Συνέντευξη στη Μαρία Λιάκου |
Fractal,
Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018
»»
Η Ειρήνη Σταματοπούλου γεννήθηκε και ζει στον Πειραιά. Ιστορικός και θεωρητικός του κινηματογράφου, έχει διδάξει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Πανεπιστημίου Αθηνών, και στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Διδάσκει στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Παντείου Πανεπιστημίου «Επικοινωνία και Ρητορική των Μέσων». Κυκλοφορούν τα θεωρητικά βιβλία της «Ο ρομαντικός ήρωας στον κινηματογράφο», «Θεολογία και μυστικισμός στον σύγχρονο αμερικανικό κινηματογράφο» και «Το σημείο του σταυρού». «Ο κανόνας του παιχνιδιού» είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. Συνεργάζεται με περιοδικά όπου δημοσιεύει κείμενα για τον κινηματογράφο και το βιβλίο. Πρόσφατα βιβλία της «Το αυτί της Αριάδνης» και «Ψιλή κυριότητα» από τις εκδόσεις Απόπειρα.
— Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με την γραφή;
Η ενασχόλησή μου με τη γραφή προέκυψε όταν μου ζήτησαν ένα κείμενο πάνω στο αντικείμενό μου (θεωρία κινηματογράφου) από κάποιο περιοδικό. Το θέμα ήταν σχετικό με το γουέστερν και μια μέρα συνειδητοποίησα πως το κείμενο είχε φτάσει τις 40 σελίδες, με ένα ολόκληρο, αχανές πεδίο να ανοίγεται διάπλατα μπροστά μου. Κάλεσα τον υπεύθυνο του περιοδικού και του είπα σόρι, θα βρω ένα άλλο θέμα, σε κάποια άλλη ευκαιρία, αλλά τώρα νομίζω πως ξεκινάω να γράφω ένα βιβλίο. Η ενασχόλησή μου (συγγραφικά) με τη λογοτεχνία προέκυψε μάλλον ως ένα παιχνίδι ή μια προσπάθεια συνομιλίας με τον εαυτό που φαίνεται πως την είχα ανάγκη.
— Πείτε μας λίγα λόγια για την αποδοχή (των βιβλίων σας) από το αναγνωστικό κοινό;
Κατ’ αρχάς, η ίδια η έννοια του κοινού με κάνει να νιώθω άχαρα και μου μοιάζει αρκετά συγκεχυμένη. Ασφαλώς, όποιος γράφει, γράφει πάντα για κάποιους αποδέκτες, αλλιώς το ίδιο το ενέργημα της συγγραφής ακυρώνεται. Όμως, τουλάχιστον για κάποιον που το κάνει αρκετά ερασιτεχνικά, χωρίς σαφείς και συγκεκριμένες προθέσεις, η καλοπροαίρετη, εποικοδομητική και δημιουργική κριτική, η ανταλλαγή απόψεων και ο διάλογος με κάποιους ανθρώπους που εκτιμάς και τη γνώμη και το έργο τους είναι η καλύτερη αποδοχή. Και για μένα, αυτό το ζητούμενο, είμαι στην ευχάριστη θέση να πω πως έχει εν πολλοίς εκπληρωθεί.
— Κατά την γνώμη σας σε τι μπορεί να μας βοηθήσει σήμερα η Λογοτεχνία;
Γενικότερα η τέχνη δεν νομίζω πως μπορεί να βοηθήσει και σε πολλά πράγματα επί της ουσίας. Ούτε σήμερα ούτε ποτέ. Κανείς δεν πέθανε από την έλλειψη λογοτεχνίας. Για κάποιους είναι ένα ζωτικός τρόπος να γεμίζουν τον χρόνο τους και να συναναστρέφονται τον εαυτό τους και ό,τι στον κόσμο τους αφορά, όπως για κάποιους άλλους θα ήταν να πάνε στο γήπεδο ή να συλλέγουν γραμματόσημα.
— Το αναγνωστικό κοινό έχει ιδιαιτερότητες;
Οι αναγνώστες έχουν μάλλον την ιδιαιτερότητα ότι δεν διαβάζουν. Αστειεύομαι ασφαλώς (αν και όχι και πολύ). Όλοι έχουμε τις ιδιαιτερότητές μας, και δεν είναι κακό αυτό αρκεί να μην ενοχλούμε κανέναν. Είτε με αυτές, είτε με την απουσία τους.
— Τι χρειάζεται να έχει ένα καλό βιβλίο για σας;
Ένα καλό βιβλίο πρέπει να το παρακολουθείς με ενδιαφέρον. Να σε αρπάζει από την πρώτη στιγμή, αν είναι δυνατόν, και να μην σε αφήνει μέχρι και την τελευταία σελίδα. Από εκεί και πέρα, τα πάντα είναι θεμιτά, με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, και σίγουρα συνταγές δεν υπάρχουν.
— Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς.
Τα αναγνωστικά μου γούστα ήταν ανέκαθεν αρκετά ετερόκλητα και συγκεχυμένα. Ανατράφηκα, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, με τον Κάφκα και τον Τόμας Μαν. Στη συνέχεια με κέρδισαν οι λατινοαμερικάνοι, ο μαγικός ρεαλισμός μου ταίριαξε ιδιαίτερα, πέρασα μια εμμονή με τον Φώκνερ, παρακολούθησα τους περισσότερους σύγχρονους αμερικανούς, βάζοντας τον Ντελίλο πάντα στην κορυφή, και σήμερα νιώθω πιο διασπασμένη και μπερδεμένη από ποτέ.
— Από πού αντλείτε την έμπνευση για να γράφετε;
Αυτό που λέμε έμπνευση δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να το περιγράψει κανείς. Δεν πιστεύω σ’ αυτή με την έννοια της ρομαντικής επιφοίτησης. Η πρώτη ύλη αντλείται συνήθως, πιθανότατα με αρκετά έμμεσο τρόπο, από το βίωμα, πραγματικό ή φαντασιακό, και με αυτό εννοώ τις «υπερβατικές» προεκτάσεις των γεγονότων, σκέψεων ή συναισθημάτων της καθημερινότητάς μας, και ύστερα το μόνο που χρειάζεται είναι η σκληρή δουλειά.
— Προτιμάτε κάποια φόρμα γραφής-είδος ;
Δεν θα έλεγα ότι έχω κάποιες έντονες τέτοιου είδους προτιμήσεις. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως τόσο αναγνωστικά όσο και συγγραφικά περισσότερο με την πεζογραφία νιώθω στα νερά μου. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν γοητεύομαι ιδιαίτερα όταν έρθω σε επαφή με την καλή ποίηση, ή αυτή που μου ταιριάζει.
— Οι συγγραφείς διαβάζουν; Είναι συστηματικοί αναγνώστες δηλαδή;
Θα έπρεπε να διαβάζουν. Αυτό σίγουρα.
— Υπάρχει ενδιαφέρον για συνεργασίες – συνέργεια μεταξύ των Τεχνών στην χώρα μας;
Θεωρώ πως ένα σχετικό ενδιαφέρον ολοένα το βλέπουμε να αυξάνει, πράγμα που εν γένει είναι πολύ καλό. Αρκεί στην πράξη να γίνεται με γόνιμο και εποικοδομητικό τρόπο, και όχι «εκβιαστικά», συνολικά ή κατά περίπτωση.
— Τα τελευταία χρόνια έχουμε μια πληθώρα εκδόσεων και πολλών Βιβλιο-Παρουσιάσεων. Κατά την γνώμη σας όλο αυτό βοηθάει τον αναγνώστη στις επιλογές του;
Δεν είμαι πολύ σίγουρη. Θεωρητικά, βοηθάει σε μια ευρύτερη εποπτεία του χώρου. Από την άλλη, αν δεν υπάρχει βαθιά, εμπεδωμένη γνώση κάποιων πραγμάτων, και σοβαρή άποψη, μάλλον δημιουργεί σύγχυση.
— Φέτος η Αθήνα θα είναι η Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα του Βιβλίου. Ποιες οι προσδοκίες σας από αυτήν την γιορτή;
Ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το χώρο του βιβλίου. Και μια συνεπής και προσεκτική προώθηση της ελληνικής λογοτεχνίας. Πρώτα στους Έλληνες.
— Ποια τα επόμενα σχέδια σας ;
Σχέδια δεν κάνω ποτέ. Όχι γιατί γελάει ο Θεός και όλα τα σχετικά που λένε, αλλά γιατί νιώθω πως με δεσμεύουν και με περιορίζουν. Από την άλλη, δεν θα με έλεγες και φιλόδοξη. Αν με ρωτήσει κανείς τώρα, σε σχέση με βιβλία, θα έλεγα πως είμαι στη φάση που νιώθω πως δεν θα ξαναγράψω ποτέ. Μπορεί όμως να ξυπνήσω ένα πρωί με ένα μυθιστόρημα έτοιμο μέσα στο κεφάλι μου. Μπορεί πάλι και όχι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου