άλογο» για μια μετανάστρια που δουλεύει σαν αποκλειστική νοσοκόμα. Και πιο κάτω ο άλογο πληγωμένο χάνει σιγά σιγά την ομορφιά του, γίνεται μια ανοιχτή πληγή πάνω στο σώμα μας.

Τίποτε. Στη θέση του αλόγου τώρα μια ανοιχτή πληγή που αιμορραγούσε και έζεχνε, με λίγο θαμπό μελάνι στις άκρες της.

Στο δεύτερο διήγημα «Το κάταγμα» που διαδραματίζεται σε μια ψυχιατρική κλινική γράφει:

Μη στενοχωριέσαι, μου είπε ο Χρήστος, που είχε σταματήσει να τραγουδάει. Κάταγμα είναι. Όλοι εδώ κάταγμα έχουμε.

Κλείνοντας θα πω πως οι ζωές των ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις πάντοτε ήταν χωρισμένες. Αλλού κατοικούν οι πλούσιοι, αλλού οι φτωχοί. Οι πλούσιοι επιλέγουν για κατοικία υγιεινά μέρη, με πράσινο και ησυχία, οι φτωχοί στοιβάζονται όπου βρουν πιο πρόχειρα, χωρίς να διαλέξουν, χωρίς να μπορούν να ψιλοκοσκινίσουν τις καταστάσεις. Στην Αθήνα έτυχε το πανάρχαιο ποτάμι, ο Κηφισός, με το πέρασμα του χρόνου, να κόψει την πόλη σε δυο τμήματα, έτυχε να αποτελεί ένα άτυπο μορφολογικό σύνορο. Ταυτόχρονα χώρισε και τους ανθρώπους, αλλού οι πλούσιοι και τακτοποιημένοι, αλλού η πλέμπα. Όσο κι αν ακουστεί παράξενο θα σημειώσω πως υπάρχουν Αθηναίοι που δεν έτυχε ποτέ στη ζωή τους να έχουν διαβεί αυτά τα άτυπα σύνορα, ποτέ δεν βρέθηκαν στο Κερατσίνι, στη Νίκαια, στο Αιγάλεω, στο Περιστέρι, στην Πετρούπολη ή στους Αγίους Αναργύρους. Εγώ γνώρισα κάποιους. Δεν είχαν δουλειές στις από εδώ περιοχές να κάνουν, και ανάμεσα στα εκατομμύρια κατοίκων αυτών των περιοχών δεν είχαν συγγενείς, κουμπάρους ή φίλους. Όμως αυτό το σύνορο πολύ συχνά καταλύεται γιατί η ζωή έχει δικούς της τρόπους για να στήνει γέφυρες, πολλοί τις εντοπίζουν και περνούν απέναντι. Κάποιοι άλλοι επιλέγουν να μείνουν εδώ, στην άλλη όχθη.

_____________
Ο Τάκης Γεράρδης είναι συγγραφέας.

1 σχόλιο:

Blogger είπε...

As claimed by Stanford Medical, It is really the SINGLE reason this country's women live 10 years more and weigh 19 kilos lighter than us.

(Just so you know, it has absoloutely NOTHING to do with genetics or some secret-exercise and really, EVERYTHING to related to "how" they eat.)

BTW, What I said is "HOW", and not "what"...

Tap on this link to reveal if this little test can help you discover your true weight loss possibilities