15.10.16

Ποιήματα δίχως μπλόφες και τερτίπια

Γράφει ο Δημήτρης Αθηνάκης | Η Καθημερινή,
Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016 »»

Χριστίνα Οικονομίδου, 4 εποχές στον δρόμο, εκδ. Απόπειρα

«Υπάρχει κάτι οξύμωρο σ’ αυτό το βιβλίο: είναι το πιο προσωπικό και το πιο “ετεροκαθορισμένο” απ’ όλα. Μέσα στις σελίδες του διαχειρίζομαι ένα πλήθος από προσωπικά ερωτήματα και απώλειες, όμως, παράλληλα, στα περισσότερα ποιήματα, την ώρα που τα έγραφα ένιωθα ότι συνδέομαι και συνομιλώ με συγκεκριμένα πρόσωπα, περισσότερο ή λιγότερο οικεία, είτε προσωπικά είτε μέσω του έργου τους ή και τα δυο αυτά μαζί. Κι αυτό είναι που θέλησα ν’ αποτυπώσω στο τελευταίο ποίημα “Βιβλιογραφία (Αφιερώσεις)”», λέει η Χριστίνα Οικονομίδου, καθώς κουβεντιάζουμε σ’ ένα μπαρ του κέντρου της Αθήνας, Κυριακή βράδυ.

Η πρόσφατη ποιητική της συλλογή, 4 εποχές στον δρόμο, είναι ένα βιβλίο για τη Μάριον – ένα πλάσμα που δεν ζει πια, παραμένοντας η φωνή της ποιήτριας – και τον Άγγελο· αλλά όχι μόνον γι’ αυτούς. Η συλλογή είναι μια βόλτα στον χρόνο, στο σώμα, στον Άλλον. Τα ποιήματα είναι περιγραφές ενός κόσμου που δεν υπάρχει (πια), ενός άλλου που υπάρχει (ακόμα) κι ενός ακόμη, κατασκευασμένου στον νου αυτού που αφηγείται.


Η Χριστίνα Οικονομίδου διασώζει την τιμή των λέξεων που υπάρχουν για να εννοούν καθαρά αυτό που λένε. Η ποιήτρια δεν μετριάζει την ένταση χάριν της απλότητας. Αυτή ακριβώς η απλότητα είναι που δημιουργεί το ποιητικό πλαίσιο ώστε να νιώθει ο αναγνώστης ασφαλής, να νιώθει ότι εδώ του απευθύνονται με ειλικρίνεια, χωρίς μπλόφες και τερτίπια.

«Το πιο καίριο ερώτημα δεν είναι γιατί γράφουμε, αλλά γιατί δημοσιεύουμε. Προσωπικά η απάντηση είναι μία: όταν και όποτε έχω κάτι να μοιραστώ που θεωρώ πως έχει μια κάποια αξία ως χειρονομία προς κάποιο κοινό και, ταυτόχρονα, όταν και όποτε νομίζω/πιστεύω πως έχω βρει τη γλώσσα που θα το εκφράσει ουσιαστικά και καίρια (ενδεχομένως και υπονομευτικά) και, πάντως, θα έχει κάτι να προσθέσει ή και να προτείνει σε ό,τι έχει κατατεθεί έως εκείνη τη στιγμή επ’ αυτού», σημειώνει στην «Κ».

Η Χριστίνα Οικονομίδου κάνει αυτήν τη χειρονομία προς τον αναγνώστη: του χαρίζει ένα ταξίδι, του οποίου το βάθος ενυπάρχει στον καθένα, άλλοτε ως κατακτημένη εμπειρία κι άλλοτε ως έμφυτο χαρακτηριστικό – άλλωστε, ο θάνατος δεν έχει πάντοτε τη γνώριμη μορφή του. Η ποιήτρια πραγματεύεται την εμπειρία, σηκώνει στα ποιήματά της το βάρος – και το βάθος – της δοκιμασίας που είναι η ίδια η ζωή και η έλλειψή της παντί τρόπω. Οι ποιητικοί ήρωες, ενώ επιλέγουν να δοκιμαστούν, καταλήγουν πάντοτε να θέλουν να το σκάσουν, βρίσκοντας χίλιους δυο τρόπους, από την αγάπη έως το απλό τρεχαλητό που μια αδήριτη ανάγκη μάς σπρώχνει σ’ αυτό. Τα ποιήματα – ή, μήπως, το ποίημα; – της Οικονομίδου είναι κατάφορτα από επακόλουθη μοναξιά και από ένα βαθύ «θέλω» για συνύπαρξη: με τους ανθρώπους, με τον νου, με τ’ αντικείμενα – με την πόλη. Εξάλλου, όπως μας λέει η ίδια: «Αν και έχω πολύ καλή σχέση με τη φύση και την ύπαιθρο, νομίζω ότι το αστικό τοπίο μιας μητρόπολης, μέσα απ’ τις τρομακτικές αντιθέσεις και τη δυναμική του, καταφέρνει να δονήσει πιο έντονα το ψυχικό διαπασών κι έτσι αποτελεί πιο πρόσφορο περιβάλλον για δημιουργία».

Κι ενώ ποιητικά το 4 εποχές στον δρόμο αποδεικνύεται επιτυχές, υπό την έννοια ότι είναι ένα ολοκληρωμένο, χωρίς περιττολογίες, βιβλίο, στην πραγματικότητα η ποιήτρια δεν μας χαρίζει το τέλος ως έτοιμη τροφή. Επιλέγει, έστω και την ύστατη στιγμή, ν’ αφήσει την εκδρομή να συνεχιστεί, αφού τελειώσει η ανάγνωση. Και κάπου εκεί, φτάνοντας στο τέλος, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό που «έπαιξε» μπροστά σου δεν ήταν ακόμη μία ποιητική απόπειρα να γίνει ο κόσμος κατανοητός – είναι, περισσότερο, ο πιο ωραίος λόγος που γράφεται η ποίηση: γιατί έτσι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: