γράφει η Τζούλια Γκανάσου, vakxikon,
Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2018 »»
Η Ψιλή κυριότητα, η τρίτη πεζογραφική κατάθεση της Ειρήνης Σταματοπούλου, είναι ένα ευρηματικό έργο όπου το παρελθόν και το παρόν, το λογικό και το παράλογο, το ψυχρό και το θερμό, το υψηλό και το ποταπό, το ολοκληρωμένο και το ανολοκλήρωτο και δη το ανεκπλήρωτο, εναλλάσσονται και αναμειγνύονται διαρκώς.
Με αφορμή ένα ταξίδι στο εξωτερικό με τον σύντροφό της, η κεντρική ηρωίδα Λουίζα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ιδιότροπη συνθήκη που ανατρέπει τα πάντα: παίρνοντας τηλέφωνο στο σπίτι της μιλάει με μια γυναίκα η οποία θα μπορούσε να είναι – ή είναι – η ίδια. Σε αυτό το πλαίσιο, η Σταματοπούλου θέτει με εξαίρετη μαστοριά ποικίλα ερωτήματα που σχετίζονται με την κατάρριψη των πιο συχνών βεβαιοτήτων, με το σώμα, την ύπαρξη και την έννοια της ταυτότητας, με την προσέγγιση, την αναθεώρηση και την αποδοχή του εαυτού -ή ενός εαυτού- που στοιχειώνεται από όσα τον φορτώνουν χωρίς να αφήνουν περιθώριο ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού. Οι θεωρητικές αναλύσεις της Σταματοπούλου, οι οποίες εντάσσονται ομαλότατα στο πεδίο της αφήγησης και υποστηρίζονται μέσω του θεωρητικού υπόβαθρου της συγγραφέως, εναλλάσσονται με ανέμελες σκηνές της καθημερινότητας, ζωντανούς διαλόγους και δυνατές εικόνες, που λειτουργούν όπως η τεχνική του «εξ αντανακλάσεως» στο μοντέρνο σινεμά: όλα συνηγορούν στην αποδόμηση του εαυτού ως κοινωνικοπολιτικού κατασκευάσματος μιας εποχής, καθώς και στην επιτακτική ανάγκη ανασυγκρότησής του ως σύνθεση με προσωπική σάρκα και πνεύμα.
Συνομιλώντας με τη φράση του Κίρκεγκωρ «Επανάληψη και ανάμνηση είναι η ίδια κίνηση, μονάχα κατά τις αντίθετες κατευθύνσεις‧ γιατί ό,τι θυμόμαστε υπήρξε, επαναλαμβάνεται προς τα πίσω‧ ενώ, αντίθετα, την καθαυτό επανάληψη την αναθυμόμαστε προς τα μπροστά.», η Σταματοπούλου, με έξοχο ύφος και γλώσσα, μελετάει τη λειτουργία και τη δύναμη της μνήμης στο στήσιμο του εγώ, καθώς και τη σημασία της συνήθειας ως φορέα μιας ζωικής, κυτταρικής εκδοχής του όντος, που σταδιακά κυριαρχεί. Η συγγραφέας προσεγγίζει τη μοναξιά και τη συνύπαρξη ως στοιχεία επιτακτικής ανάγκης και τη φθορά ως «απόκομμα» από το πέρασμα του χρόνου. Ως εκ τούτου, στην Ψιλή κυριότητα ανατέμνονται οι ανθρώπινες σχέσεις αλλά κυρίως η σχέση με τον εαυτό, με την περιπλάνηση, την εξερεύνηση, τη σιωπή, με την ίδια τη ζωή. Τα πιο προσωπικά αποσπάσματα του έργου, τα οποία λειτουργούν και ως εξομολόγηση της ηρωίδας, έχουν τεράστια δύναμη και παρασύρουν τον αναγνώστη να συμπάσχει και έτσι να υποτάσσεται στο παράλογο ωσάν να είναι η πιο λογική εξέλιξη.
Με ματιά που ξεπερνάει τα τετριμμένα και ένα λυγμό που ενέχει έκθεση και άπειρη ομορφιά, η Ειρήνη Σταματοπούλου κατορθώνει να συνθέσει ένα πολυεπίπεδο και ιδιαίτερο μυθιστόρημα, όπου το απρόοπτο συνταιριάζεται με το συνηθισμένο, δομώντας έναν κόσμο απόλυτα υποκειμενικό και απολύτως καθολικό, ανύπαρκτο και ταυτόχρονα υπαρκτό, έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει μόνος αλλά στην πορεία αναγνωρίζει και αναγνωρίζεται, ευτυχώς ζει.
Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2018 »»
Η Ψιλή κυριότητα, η τρίτη πεζογραφική κατάθεση της Ειρήνης Σταματοπούλου, είναι ένα ευρηματικό έργο όπου το παρελθόν και το παρόν, το λογικό και το παράλογο, το ψυχρό και το θερμό, το υψηλό και το ποταπό, το ολοκληρωμένο και το ανολοκλήρωτο και δη το ανεκπλήρωτο, εναλλάσσονται και αναμειγνύονται διαρκώς.
Με αφορμή ένα ταξίδι στο εξωτερικό με τον σύντροφό της, η κεντρική ηρωίδα Λουίζα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ιδιότροπη συνθήκη που ανατρέπει τα πάντα: παίρνοντας τηλέφωνο στο σπίτι της μιλάει με μια γυναίκα η οποία θα μπορούσε να είναι – ή είναι – η ίδια. Σε αυτό το πλαίσιο, η Σταματοπούλου θέτει με εξαίρετη μαστοριά ποικίλα ερωτήματα που σχετίζονται με την κατάρριψη των πιο συχνών βεβαιοτήτων, με το σώμα, την ύπαρξη και την έννοια της ταυτότητας, με την προσέγγιση, την αναθεώρηση και την αποδοχή του εαυτού -ή ενός εαυτού- που στοιχειώνεται από όσα τον φορτώνουν χωρίς να αφήνουν περιθώριο ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού. Οι θεωρητικές αναλύσεις της Σταματοπούλου, οι οποίες εντάσσονται ομαλότατα στο πεδίο της αφήγησης και υποστηρίζονται μέσω του θεωρητικού υπόβαθρου της συγγραφέως, εναλλάσσονται με ανέμελες σκηνές της καθημερινότητας, ζωντανούς διαλόγους και δυνατές εικόνες, που λειτουργούν όπως η τεχνική του «εξ αντανακλάσεως» στο μοντέρνο σινεμά: όλα συνηγορούν στην αποδόμηση του εαυτού ως κοινωνικοπολιτικού κατασκευάσματος μιας εποχής, καθώς και στην επιτακτική ανάγκη ανασυγκρότησής του ως σύνθεση με προσωπική σάρκα και πνεύμα.
Συνομιλώντας με τη φράση του Κίρκεγκωρ «Επανάληψη και ανάμνηση είναι η ίδια κίνηση, μονάχα κατά τις αντίθετες κατευθύνσεις‧ γιατί ό,τι θυμόμαστε υπήρξε, επαναλαμβάνεται προς τα πίσω‧ ενώ, αντίθετα, την καθαυτό επανάληψη την αναθυμόμαστε προς τα μπροστά.», η Σταματοπούλου, με έξοχο ύφος και γλώσσα, μελετάει τη λειτουργία και τη δύναμη της μνήμης στο στήσιμο του εγώ, καθώς και τη σημασία της συνήθειας ως φορέα μιας ζωικής, κυτταρικής εκδοχής του όντος, που σταδιακά κυριαρχεί. Η συγγραφέας προσεγγίζει τη μοναξιά και τη συνύπαρξη ως στοιχεία επιτακτικής ανάγκης και τη φθορά ως «απόκομμα» από το πέρασμα του χρόνου. Ως εκ τούτου, στην Ψιλή κυριότητα ανατέμνονται οι ανθρώπινες σχέσεις αλλά κυρίως η σχέση με τον εαυτό, με την περιπλάνηση, την εξερεύνηση, τη σιωπή, με την ίδια τη ζωή. Τα πιο προσωπικά αποσπάσματα του έργου, τα οποία λειτουργούν και ως εξομολόγηση της ηρωίδας, έχουν τεράστια δύναμη και παρασύρουν τον αναγνώστη να συμπάσχει και έτσι να υποτάσσεται στο παράλογο ωσάν να είναι η πιο λογική εξέλιξη.
Με ματιά που ξεπερνάει τα τετριμμένα και ένα λυγμό που ενέχει έκθεση και άπειρη ομορφιά, η Ειρήνη Σταματοπούλου κατορθώνει να συνθέσει ένα πολυεπίπεδο και ιδιαίτερο μυθιστόρημα, όπου το απρόοπτο συνταιριάζεται με το συνηθισμένο, δομώντας έναν κόσμο απόλυτα υποκειμενικό και απολύτως καθολικό, ανύπαρκτο και ταυτόχρονα υπαρκτό, έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει μόνος αλλά στην πορεία αναγνωρίζει και αναγνωρίζεται, ευτυχώς ζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου