17.4.15

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες • Ένας πολύ γέρος κύριος με κάτι τεράστια φτερά

Μια ιστορία για παιδιά
μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου
(από τη συλλογή διηγημάτων Ανάμεσα σε ερωτιδείς και αγγέλους, Απόπειρα, 2010)

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Την τρίτη μέρα της βροχής είχαν σκοτώσει τόσα καβούρια μες στο σπίτι, που ο Πελάγιο αναγκάστηκε να διασχίσει το πλημμυρισμένο μεσαύλι του για να τα πετάξει στη θάλασσα, γιατί το νεογέννητο αγόρι είχε περάσει τη νύχτα με δέκατα και σκέφτονταν πως έφταιγε η δυσωδία. Από την Τρίτη όλα ήταν θλιβερά. Ουρανός και θάλασσα είχαν γίνει ένα ίδιο σταχτί πράγμα και η άμμος τής παραλίας, που το Μάρτη στραφτάλιζε σαν χρυσόσκονη, είχε μεταβληθεί σε σούπα από λάσπη και σαπισμένα θαλασσινά. Το μεσημέρι το φως ήταν τόσο αδύναμο που όταν ο Πελάγιο γύριζε στο σπίτι, αφού είχε πετάξει τα καβούρια, με δυσκολία διέκρινε τι ήταν αυτό που κουνιότανε και βόγκαγε στο βάθος στο μεσαύλι. Χρειάστηκε να πλησιάσει πολύ κοντά για ν’ ανακαλύψει πως ήταν ένας γέρος πεσμένος μπρούμυτα μες στα λασπόνερα και παρ’ όλες τις μεγάλες του προσπάθειες δεν μπορούσε ν’ ανασηκωθεί γιατί τον εμπόδιζαν οι τεράστιες φτερούγες του.
Τρομαγμένος από εκείνον τον εφιάλτη, ο Πελάγιο έτρεξε να βρει την Ελισένδα, τη γυναίκα του, που έβαζε κομπρέσες στο άρρωστο μωρό και την πήγε στο βάθος στο μεσαύλι. Περιεργάστηκαν κι οι δύο το πεσμένο κορμί με βουβή κατάπληξη. Ήταν ντυμένος σαν ζητιάνος. Μόλις και του απέμεναν λίγες ξασπρισμένες τρίχες στο γυμνό κρανίο του και πολύ λίγα δόντια στο στόμα και αυτή η θλιβερή του εμφάνιση καταβρεγμένου παππούλη του είχε αφαιρέσει όλο το μεγαλείο. Οι βρώμικες και μισομαδημένες φτερούγες μεγάλου όρνιου είχαν βουλιάξει για πάντα μες στα λασπόνερα. Τόσο πολύ τον περιεργάστηκαν και με τέτοια προσοχή που πολύ γρήγορα ο Πελάγιο και η Ελισένδα συνήλθαν από την κατάπληξή τους και στο τέλος τούς φάνηκε και σαν γνωστός. Τότε τόλμησαν να του μιλήσουν κι εκείνος τους αποκρίθηκε σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα, όμως με την ωραία φωνή των ναυτικών. Έτσι έγινε και ξεπέρασαν το πρόβλημα των φτερών και συμπέραναν, κρίνοντας πολύ φρόνιμα, πως ήταν κάποιος μοναχικός ναυαγός κάποιου ξένου καραβιού που είχε βουλιάξει με την καταιγίδα. Ωστόσο, φώναξαν να τον δει και μια γειτόνισσα που γνώριζε τα πάντα για τη ζωή και το θάνατο κι εκείνης της έφτασε μια ματιά για να τους βγάλει από την πλάνη τους.
—Είναι ένας άγγελος—τους είπε. Σίγουρα ­ερχότανε για το μωρό, αλλά ο καημένος είναι τόσο γέρος που η βροχή τον έριξε χάμω.



Την επομένη όλος ο κόσμος ήξερε πως στο σπίτι τού Πελάγιο είχανε πιάσει έναν άγγελο με σάρκα και οστά. Αντίθετα με την κρίση της σοφής γειτόνισσας, που πίστευε πως οι άγγελοι στους καιρούς μας ήταν οι επιζήσαντες φυγάδες κάποιας ουράνιας συνομωσίας, δεν άντεξε η καρδιά τους να τον σκοτώσουν με ξυλιές. Ο Πελάγιο τον πρόσεχε όλο το απόγευμα από την κουζίνα, οπλισμένος με το ραβδί του φύλακα, και πριν ξαπλώσει τον έβγαλε τραβώντας τον από τις λάσπες και τον έκλεισε μαζί με τις κότες στο συρματόφραχτο κοτέτσι. Τα μεσάνυχτα, όταν σταμάτησε η βροχή, ο Πελάγιο κι η Ελισένδα ακόμα σκότωναν καβούρια. Λίγο αργότερα ξύπνησε το μωρό απύρετο και πεινούσε. Αισθάνθηκαν τότε μεγαλόψυχοι και αποφάσισαν να βάλουν τον άγγελο σε μια σχεδία με πόσιμο νερό και προμήθειες για τρεις μέρες και να τον αφήσουν στην τύχη του στ’ ανοιχτά. Αλλά όταν βγήκαν στο μεσαύλι με το πρώτο φως, βρήκαν όλους τους γείτονες μπροστά στο κοτέτσι να διασκεδάζουν με τον άγγελο χωρίς τον παραμικρό σεβασμό και να του πετούν φαγώσιμα μέσα από τις τρύπες της περίφραξης λες και δεν ήταν πλάσμα υπερφυσικό παρά ζώο του τσίρκου.
Ο πάτερ Γκονσάγκα έφτασε πριν από τις εφτά, ξεσηκωμένος από την απίθανη είδηση. Εκείνη την ώρα είχαν ήδη έρθει κι άλλοι περίεργοι, λιγότερο επιπόλαιοι από τους πρωινούς κι είχαν κάνει κάθε είδους υποθέσεις για το μέλλον του αιχμάλωτου. Οι πιο αφελείς σκέφτονταν πως θα έπρεπε να τον κάνουν δήμαρχο του χωριού. Άλλοι, πιο χοντροκέφαλοι, υπέθεταν πως θα τον προβίβαζαν σε στρατηγό πέντε αστέρων για να κερδίζει όλους τους πολέμους. Μερικοί οραματιστές ελπίζανε πως θα τον φύλαγαν για γεννήτορα, για να σπείρει στη γη μια γενιά από φτερωτούς και σοφούς ανθρώπους που θα κυβερνούσαν το Σύμπαν. Αλλά ο πάτερ Γκονσάγκα πριν γίνει παπάς ήταν ένας στιβαρός ξυλοκόπος. Σκυμμένος πάνω στα σύρματα ανακεφαλαίωσε σ’ ένα λεπτό την κατήχησή του κι ύστερα ζήτησε να του ανοίξουν την πόρτα για να εξετάσει εκείνο τον αξιολύπητο άνθρωπο, που έμοιαζε περισσότερο με τεράστια ξεπουπουλιασμένη κότα ανάμεσα στις υπόλοιπες απορροφημένες κότες. Ήταν ξαπλωμένος σε μια γωνιά, στεγνώνοντας στον ήλιο τις ανοιγμένες του φτερούγες, ανάμεσα σε φλούδια από φρούτα και αποφάγια από το πρωινό που του είχαν πετάξει οι πρωινοί επισκέπτες. Αδιάφορος στη θρασύτητα του κόσμου, μόλις που σήκωσε το πανάρχαιο βλέμμα του και κάτι μουρμούρισε στη γλώσσα του όταν ο πάτερ Γκονσάγκα μπήκε στο κοτέτσι και τον καλημέρισε στα λατινικά. Ο εφημέριος άρχισε να τον υποπτεύεται για απατεώνα όταν βεβαιώθηκε πως δεν καταλάβαινε τη γλώσσα του Θεού και ούτε ήξερε να χαιρετήσει τους ιερείς Του. Ύστερα πρόσεξε πως από κοντά ήταν πολύ ανθρώπινος: ανάδινε μιαν ανυπόφορη μυρωδιά υπαίθρου, παράσιτα είχαν φυτρώσει κάτω από τις φτερούγες του και τα μεγαλύτερα φτερά του είχαν κακοπάθει από τους ανέμους της γης και τίποτα στην κακόμοιρη φύση του δεν θύμιζε τη διαπρεπή αξιοπρέπεια των αγγέλων. Εγκατέλειψε λοιπόν το κοτέτσι και μ’ ένα σύντομο κήρυγμα προειδοποίησε τους περίεργους για τους κινδύνους της αφέλειας. Τους θύμισε πως ο δαίμονας είχε την κακιά συνήθεια να μεταχειρίζεται καρναβαλίστικα κόλπα για να εξαπατά τους ανόητους. Υποστήριξε πως εφόσον τα φτερά δεν ήταν το βασικό στοιχείο που καθορίζει τις διαφορές ανάμεσα σ’ ένα γεράκι κι ένα αεροπλάνο, πολύ λιγότερο θα ήταν στην αναγνώριση των αγγέλων. Ωστόσο, υποσχέθηκε να γράψει ένα γράμμα στον επίσκοπό του, ώστε κι εκείνος να γράψει άλλο στην Παναγιότητά του, έτσι ώστε η τελική ετυμηγορία να προέρχεται από τα ανώτατα δικαστήρια.
Τα λόγια του έπεσαν σ’ άγονο έδαφος. Το νέο για τον αιχμάλωτο άγγελο διαδόθηκε με τέτοια ταχύτητα που μέσα σε λίγες ώρες έγινε τέτοιο πανδαιμόνιο λαϊκής αγοράς μες στο μεσαύλι που αναγκάστηκαν να φέρουν το στρατό με μπαγιονέτες για να κρατήσει σε απόσταση το πλήθος που κόντευε να γκρεμίσει το σπίτι. Η Ελισένδα, που είχε πιαστεί σκουπίζοντας τόσα πανηγυριώτικα σκουπίδια, είχε τότε τη φαεινή ιδέα να μαντρώσει το μεσαύλι και να κόψει πέντε λεπτά εισιτήριο για όποιον ήθελε να δει τον άγγελο.
Ήρθαν περίεργοι μέχρι και από τη Μαρτινίκα. Ήρθε ένας περιοδεύων θίασος μ’ έναν ιπτάμενο ακροβάτη που πέρασε βουίζοντας αρκετές φορές πάνω από το πλήθος, αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία, γιατί οι φτερούγες του δεν ήταν από άγγελο, αλλά από διαστημική νυχτερίδα. Ήρθαν οι πιο δυστυχισμένοι ανάπηροι της Καραϊ­βικής για να θεραπευτούν: μια κακομοίρα που από μικρή μετρούσε τους χτύπους της καρδιάς της και δεν της έφταναν πια οι αριθμοί, κάποιος από την Τζαμάικα που δεν μπορούσε να κοιμηθεί γιατί τον βασάνιζε ο θόρυβος των αστεριών, ένας υπνοβάτης που σηκωνότανε τη νύχτα να χαλάσει στον ύπνο του αυτά που έφτιαχνε στον ξύπνιο του και πολλοί άλλοι με λιγότερο σοβαρά προβλήματα. Μέσα σε αυτήν την αταξία ναυαγίου, που έκανε τη γη να τρέμει, ο Πελάγιο και η Ελισένδα ήταν ευτυχισμένοι από την κούραση γιατί σε λιγότερο από μια βδομάδα είχαν γεμίσει με λεφτά τις κρεβατοκάμαρες και η ουρά των προσκυνητών που περίμεναν ακόμη τη σειρά τους για να μπουν μέσα έφτανε ως την άλλη άκρη τού ορίζοντα.
Ο άγγελος ήταν ο μόνος που δεν συμμετείχε στο δικό του θέαμα. Περνούσε τον καιρό του ψάχνοντας για μια πιο αναπαυτική θέση στη δανεική φωλιά, ζαλισμένος από τις λάμπες του λαδιού που ζέσταιναν σαν κόλαση κι από τα κεριά της λειτουργίας που του κολλούσαν πάνω στο συρματόπλεγμα. Στην αρχή προσπάθησαν να του δώσουν να φάει μπαλάκια καμφορά, που σύμφωνα με τη σοφία της γειτόνισσας ήταν ειδική τροφή για τους αγγέλους. Αλλά εκείνος τα περιφρόνησε όπως περιφρόνησε και τα παπικά γεύματα που του έφερναν οι μετανοούντες και ποτέ δεν έγινε γνωστό αν κατέληξε να τρώει μονάχα χυλό από μελιτζάνες επειδή ήταν άγγελος ή επειδή ήταν γέρος. Η μόνη υπερφυσική του αρετή έμοιαζε να είναι η υπομονή. Ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό, όταν τον τσιμπολογούσαν οι κότες ψάχνοντας για τα ­ουράνια παράσιτα που πλήθαιναν μες στις φτερούγες του και οι σακάτηδες του ξερίζωναν πούπουλα για να τ’ ακουμπήσουν πάνω στα κουσούρια τους κι ακόμα και οι πιο σπλαχνικοί του πετούσαν πέτρες για να τον κάνουν να σηκωθεί και να τον δούνε όρθιο. Η μόνη φορά που κατάφεραν να τον ταράξουν ήταν όταν του έκαψαν το φτερό μ’ ένα σίδερο για το μαρκάρισμα των μοσχαριών, γιατί είχε μείνει τόσες ώρες ακίνητος που τον είχαν για πεθαμένο. Ξύπνησε ξαφνιασμένος, παραμιλώντας στην απόκρυφη γλώσσα του και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα χτύπησε τα φτερά του δυο φορές σηκώνοντας ένα σύννεφο από κουτσουλιές και σεληνιακή σκόνη και προκαλώντας έναν εξωγήινο ανεμοστρόβιλο πανικού. Αν και πολλοί πίστεψαν πως η αντίδρασή του δεν ήταν από θυμό, αλλά μάλλον από πόνο, από τότε πρόσεχαν να μην τον ενοχλούν γιατί η πλειοψηφία κατάλαβε πως δεν είχε την απάθεια ενός ήρωα σε απομόνωση, αλλά ενός κατακλυσμού σε ανάπαυση.
Ο πάτερ Γκονσάγκα αντιμετώπισε την επιπολαιότητα του πλήθους με συνταγές οικιακής έμπνευσης καθώς περίμενε την τελική ετυμηγορία για τη φύση τού αιχμάλωτου. Όμως το ταχυδρομείο της Ρώμης είχε χάσει την έννοια του επείγοντος. Ο καιρός περνούσε εξετάζοντας αν ο ένοχος είχε αφαλό, αν η γλώσσα του είχε σχέση με την αραμαϊκή, αν μπορούσε να χωρέσει πολλές φορές πάνω στο κεφάλι μιας καρφίτσας, ή αν δεν ήταν απλά κάποιος Νορβηγός με φτερά. Τα φειδωλά αυτά γράμματα θα μπορούσαν να πηγαινοέρχονται μέχρι τη συντέλεια των αιώνων, αν κάποιο γεγονός σταλμένο από τη θεία πρόνοια δεν έβαζε τέλος στις στεναχώριες του εφημέριου.
Έτυχε εκείνες τις μέρες, μέσα στα πολλά νούμερα των θιάσων που ταξίδευαν στην Καραϊβική, να φέρουν στο χωριό το θλιβερό θέαμα μιας γυναίκας που είχε μετα­μορφωθεί σε αράχνη επειδή είχε παρακούσει τους γονείς της. Δεν ήταν μόνο φθηνότερο το εισιτήριο για να τη δει κανείς από το εισιτήριο για τον άγγελο, αλλά επέτρεπαν να της κάνουν κάθε είδους ερωτήσεις για την παράλογη κατάστασή της και να την εξετάσουν από την καλή και από την ανάποδη, ώστε κανείς να μην αμφιβάλλει για την αλήθεια αυτής της φρίκης. Ήταν μια τεράστια ταραντούλα, μεγάλη σαν πρόβατο, με κεφάλι μελαγχολικής κόρης. Όμως το πιο σπαραχτικό απ’ όλα δεν ήταν η παράλογη όψη της, αλλά η αληθινή λύπη με την οποία διηγιόταν τις λεπτομέρειες της δυστυχίας της: όταν ήταν ακόμα παιδί το είχε σκάσει από το σπίτι των γονιών της για να πάει σ’ ένα χορό και όταν γύριζε μέσα από το δάσος, αφού είχε χορέψει όλη τη νύχτα χωρίς άδεια, ένας τρομαχτικός κεραυνός άνοιξε τον ουρανό στα δύο και από το άνοιγμα πετάχτηκε η αστραπή με το θειάφι που τη μετάτρεψε σε αράχνη. Μοναδική τροφή της ήταν τα κεφτεδάκια που οι φιλεύσπλαχνες ψυχές τής έβαζαν καμιά φορά στο στόμα. Τέτοιο θέαμα, γεμάτο από ανθρώπινη αλήθεια και με τέτοια τρομερή τιμωρία, ήταν φυσικό να συντρίψει, δίχως να το θέλει, το θέαμα του υπεροπτικού αγγέλου που μόλις καταδεχόταν να κοιτάξει τους θνητούς. Επιπλέον, τα ελάχιστα θαύματα που αποδίδανε στον άγγελο αποκάλυπταν μία κάποια ψυχική διαταραχή, όπως εκείνο του τυφλού που δεν βρήκε το φως του, αλλά του φύτρωσαν τρία καινούρια δόντια κι εκείνο του παραλυτικού που δεν μπόρεσε να περπατήσει, αλλά κόντεψε να κερδίσει τον πρώτο λαχνό στο λαχείο κι ­εκείνο του λεπρού που του φύτρωσαν ηλιοτρόπια στις ­πληγές του. Αυτά τα θαύματα της παρηγοριάς, που πιο πολύ μοιάζανε με φάρσες, είχαν ήδη κλονίσει τη φήμη τού αγγέλου όταν η γυναίκα που είχε μεταμορφωθεί σε αράχνη κατάφερε τελικά να την καταστρέψει. Έτσι έγινε και ο πάτερ Γκονσάγκα θεραπεύτηκε μια για πάντα από την αϋπνία και το μεσαύλι του Πελάγιο απόμεινε πάλι άδειο όπως τον καιρό που έβρεχε τρεις μέρες συνέχεια και τα καβούρια περπατούσαν στις κρεβατοκάμαρες.
Οι ιδιοκτήτες του σπιτιού δεν είχαν λόγο να παραπονεθούν. Με τα λεφτά που οικονόμησαν έφτιαξαν μια έπαυλη με δύο πατώματα, με μπαλκόνια και κήπους και με πολύ ψηλά κεφαλόσκαλα για να μην ανεβαίνουν καβούρια και με σιδεριές στα παράθυρα για να μην μπαίνουν άγγελοι. Επιπλέον, ο Πελάγιο έφτιαξε ένα εκτροφείο για κουνέλια κοντά στο χωριό και παραιτήθηκε οριστικά από φύλακας και η Ελισένδα αγόρασε παπούτσια σατέν με ψηλά τακούνια και πολλά φουστάνια από γυαλιστερό μεταξωτό, από εκείνο που φορούσαν τις Κυριακές εκείνα τα χρόνια οι πιο λαχταριστές κυρίες. Μόνο για το κοτέτσι δεν έκαναν τίποτα. Αν καμιά φορά το έπλεναν με απολυμαντικό κι έκαιγαν στο εσωτερικό κομματάκια σμύρνα, δεν το έκαναν για να τιμήσουν τον άγγελο, παρά για να διώξουν τη βρωμιά της κοπριάς που τριγυρνούσε σαν φάντασμα παντού και πάλιωνε το καινούριο σπίτι. Στην αρχή, όταν το μωρό άρχισε να περπατάει, πρόσεχαν να μην πάει πολύ κοντά στο κοτέτσι. Αλλά ύστερα άρχισαν να ξεχνούν τους φόβους τους και να συνηθίζουν στη μυρωδιά και πριν αλλάξει το παιδί τα δόντια του έπαιζε πια μες στο κοτέτσι που τα σκουριασμένα σύρματά του έπεφταν κομμάτια. Ο άγγελος δεν ήταν λιγότερο απωθητικός μαζί του, απ’ ότι με τους υπόλοιπους θνητούς, αλλά υπόφερε τους πιο δαιμόνιους εξευτελισμούς με την υπομονή ενός σκύλου δίχως ψευδαισθήσεις. Κι οι δυο κόλλησαν ανεμοβλογιά ταυτόχρονα. Ο γιατρός που κοίταξε το παιδί δεν άντεξε στον πειρασμό ν’ ακροαστεί και τον άγγελο, αλλά του βρήκε τόσα φυσήματα στην καρδιά και τόσους θορύβους στα νεφρά, που του φάνηκε απίθανο ότι ήταν ακόμα ζωντανός. Αυτό όμως που τον ξάφνιασε πιο πολύ ήταν η λογική των φτερών του. Έδεναν τόσο φυσικά με αυτόν τον τελείως ανθρώπινο οργανισμό που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν είχαν κι οι υπόλοιποι άνθρωποι.
Όταν το παιδί πήγε σχολείο είχε περάσει πια πολύς καιρός από τότε που ο ήλιος κι η βροχή είχαν ξεπατώσει το κοτέτσι. Ο άγγελος σερνόταν από δω και από κει σαν αδέσποτος ετοιμοθάνατος. Τον έβγαζαν με τη σκούπα από ένα δωμάτιο κι ένα λεπτό αργότερα τον έβρισκαν στην κουζίνα. Έμοιαζε να βρίσκεται ταυτόχρονα παντού κι έφτασαν να σκέφτονται πως πολλαπλασιαζόταν, πως επαναλαμβανόταν από μόνος του, σε ολόκληρο το σπίτι κι η εξοργισμένη Ελισένδα φώναζε σαν τρελή πως είναι τρομερό να ζει κανείς σε αυτήν την κόλαση γεμάτη αγγέλους. Μόλις που μπορούσε να φάει και τα ­πανάρχαια μάτια του είχαν θολώσει τόσο, που σκόνταφτε στις κολόνες, και δεν του απόμεναν πια παρά τα μαδημένα καλά­μια στα τελευταία φτερά του. Ο Πελάγιο είχε ρίξει ­πάνω του μια κουβέρτα και του είχε κάνει τη χάρη να τον αφήσει να κοιμάται στο υπόστεγο και μόνο τότε πρόσεξαν πως περνούσε τις νύχτες παραμιλώντας από τον πυρετό, λέγοντας γλωσσοδέτες στα αρχαία νορβηγικά. Κι ήταν μια από τις λίγες φορές που αναστατώθηκαν γιατί σκέφτηκαν πως επρόκειτο να πεθάνει και ούτε κι η σοφή η γειτόνισσα μπορούσε να τους πει τι κάνουν τους πεθαμένους αγγέλους.
Όμως, όχι μόνο επέζησε το χειρότερο χειμώνα τής ζωής του, αλλά κι έδειχνε καλύτερα με τις πρώτες ζέστες. Έμενε ακίνητος για αρκετές μέρες στην πιο απόμακρη γωνιά της αυλής, εκεί που δεν μπορούσε κανείς να τον δει και στις αρχές του Δεκέμβρη άρχισαν να φυτρώνουν στις φτερούγες του κάτι μεγάλα και σκληρά φτερά, φτερά γέρικου πουλιού, που έμοιαζαν περισσότερο με άλλο ένα βάσανο των γερατειών. Εκείνος όμως θα πρέπει να γνώριζε την αιτία αυτών των αλλαγών, γιατί πρόσεχε πολύ να τις κρύβει και κανείς να μην ακούσει τα τραγούδια των ναυτικών που καμιά φορά τραγούδαγε κάτω από τ’ αστέρια. Ένα πρωί η Ελισένδα καθάριζε ένα κρεμμύδι για το μεσημέρι όταν ένας άνεμος που έμοιαζε να έρχεται από τ’ ανοιχτά όρμησε στη κουζίνα. Τότε έσκυψε από το παράθυρο κι έπιασε τον άγγελο στις πρώτες προσπάθειές του να πετάξει. Ήταν τόσο αδέξιες που άνοιξε με τα νύχια του ένα αυλάκι στο λαχανόκηπο και κόντεψε να γκρεμίσει το υπόστεγο με τα αδύναμα χτυπήματα των φτερών του που γλιστρούσαν στο φως και δεν έβρισκαν από πού να κρατηθούν στον αέρα. Αλλά κατάφερε να πάρει ύψος. Η Ελισένδα άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης για εκείνη και γι’ αυτόν όταν τον είδε να περνά πάνω από τα τελευταία σπίτια προσπαθώντας να κρατηθεί στον αέρα με οποιονδήποτε τρόπο με το ριψοκίνδυνο πέταγμα γέρικου όρνιου. Συνέχισε να τον βλέπει μέχρι που τέλειωσε το κόψιμο του κρεμμυδιού κι εξακολούθησε να τον βλέπει μέχρι που δεν μπορούσε πια, γιατί δεν ήταν πια εμπόδιο στη ζωή της, αλλά ένα φανταστικό σημείο στον θαλασσινό ορίζοντα.
__________________
Κλαίτη Η Κλαίτη Σωτηριάδου γεννήθηκε στη ­Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και έκανε μεταπτυχιακά στη Θεωρία και Πρακτική της Λογοτεχνικής Μετάφρασης στη Βρετανία. Έχει μεταφράσει όλο το λογοτεχνικό έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, πολλά μυθιστορήματα της Ιζαμπέλ Αλιέντε, καθώς και άλλων γνωστών συγγραφέων. Ποιήματα, δοκίμια και πεζά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει διδάξει Αγγλική Λογοτεχνία στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος Deree και εργαστήρια μετάφρασης στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Μεταφρασεολογίας της Φιλο­λογικής Σχο­λής τού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου και στο ΕΚΕΜΕΛ. Είναι μέλος του Δ.Σ. της ­Εταιρείας Συγγραφέων και εκπρόσωπός της στο Δ.Σ. του ­Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) και στο CEATL (Conseil Euro­péen des Associations de Traducteurs Littéraires) από το 2004. Το τελευταίο της βιβλίο είναι το μυθιστόρη­μά της ­Μπονζάι (Κέδρος, 2010).















Δεν υπάρχουν σχόλια: