Συνέντευξη του Γιώργου Ρούβαλη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη | Μαχητής Άρτας, Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016 »»
ΕΡ. Από πότε ξεκινήσατε να γράφετε διηγήματα αλλά και μυθιστορήματα;
ΑΠ. Ξεκίνησα σχετικά αργά, μετά τα 50 μου. Πρώτα δεν προλάβαινα λόγω εργασίας. Είχα κάνει όμως ορισμένες μεταφράσεις από τα ισπανικά, που μου έδωσαν μεγάλη χαρά γιατί έχω το μικρόβιο της μετάφρασης. Το πρώτο μου βιβλίο με διηγήματα «Στ’ Ανάπλι…» βγήκε στον Γαβριηλίδη το 2005 και το πρώτο μυθιστόρημα «Ταξίδι στη χώρα της Κίρκης» στο Στοχαστή το 2010. Και τα δύο αντιπροσωπεύουν τα δύο θέματα που με απασχολούν: τα ταξίδια και η ζωή στο Ναύπλιο (ομφαλό της Γης!).
ΕΡ. Τι είναι αυτό που σας κάνει να γράφετε και να εμπνέεστε; Μήπως η γραφή είναι ένα ασίγαστο πάθος;
ΑΠ. Είναι ένας τρόπος να περνάω τις ελεύθερες ώρες της σύνταξης. Η μετάφραση ναι, είναι πάθος και σιγά-σιγά έγινε και η πεζογραφία και η ποίηση. Έχω γράψει όμως και δοκίμια και ιστορικά άρθρα, που είτε μου ζήτησαν, είτε ήταν δική μου πρωτοβουλία. Εκτός από τα ταξίδια μου στον κόσμο με εμπνέει και η πραγματικότητα στη γενέθλια πόλη μου, το Ναύπλιο, ιδίως διάφορες ιστορίες που μου διηγούνται για τις δεκαετίες 1950 και 1960. Αυτό το κλίμα της μικρής επαρχιακής και συντηρητικής πόλης, μεταξύ των μικροαστών, προσπαθώ να περιγράψω στα γραπτά που εμπνέονται από τα ευτυχισμένα χρόνια που πέρασα μικρός στο Ναύπλιο.
ΕΡ. Πριν από λίγους μήνες εκδόθηκε το μυθιστόρημα Congo Cha Cha, από τις εκδόσεις Απόπειρα. Ποιος ήταν ο λόγος που το γράψατε;
ΑΠ. Και πάλι η νοσταλγία για τα νιάτα μου, όταν ο πατέρας μου είχε περάσει δυο χρόνια εκεί ως μετανάστης, το ίδιο και άλλοι συγγενείς μας. Έφερναν στα ταξίδια τους πίσω δίσκους με υπέροχη κονγκολέζικη μουσική και διηγήσεις για τη διαδικασία Ανεξαρτησίας - απο-αποικιοποίησης. Με ενέπνευσαν επίσης τραγούδια εκείνης της εποχής, της κονγκολέζικης ρούμπας, που βρήκα σε δισκάδικα στο Παρίσι και μου φάνηκε υπέροχη. Διάβασα επίσης πολλά βιβλία για να το γράψω και θέλησα να ανασυνθέσω την κατάσταση στα τελευταία χρόνια της αποικιοκρατίας και τα ηρωικά χρόνια της Ανεξαρτησίας με τον μάρτυρα Λουμούμπα και τον Τσε Γκεβάρα. Υπάρχουν και ορισμένα κεφάλαια για την κονγκολέζικη κουλτούρα, π.χ. τη μουσική τους που είχε διαδοθεί ήδη από τη δεκαετία του ’60 σε όλη την Αφρική. Θέλησα ακόμα να εμπλέξω στο μυθιστόρημα και το μεγάλο μας ποιητή Γιώργο Β. Μακρή (1923-1968), που ήταν ξάδελφος του πατέρα μου και τον έβαλα να του γράφει εμπνευσμένα γράμματα για διάφορους διανοούμενους και το Κονγκό.
ΕΡ. Όλοι οι ήρωές σας μοιάζουν σαν τα πρόσωπα που ζουν δίπλα μας. Μήπως η εμπειρία βοηθά στο πλάσιμο των χαρακτήρων κατά τη γραφή;
ΑΠ. Θέλω να ζωντανέψω την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων. Οι διηγήσεις τους, οι αναμνήσεις τους και οι δικές μου αναμνήσεις γεμίζουν τα γραπτά μου. Πιστεύω ότι η μικροαστική τάξη, που κυριαρχεί στην Ελλάδα, η τάξη όλων μας (σχεδόν) έχει πολλά να μας πει και πολλά να δημιουργήσει. Είναι γεννήτρα κάθε προόδου. Ταυτόχρονα λίγοι έχουν ασχοληθεί συστηματικά με αυτήν. Είναι ένα είδος μικροϊστορίας του Ναυπλίου και η δημιουργία μιας νέας μυθολογίας της πόλης.
ΕΡ. Έχετε ζήσει σε πάρα πολλά μέρη. Τι σας έχει μείνει στη μνήμη από αυτά τα μέρη;
ΑΠ. Κυρίως η αστείρευτη ζωντάνια και δημιουργικότητα της Λατινικής Αμερικής, ηπείρου που περιλαμβάνει πάνω από 20 χώρες. Η Βραζιλία από μόνη της είναι η ίδια ολόκληρη ήπειρος. Έχω ταξιδέψει σε όλα αυτά τα κράτη κι έχω διαβάσει τα κυριότερα βιβλία της λογοτεχνίας του καθενός, με αφορμή τις λατινοαμερικάνικες σπουδές που έκανα όταν ήμουν νέος, αλλά και τη γυναίκα μου από το Μεξικό, που γνώρισα τότε. Ερωτεύτηκα τη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής, έχω μεταφράσει ορισμένα μυθιστορήματα που με σημάδεψαν και καμιά 40αριά ποιητές από διάφορες χώρες. Έχω ζήσει σε πολλές χώρες της. Έτσι μπόρεσα να γράψω γι’ αυτή, διότι άλλες ηπείρους, όπως την Ασία, τις γνώρισα πολύ επιφανειακά. Έχω γράψει επίσης για ορισμένες χώρες και ανθρώπους της Ευρώπης, όπου έζησα.
ΕΡ. Γράφετε με ένα τρόπο που μοιάζει σαν να είσαστε ο ίδιος ο ήρωας των βιβλίων. Από πού αρχίζει η πραγματικότητα και που η φαντασία στα μυθιστορήματά σας;
ΑΠ. Σε πολλά γραπτά είμαι εγώ ο ίδιος (με κάποιο βέλο που μπερδεύει λίγο τα πράγματα). Σε άλλα είναι ιστορίες άλλων ανθρώπων που κατέγραψα, ανακατεύοντάς τις λίγο βέβαια και περνώντας τις από το λεγόμενο φίλτρο του συγγραφέα.
ΕΡ. Η οικονομική κρίση επηρέασε και το αναγνωστικό κοινό. Συνεχίζει να διαβάζει ο μέσος αναγνώστης;
ΑΠ. Ο μέσος αναγνώστης δεν έχει πλέον χρήματα για να αγοράσει βιβλία. Οι πολύ φανατικοί συνεχίζουν να διαβάζουν κι εγώ – που έχω μεγαλώσει στη Δημοσία Βιβλιοθήκη Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης» – συνιστώ σε όσους δεν έχουν λεφτά να διαβάζουν ή να δανείζονται βιβλία από τις Βιβλιοθήκες. Από την άλλη, πολλοί Νεοέλληνες ξοδεύουν λεφτά σε καφετέριες και εστιατόρια χωρίς να κρατάνε έστω 10 Ευρώ για ένα βιβλίο. Αλλά αυτός είναι ο τρόπος ζωής μας.
ΕΡ. Είναι η γραφή μια μορφή τέχνης που θα μπορέσει να δημιουργήσει πυρήνες αντίστασης για να ξυπνήσει ο αναγνώστης και να αντιμετωπίσει τα προβλήματα με άλλη ματιά;
ΑΠ. Αν ο ίδιος έχει τέτοια προδιάθεση ναι, αλλά πρέπει να τον έχουν μεγαλώσει έτσι οι γονείς του και το σχολείο, πράγμα αρκετά σπάνιο σήμερα. Από την άλλη, παιδιά των οποίων οι γονείς ήταν τελείως αγράμματοι, μπόρεσαν και εξελίχθηκαν σε συγγραφείς. Φαίνεται ότι είχαν το μικρόβιο.
ΕΡ. Σήμερα βλέπουμε πολλούς νέους συγγραφείς να εκδίδουν μυθιστορήματα και ποιήματα. Όλες αυτές οι εκδόσεις βοηθούν να αναδειχτούν νέοι συγγραφείς και να ακουστούν νέες ιδέες;
ΑΠ. Φυσικά. Προσωπικά, όπως έλεγε κι ο αγαπημένος μου ποιητής, José Emilio Pacheco, που έχω μεταφράσει, «κάθε καινούργιο καλό βιβλίο που εκδίδεται, με ικανοποιεί σαν να το είχα γράψει εγώ ο ίδιος», αλλά τα βιβλία και ιδίως οι ποιητικές συλλογές είναι σαν τις ταυρομαχίες, πρέπει να δεις δέκα κακές και μία καλή.
ΕΡ. Τι άλλο γράφετε την περίοδο αυτή; Και με τι άλλο ασχολείστε;
ΑΠ. Έχω σχεδόν έτοιμη μία ποιητική συλλογή με πρόσφατα ποιήματα. Βγήκε επίσης αυτόν το μήνα μια μετάφρασή μου διηγημάτων του José Emilio Pacheco, ενός καταπληκτικού συγγραφέα του οποίου έχω μεταφράσει και τα ποιήματα. Γράφω ορισμένα καινούργια διηγήματα και χρονογραφήματα που αφορούν ιδίως το Ναύπλιο. Θα ήθελα επίσης να μεταφράσω ένα εκπληκτικό κι ολιγόλογο βιβλίο ιστορίας της Βενετίας, που γράφτηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Όπως βλέπετε, τα ενδιαφέροντά μου δεν περιορίζονται μόνο στη λογοτεχνία, αλλά και στην ιστορία.
ΕΡ. Είστε από τους ανθρώπους που τους αρέσει να ονειρεύονται και να κάνουν σχέδια για το μέλλον;
ΑΠ. Συνέχεια. Αλλά και τα ταξίδια είναι όνειρα.
ΕΡ. Ασχολείστε με το διαδίκτυο; Ποια είναι η γνώμη σας για τα ηλεκτρονικά περιοδικά;
ΑΠ. Συντελούν κι αυτά στη διάδοση της ποίησης και της λογοτεχνίας. Προσωπικά ξέρω λίγα πράγματα, αρκετά για να γράφω σχόλια στο Facebook και να κοινοποιώ γραπτά ή ανακοινώσεις άλλων. Σε πρακτικό επίπεδο θα ήμουνα τελείως «κουλός» χωρίς τη γραμματέα μου, χάρη στην οποία μπορώ να γράφω μεγαλύτερα κείμενα. Την ευχαριστώ από καρδιάς.
ΕΡ. Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες μας;
ΑΠ. Η ανάγνωση είναι ένα βίτσιο, ιδιαίτερα ευεργετικό για τον άνθρωπο. Εύχομαι στον καθένα να κρατήσει άσβεστη την περιέργειά του για νέους και παλιούς συγγραφείς και για οτιδήποτε καινούργιο συμβαίνει στον κόσμο. Έτσι, ποτέ κανένας δεν είναι μόνος, αλλά κατά κάποιον τρόπο συμμετέχει στα κοινά.
ΕΡ. Από πότε ξεκινήσατε να γράφετε διηγήματα αλλά και μυθιστορήματα;
ΑΠ. Ξεκίνησα σχετικά αργά, μετά τα 50 μου. Πρώτα δεν προλάβαινα λόγω εργασίας. Είχα κάνει όμως ορισμένες μεταφράσεις από τα ισπανικά, που μου έδωσαν μεγάλη χαρά γιατί έχω το μικρόβιο της μετάφρασης. Το πρώτο μου βιβλίο με διηγήματα «Στ’ Ανάπλι…» βγήκε στον Γαβριηλίδη το 2005 και το πρώτο μυθιστόρημα «Ταξίδι στη χώρα της Κίρκης» στο Στοχαστή το 2010. Και τα δύο αντιπροσωπεύουν τα δύο θέματα που με απασχολούν: τα ταξίδια και η ζωή στο Ναύπλιο (ομφαλό της Γης!).
ΕΡ. Τι είναι αυτό που σας κάνει να γράφετε και να εμπνέεστε; Μήπως η γραφή είναι ένα ασίγαστο πάθος;
ΑΠ. Είναι ένας τρόπος να περνάω τις ελεύθερες ώρες της σύνταξης. Η μετάφραση ναι, είναι πάθος και σιγά-σιγά έγινε και η πεζογραφία και η ποίηση. Έχω γράψει όμως και δοκίμια και ιστορικά άρθρα, που είτε μου ζήτησαν, είτε ήταν δική μου πρωτοβουλία. Εκτός από τα ταξίδια μου στον κόσμο με εμπνέει και η πραγματικότητα στη γενέθλια πόλη μου, το Ναύπλιο, ιδίως διάφορες ιστορίες που μου διηγούνται για τις δεκαετίες 1950 και 1960. Αυτό το κλίμα της μικρής επαρχιακής και συντηρητικής πόλης, μεταξύ των μικροαστών, προσπαθώ να περιγράψω στα γραπτά που εμπνέονται από τα ευτυχισμένα χρόνια που πέρασα μικρός στο Ναύπλιο.
ΕΡ. Πριν από λίγους μήνες εκδόθηκε το μυθιστόρημα Congo Cha Cha, από τις εκδόσεις Απόπειρα. Ποιος ήταν ο λόγος που το γράψατε;
ΑΠ. Και πάλι η νοσταλγία για τα νιάτα μου, όταν ο πατέρας μου είχε περάσει δυο χρόνια εκεί ως μετανάστης, το ίδιο και άλλοι συγγενείς μας. Έφερναν στα ταξίδια τους πίσω δίσκους με υπέροχη κονγκολέζικη μουσική και διηγήσεις για τη διαδικασία Ανεξαρτησίας - απο-αποικιοποίησης. Με ενέπνευσαν επίσης τραγούδια εκείνης της εποχής, της κονγκολέζικης ρούμπας, που βρήκα σε δισκάδικα στο Παρίσι και μου φάνηκε υπέροχη. Διάβασα επίσης πολλά βιβλία για να το γράψω και θέλησα να ανασυνθέσω την κατάσταση στα τελευταία χρόνια της αποικιοκρατίας και τα ηρωικά χρόνια της Ανεξαρτησίας με τον μάρτυρα Λουμούμπα και τον Τσε Γκεβάρα. Υπάρχουν και ορισμένα κεφάλαια για την κονγκολέζικη κουλτούρα, π.χ. τη μουσική τους που είχε διαδοθεί ήδη από τη δεκαετία του ’60 σε όλη την Αφρική. Θέλησα ακόμα να εμπλέξω στο μυθιστόρημα και το μεγάλο μας ποιητή Γιώργο Β. Μακρή (1923-1968), που ήταν ξάδελφος του πατέρα μου και τον έβαλα να του γράφει εμπνευσμένα γράμματα για διάφορους διανοούμενους και το Κονγκό.
ΕΡ. Όλοι οι ήρωές σας μοιάζουν σαν τα πρόσωπα που ζουν δίπλα μας. Μήπως η εμπειρία βοηθά στο πλάσιμο των χαρακτήρων κατά τη γραφή;
ΑΠ. Θέλω να ζωντανέψω την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων. Οι διηγήσεις τους, οι αναμνήσεις τους και οι δικές μου αναμνήσεις γεμίζουν τα γραπτά μου. Πιστεύω ότι η μικροαστική τάξη, που κυριαρχεί στην Ελλάδα, η τάξη όλων μας (σχεδόν) έχει πολλά να μας πει και πολλά να δημιουργήσει. Είναι γεννήτρα κάθε προόδου. Ταυτόχρονα λίγοι έχουν ασχοληθεί συστηματικά με αυτήν. Είναι ένα είδος μικροϊστορίας του Ναυπλίου και η δημιουργία μιας νέας μυθολογίας της πόλης.
ΕΡ. Έχετε ζήσει σε πάρα πολλά μέρη. Τι σας έχει μείνει στη μνήμη από αυτά τα μέρη;
ΑΠ. Κυρίως η αστείρευτη ζωντάνια και δημιουργικότητα της Λατινικής Αμερικής, ηπείρου που περιλαμβάνει πάνω από 20 χώρες. Η Βραζιλία από μόνη της είναι η ίδια ολόκληρη ήπειρος. Έχω ταξιδέψει σε όλα αυτά τα κράτη κι έχω διαβάσει τα κυριότερα βιβλία της λογοτεχνίας του καθενός, με αφορμή τις λατινοαμερικάνικες σπουδές που έκανα όταν ήμουν νέος, αλλά και τη γυναίκα μου από το Μεξικό, που γνώρισα τότε. Ερωτεύτηκα τη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής, έχω μεταφράσει ορισμένα μυθιστορήματα που με σημάδεψαν και καμιά 40αριά ποιητές από διάφορες χώρες. Έχω ζήσει σε πολλές χώρες της. Έτσι μπόρεσα να γράψω γι’ αυτή, διότι άλλες ηπείρους, όπως την Ασία, τις γνώρισα πολύ επιφανειακά. Έχω γράψει επίσης για ορισμένες χώρες και ανθρώπους της Ευρώπης, όπου έζησα.
ΕΡ. Γράφετε με ένα τρόπο που μοιάζει σαν να είσαστε ο ίδιος ο ήρωας των βιβλίων. Από πού αρχίζει η πραγματικότητα και που η φαντασία στα μυθιστορήματά σας;
ΑΠ. Σε πολλά γραπτά είμαι εγώ ο ίδιος (με κάποιο βέλο που μπερδεύει λίγο τα πράγματα). Σε άλλα είναι ιστορίες άλλων ανθρώπων που κατέγραψα, ανακατεύοντάς τις λίγο βέβαια και περνώντας τις από το λεγόμενο φίλτρο του συγγραφέα.
ΕΡ. Η οικονομική κρίση επηρέασε και το αναγνωστικό κοινό. Συνεχίζει να διαβάζει ο μέσος αναγνώστης;
ΑΠ. Ο μέσος αναγνώστης δεν έχει πλέον χρήματα για να αγοράσει βιβλία. Οι πολύ φανατικοί συνεχίζουν να διαβάζουν κι εγώ – που έχω μεγαλώσει στη Δημοσία Βιβλιοθήκη Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης» – συνιστώ σε όσους δεν έχουν λεφτά να διαβάζουν ή να δανείζονται βιβλία από τις Βιβλιοθήκες. Από την άλλη, πολλοί Νεοέλληνες ξοδεύουν λεφτά σε καφετέριες και εστιατόρια χωρίς να κρατάνε έστω 10 Ευρώ για ένα βιβλίο. Αλλά αυτός είναι ο τρόπος ζωής μας.
ΕΡ. Είναι η γραφή μια μορφή τέχνης που θα μπορέσει να δημιουργήσει πυρήνες αντίστασης για να ξυπνήσει ο αναγνώστης και να αντιμετωπίσει τα προβλήματα με άλλη ματιά;
ΑΠ. Αν ο ίδιος έχει τέτοια προδιάθεση ναι, αλλά πρέπει να τον έχουν μεγαλώσει έτσι οι γονείς του και το σχολείο, πράγμα αρκετά σπάνιο σήμερα. Από την άλλη, παιδιά των οποίων οι γονείς ήταν τελείως αγράμματοι, μπόρεσαν και εξελίχθηκαν σε συγγραφείς. Φαίνεται ότι είχαν το μικρόβιο.
ΕΡ. Σήμερα βλέπουμε πολλούς νέους συγγραφείς να εκδίδουν μυθιστορήματα και ποιήματα. Όλες αυτές οι εκδόσεις βοηθούν να αναδειχτούν νέοι συγγραφείς και να ακουστούν νέες ιδέες;
ΑΠ. Φυσικά. Προσωπικά, όπως έλεγε κι ο αγαπημένος μου ποιητής, José Emilio Pacheco, που έχω μεταφράσει, «κάθε καινούργιο καλό βιβλίο που εκδίδεται, με ικανοποιεί σαν να το είχα γράψει εγώ ο ίδιος», αλλά τα βιβλία και ιδίως οι ποιητικές συλλογές είναι σαν τις ταυρομαχίες, πρέπει να δεις δέκα κακές και μία καλή.
ΕΡ. Τι άλλο γράφετε την περίοδο αυτή; Και με τι άλλο ασχολείστε;
ΑΠ. Έχω σχεδόν έτοιμη μία ποιητική συλλογή με πρόσφατα ποιήματα. Βγήκε επίσης αυτόν το μήνα μια μετάφρασή μου διηγημάτων του José Emilio Pacheco, ενός καταπληκτικού συγγραφέα του οποίου έχω μεταφράσει και τα ποιήματα. Γράφω ορισμένα καινούργια διηγήματα και χρονογραφήματα που αφορούν ιδίως το Ναύπλιο. Θα ήθελα επίσης να μεταφράσω ένα εκπληκτικό κι ολιγόλογο βιβλίο ιστορίας της Βενετίας, που γράφτηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Όπως βλέπετε, τα ενδιαφέροντά μου δεν περιορίζονται μόνο στη λογοτεχνία, αλλά και στην ιστορία.
ΕΡ. Είστε από τους ανθρώπους που τους αρέσει να ονειρεύονται και να κάνουν σχέδια για το μέλλον;
ΑΠ. Συνέχεια. Αλλά και τα ταξίδια είναι όνειρα.
ΕΡ. Ασχολείστε με το διαδίκτυο; Ποια είναι η γνώμη σας για τα ηλεκτρονικά περιοδικά;
ΑΠ. Συντελούν κι αυτά στη διάδοση της ποίησης και της λογοτεχνίας. Προσωπικά ξέρω λίγα πράγματα, αρκετά για να γράφω σχόλια στο Facebook και να κοινοποιώ γραπτά ή ανακοινώσεις άλλων. Σε πρακτικό επίπεδο θα ήμουνα τελείως «κουλός» χωρίς τη γραμματέα μου, χάρη στην οποία μπορώ να γράφω μεγαλύτερα κείμενα. Την ευχαριστώ από καρδιάς.
ΕΡ. Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες μας;
ΑΠ. Η ανάγνωση είναι ένα βίτσιο, ιδιαίτερα ευεργετικό για τον άνθρωπο. Εύχομαι στον καθένα να κρατήσει άσβεστη την περιέργειά του για νέους και παλιούς συγγραφείς και για οτιδήποτε καινούργιο συμβαίνει στον κόσμο. Έτσι, ποτέ κανένας δεν είναι μόνος, αλλά κατά κάποιον τρόπο συμμετέχει στα κοινά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου