γράφει ο Γιάννης Αντιόχου |
Φρέαρ, τχ. 25,
Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019
»»
Χριστίνα Οικονομίδου,
Μ’ έναν χορό στο στόμα,
Απόπειρα, Αθήνα 2019.
Κάθε φορά που πρέπει να σχολιάσω κριτικά ένα βιβλίο της
Χριστίνας Οικονομίδου, το μόνο που σκέφτομαι είναι πως θα την απογοητεύσω, προσπαθώντας να εφαρμόσω τα ίδια σκληρά κριτήρια που εφαρμόζω και στη δική μου ποίηση. Είναι πρόδηλο: αλληλοεπηρεαζόμαστε γιατί για μένα η ποίηση της
Χριστίνας Οικονομίδου συντίθεται μέσα σε πλαίσια αυτοναφορικότητας που όμως εκείνη καταφέρνει, κάνοντας κλωστές και νήματα τους στίχους και τις λέξεις της, να αίρει ποιήματα μετεωρίτες μέσα σ’ ένα ολοκληρωμένο ποιητικό σύμπαν.
Για αυτό και μιλάω για την
Οικονομίδου πάντα με πολύ μεγάλο σεβασμό και βέβαια αισθητικά, γιατί καλώς ή κακώς ποιητής είμαι και όχι κριτικός — δηλαδή υιοθετώ το δόγμα πως στερούμαι των εργαλείων ενός φιλολόγου ή ενός σχετικού με τη δομή και την ανάλυση της γραφής. Είναι όμως τόση η αγάπη μου για αυτήν την ποιητική που ξεδιπλώνει σε κάθε βιβλίο της κι όχι η ανάγκη μου να καταδείξω στο αναγνωστικό ποιητικές επιδράσεις, διακείμενα, που πάντα υποκύπτω σε μια είδους εξομολογητική θεώρηση. Εξάλλου, όταν κάποιος έχει δομημένη φωνή φανερώνει τα διακείμενά του στον αναγνώστη γιατί τα έχει κατακτήσει και η
Χριστίνα Οικονομίδου αυτό το κάνει, τουλάχιστον φανερά, στα τελευταία τρία της βιβλία.
Καμία λοιπόν αγωνία επίδρασης δεν έχει η ποιήτρια, όπως και καμία ονοματοφιλία. Τα τελευταία χρόνια έχουμε συνηθίσει να επιβραβεύονται όσοι πίνουν καφέ με τον Κάφκα, στο καφέ του Κάφκα, στη γιάφκα του Κάφκα και τελικά, χάριν αστειότητας ας πω πως έχουν πιει τους καφέδες στο μαγαζάκι της γωνίας. Σημειώνω πως ήθελα να γράψω πως ο μόνος καφές που ήπιαν ήταν με την υπηρέτρια του Κάφκα που όμως αφού το ζύγισα, ευρέθη ως μη πολιτικά ορθό και αναιρέθηκε. Αφού η υπηρέτρια μπορεί να είναι ανώτερη από τον Κάφκα. Όμως στη ζωή μου έμαθα να εργάζομαι μόνο με τεκμήρια και για αυτό εξετάζω την πραγματολογική ορθότητα ακόμα και στα ποιήματα.