2.4.15

Πέτρος Λυγίζος • Εξωτικά ταξίδια του Γιώργου Ρούβαλη

Η ομιλιά του κ. Πέτρου Λυγίζου στην παρουσίαση του βιβλίου Αποστολή στην Αμαζονία του Γιώργου Ρούβαλη,
στις 20 Μαρτίου 2015, στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης»

Πριν από δύο μήνες, συναντήθηκα για πρώτη φορά με το Γιώργο Ρούβαλη στο καφενείο, στο Ναύπλιο. Ήταν Σάββατο, υπήρχε πολλή φασαρία, στις τηλεοράσεις το ποδόσφαιρο στη διαπασών, γενικά δεν ήταν ο κατάλληλος χώρος για να μιλήσουμε. Ωστόσο, όχι μόνο καταφέραμε να μιλήσουμε, κατά ένα μαγικό τρόπο, να μην ακούμε σε εκείνον τον πολύβουο χώρο απολύτως τίποτα, παρά ο ένας τον άλλον. Τότε κατάλαβα ότι μιλούσα σ’ έναν αληθινό λογοτέχνη. Δεν μπορώ να πω ψέματα ότι τον γνωρίζω καλά. Μπορώ όμως να σας διαβεβαιώσω, πως ότι πω από δω και πέρα, είναι αληθινά, τα πιστεύω και γι’ αυτό ίσως τα βρείτε ενδιαφέροντα.

Για να περιγράψω αυτό το βιβλίο με μία κατάλληλη λέξη, θα έλεγα ότι είναι ένα μωσαϊκό. Ένα μωσαϊκό που έχει σχεδιαστεί και συντεθεί έντεχνα, από έναν αληθινό μάστορα του λόγου· από έναν συγγραφέα, που έχει την ικανότητα να γράφει απλά, γιατί αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να καταφέρει να επικοινωνήσει με τον πολύ κόσμο. Ο Γιώργος Ρούβαλης υπήρξε πανεπιστημιακός, με μεγάλη ακαδημαϊκή καριέρα. Ο λόγος του θα μπορούσε να είναι δυσνόητος, δύσκολος: αλλά τότε, απρόσιτος, ψυχρός, άχρηστος. Έτσι, επέλεξε συνειδητά ένα λιτό, εκφραστικό ύφος, έναν εύκολο τρόπο γραφής, με προσιτό, γοητευτικό κι επομένως, εύκολα προσβάσιμο από όλους μας. Όπως ο ίδιος μου είπε, άρχισε να γράφει μανιωδώς, κυρίως τα τελευταία χρόνια, μετά τη σύνταξή του. Ασταμάτητα. Ήταν η λέξη που – θυμάμαι – μ’ έκανε να τον κοιτάξω βαθιά στα μάτια και να εκμαιεύσω ίσως μιαν απάντηση. Γιατί τόση βιασύνη; Τί θέλει να προλάβει; Το χρόνο που φεύγει; Ή τόσον καιρό που ταξίδευε σαν διπλωμάτης ή που δίδασκε στο Μεξικό και τη Βενεζουέλα, δεν έβρισκε την ευκαιρία να ιεραρχήσει τις ατέλειωτες εμπειρίες του, να τις επεξεργαστεί και τελικά να τις καταγράψει; Μήπως δεν ένιωθε τότε συγγραφέας; Όχι, πάντα ένας συγγραφέας νιώθει τέτοιος. Δεν είχε όμως την άνεση του χρόνου ή –κι όταν την είχε– προτιμούσε να απολαμβάνει τη συναρπαστική του καθημερινότητα. Σαν πραγματικός μπον βιβέρ, ο Γιώργος Ρούβαλης, χαιρόταν τη ζωή, μάζευε εμπειρίες, αυθεντικός συλλέκτης στιγμών και ύστερα από χρόνια, όταν αυτές καταστάλαξαν στον ευρύχωρο ψυχοσυναισθηματικό του κόσμο, αφέθηκαν στο χαρτί, όπου εκεί βρήκαν τη σίγουρα ανάπαυσή τους. Το αποτέλεσμα λοιπόν ήταν να έχουμε σήμερα στα χέρια μας αυτήν την γοητευτική συλλογή διηγημάτων, που μας ταξιδεύουν σε μέρη εξωτικά σαν τη μυστηριώδη Αμαζονία, σε τόπους της ελληνικής επαρχίας, στο παλιό Ναύπλιο, σε μνήμες από την τρυφερή παιδική ηλικία τη μαγική δεκαετία του ’60. Πρόκειται επομένως για ένα αληθινό ταξίδι στο παρελθόν. Μόνο και μόνο αυτή η αναδρομή της ψυχής στο χτες, μόνο και μόνο τούτη η ματιά στην ανυπόκριτη παιδικότητα, μονάχα το τρυφερό βλέμμα του συγγραφέα στις αγωνίες της νιότης του, θα έφταναν για έναν φίλο της λογοτεχνίας να διαβάσει και να ξεκουραστεί πάνω σ’ αυτό το βιβλίο. Κι αυτό, γιατί μια σημαντική προϋπόθεση που καθιστά ένα λογοτεχνικό έργο γοητευτικό, είναι να παρασύρει τον αναγνώστη σε έναν περίπατο αναψυχής, κι ακόμη περισσότερο, σε μιαν αναπόληση των νεανικών στιγμών, σ’ ένα ξαναζωντάνεμα των εφηβικών ονείρων. Κι αυτή η αναπόληση, πάντα νοσταλγική με μια διάθεση άλλοτε αστείζουσα κι άλλοτε μελαγχολική, όχι μόνο υπάρχει στα διηγήματα του Γιώργου Ρούβαλη, αλλά δεσπόζει και κυριαρχεί αβίαστα.

Κι αν στο πρώτο απ’ όλα, που έδωσε μάλιστα και τον τίτλο στο βιβλίο, νιώθουμε ότι πετάμε με το μικρό Τσέζνα πάνω απ’ τον αινιγματικό Ορινόκο, το μεγαλύτερο παραπόταμο του Αμαζονίου, κι αν σ’ αυτήν τη μυστηριακή πτήση πάνω από άγνωστα, αιωνόβια δέντρα κι εκατοντάδες διασκορπισμένα χωριά νιώθουμε τη φιλική ανάσα των Ινδιάνων φυλάρχων που μας διδάσκουν την απλότητα της ζωής, αμέσως μετά ζούμε ένα καλοκαίρι στη μακρινή Σουηδία· βιώνουμε την αγωνία του μετανάστη φοιτητή, που προσπαθεί να επιβιώσει νόμιμα, να βρει δουλειά και να εξοικονομήσει τα φοιτητικά του έξοδα, να φλερτάρει και να κοιμηθεί με μια Σουηδέζα θέλοντας να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τις φήμες που άκουγε γι’ αυτές στην Ελλάδα. Το α’ πληθυντικό πρόσωπο πέρα απ’ το ότι πιστοποιεί το βιωματικό χαρακτήρα των διηγημάτων, μας φέρνει πιο κοντά με το συγγραφέα, μας κάνει να νιώθουμε πως είμαστε κι εμείς μέσα στην τρελή συντροφιά του. Μια παρέα, που παρά την καθημερινή αγωνία, την κούραση απ’ τη δουλειά, την ανασφάλεια απ’ τη διαμονή σε χώρες με συνήθειες και νοοτροπία ολότελα ξένες με την Ελληνική, είχε το απίστευτο ταλέντο να τα καταφέρνει σχεδόν πάντα, τη δύναμη ν’ αντέχει κάθε δυσκολία, πάνω απ’ όλα την αγάπη για τη ζωή.

Μα ο Γιώργος Ρούβαλης υπήρχε – και είναι – δεινός μεταφραστής. Πάντα πίστευα ότι η μετάφραση αποτελεί ουσιαστικά μια νέα δημιουργία, όσο κι αν το πρωτότυπο έργο ανήκει σε έναν άλλον. Έτσι, πραγματικά συναρπάζει η περιγραφή των εμπειριών που έζησε στην Αρλ, στην παραδοσιακή πόλη του Γαλλικού νότου, με το μεγάλο μπουλβάρ όλο πλατάνια, τα παλιά ρωμαϊκά κτίρια και τις Αρένες, το παλιό Φόρουμ και τις υποβλητικές εκκλησίες. Μπαίνουμε μαζί με το συγγραφέα στο παλλαϊκό κτίριο όπου στεγαζόταν το Διεθνές Κολλέγιο Μεταφραστών Λογοτεχνίας, τρυπώνουμε κι εμείς στο μικρό (μα μοντέρνο και συμπαθητικό δωμάτιό του, όπως λέει κι ο ίδιος), νιώθουμε την αγωνία του να μεταφράσει με επιτυχία το αμίμητο ύφος του ποιητή Ζακ Πρεβέρ, συζητάμε με την Ιρίνα, Καθηγήτρια στο Ινστιτούτο Διερμηνείας και Μετάφρασης της Μόσχας, εντυπωσιαζόμαστε με την εργατικότητα του ψηλού Ολλανδού που μετέφραζε Μαρσέλ Προυστ, ζούμε κι εμείς κοντά στις όχθες του μεγάλου ποταμού Ροδανού, που – αδιάφορος λες κι ατελείωτος – συνεχίζει το ήσυχο ταξίδι του μακριά και – την ίδια στιγμή τόσο κοντά – στις νυχτερινές καλοκαιρινές συντροφιές των ανθρώπων.

Μα η ζωή κάνει κύκλους. Κι έτσι, ο συγγραφέας σε άλλο διήγημά του με τον τίτλο «Προοπτικές» περιγράφει την ψυχολογική κατάσταση ενός 77χρονου νεφροπαθούς, που βαθύς γευσιγνώστης Γιαννιώτικων γλυκών στο παρελθόν, τόσα χρόνια καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της πόλης, αλλά και στον Πειραιά, έπεσε θύμα του ύπουλου διαβήτη. Κι όμως, ο άνθρωπος αυτός, γέρος σχεδόν πια κι αποκαμωμένος απ’ την αγενή επίθεση της αρρώστιας, δεν το βάζει κάτω. Κάνει σχέδια, προγραμματίζει τη ζωή του, το μέλλον του, συνεχίζει ν’ αποκαλύπτει και να καταδιώκει τις ομορφιές της ζωής, ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχουν: στο κρεβάτι του νοσοκομείου, στο διάλογό του με την ευγενική νοσοκόμα, στην ανάμνηση ανθρώπων που έχουν χαθεί, παντού, επινοεί προοπτικές, δίνοντας σε όλους μας μαθήματα ζωής.

Και παντού, σ’ όλα σχεδόν τα διηγήματα του βιβλίου, να κυριαρχεί επίμονα η μνήμη του παλιού Ναυπλίου, σαν ένα νέο βάπτισμα, σαν ομολογία μιας ευδαιμονίας που έχει χαθεί, σαν υπόμνηση μιας ανεπιτήδευτα όμορφης καθημερινότητας που συναντάμε πια μονάχα σε αρχεία παλιών, ντόπιων φωτογράφων. Κυρίες και κύριοι, ακόμη κι εγώ, που δεν είναι Ναυπλιώτης, συγκινήθηκα όταν διάβασα για τις απογευματινές βόλτες στο πάρκο του Κολοκοτρώνη τη δεκαετία του ’30, τα παγωτά στο περίπτερο του Μανιταρά. Κι ύστερα, το χειμώνα, πρώτα λουκουμάδες στου Σέρβου του Μπουνταλέσκι και μετά ατέλειωτες βόλτες στο Μεγάλο Δρόμο. Αξέχαστα νεανικά πάρτι στο σπίτι του ποτοποιού του Καρώνη, ομιλούσες ταινίες που είχε φέρει ο επιχειρηματίας Πανόπουλος, γυμναστικές επιδείξεις στα σχολεία τέλη Ιουνίου, όλα αυτά στοιχειοθετούν ένα σκηνικό, όπου η τρυφερή χαρμολύπη συνυπάρχει με την ατόφια μελαγχολία για μια νιότη που έχει πια χαθεί, μα που υπήρξε έντονη κι ευτυχισμένη και γι’ αυτό, αλησμόνητη.

Συγκίνηση βέβαια προκαλούν κι οι αναμνήσεις του συγγραφέα για τη μητέρα του, παλιά οδοντίατρο του Ναυπλίου. Αρχές δεκαετίας του ’50, πλήθος κόσμου να την επισκέπτεται σε μια αίθουσα αναμονής, επιπλωμένης μ’ ένα σκυριανό σαλόνι κατάμαυρο, που για το μικρό τότε Γιώργο ήταν από μόνο του μια αυλή των θαυμάτων. Κι αυτό γιατί από εκεί περνούσαν ένα σωρό ενδιαφέροντες τύποι-πελάτες, που ο συγγραφέας ήθελε να γνωρίσει και να μάθει τα μυστικά τους. Πελάτες, απλοί χωριανοί ή και επώνυμοι, όπως ο ηθοποιός Δήμος Σταρένιος που τρεις η ώρα το πρωί είχε έλθει με απόστημα ή κι ο μεγάλος Μάνος Κατράκης, που μετά από μια παράσταση στην Επίδαυρο ήλθε με τρομερή αιμορραγία. Όμως, κατά τη γνώμη μου, η πιο συγκλονιστική μνήμη που υπάρχει στο βιβλίο, είναι η αναφορά του συγγραφέα στους σαλταδόρους που επί γερμανικής κατοχής, άρπαζαν ό,τι μπορούσαν. Με πολύ γλαφυρό τρόπο περιγράφονται περιστατικά της εποχής, όπου καθρεπτίζεται η προσπάθεια και η αγωνία ενός λαού να επιβιώσει κάτω απ’ το γερμανικό ζυγό. Πού να ήξεραν οι σαλταδόροι του 41 και του 42, ότι η γερμανική κατοχή μετά από 70 χρόνια θα ερχόταν ξανά στην Ελλάδα, με πιο εύσχημο βέβαια τρόπο, ότι οι Γερμανοί θα καθόριζαν και πάλι τη ζωή της Ευρώπης σε οικονομικό επίπεδο, ότι για οποιαδήποτε απόφαση οι Ελληνικές κυβερνήσεις θα πρέπει ξανά να παίρνουν την άδειά τους και ότι δεν θα μας άφηναν να ψηφίσουμε νομοσχέδια που προσπαθούν ν’ αντιμετωπίσουν, για παράδειγμα, την ανθρωπιστική κρίση, που μαστίζει τα τελευταία έξι χρόνια τον μισό Ελληνικό πληθυσμό.

Ωστόσο, η ζωή, έτσι κι αλλιώς, συνεχίζεται και πρέπει να συνεχίζεται. Έτσι, ο συγγραφέας δεν παρέλειψε να περιγράψει τις ομορφιές της ζωής, σε μια εποχή μάλιστα που κυριαρχούσε ο ρομαντισμός, η ευαισθησία, η αποθέωση της ομορφιάς, η αυθεντικότητα, η απλότητα, η καθαρότητα στις διαπροσωπικές σχέσεις. Έτσι, ο συγγραφέας σχολιάζει τα περίφημα καμάκια τη μαγική δεκαετία του ’60 στο παλιό Ναύπλιο, μας μεταφέρει αυτούσια τα λόγια ενός παλιού Ναυπλιώτη από τον Ψαρομαχαλά και μας υποβάλλει σε μια ατμόσφαιρα ερωτική, σε μια ατμόσφαιρα νοσταλγίας και γλυκιάς μελαγχολίας. Ήταν τότε που ο τουρισμός έκανε ουσιαστικά τα πρώτα του βήματα στο Ναύπλιο και που οι ντόπιοι νεαροί πολιορκούσαν τις αλλοδαπές τουρίστριες με τρόπο όμορφο, μακριά από χυδαιότητες, προσβολές και άλλες πράξεις που υποβαθμίζουν τον άνθρωπο.

Η αναπόληση αυτή του συγγραφέα, η αναφορά ενός άλλου ντόπιου για τα παιδικά του χρόνια και για το πώς ανακάλυψε τον κόσμο, ακόμη κι η ερωτική ζωή κάποιου κυρίου Ιωαννίδη, δικηγόρου από τη Θεσσαλονίκη, αλλά και τα παιδικά χρόνια ενός παλιού κατοίκου της Πρόνοιας, δίνονται από το συγγραφέα με τρόπο άμεσο, οικείο και γλαφυρό. Το βιβλίο τελειώνει με την αναφορά του Γιώργου Ρούβαλη στον Commandante Κάρλος, που στα νιάτα του, είχε τον τίτλο του αρχηγού σ’ ένα μαοϊκό αντάρτικο. Μα τώρα πια, ηλικιωμένος, καρδιακός, απόμαχος της ζωής και ουσιαστικά ανήμπορος, δεν του έχει απομείνει παρά η ανάμνηση μιας ζωής γεμάτης ωστόσο και συναρπαστικής.

Φτάνοντας κάποιος στο τέλος του βιβλίου του Γιώργου Ρούβαλη, νιώθει ότι έχει ταξιδέψει μαζί του σε όλον τον κόσμο, αισθάνεται ότι έχει ζήσει μια ζωή συναρπαστική, γεμάτη εμπειρίες αξέχαστες και γοητευτικές. Τα διηγήματα, ενώ ξαναλέω δεν διαπνέονται από κάποια διάθεση φιλοσοφική ούτε διακρίνονται από κάποιον βαθύ στοχασμό, παρασύρουν ωστόσο τον αναγνώστη να σκεφτεί και να συνειδητοποιήσει ότι η ζωή είναι μία, μικρή και ανεπανάληπτη. Ο συγγραφέας, με τον τρόπο του, έμμεσα αλλά ακριβώς γι’ αυτό πιεστικά, μας υποχρεώνει να αναλογιστούμε τί δεν κάναμε από όσα θα θέλαμε, τί δεν δοκιμάσαμε να πετύχουμε από όσα είχαμε ονειρευτεί σαν παιδιά. Οι σκηνές από το παρελθόν, οι εικόνες από τη ζωή του παλιού Ναυπλίου, οι εξομολογήσεις των ντόπιων που δεν διστάζουν να αποκαλύψουν τις αλήθειες της απλοϊκής και συγχρόνως τόσο γοητευτικής ζωής τους, είναι ένα μωσαϊκό αναμνήσεων τρυφερών, όπου ο καθένας από εμάς θα μπορούσε να αναπαυθεί και να ησυχάσει, να νοσταλγήσει και να συγκινηθεί. Άλλωστε, αυτός είναι κι ο στόχος της λογοτεχνίας.

Ευχαριστούμε το Γιώργο Ρούβαλη για τις εμπειρίες που μας χάρισε, για τον τρόπο που μας τις έδωσε και που μας επέτρεψε να τις μοιραστούμε μαζί του. Τον ευχαριστώ κι εγώ ιδιαίτερα προσωπικά, όχι μόνον γιατί μου έκανε τη μεγάλη τιμή να συμπαρουσιάσω τα γοητευτικά αυτά διηγήματα, αλλά κυρίως γιατί –για άλλη μια φορά– είχα την ευκαιρία να συνειδητοποιήσω ότι η ζωή, μ’ όλες τις δυσκολίες και τις αναποδιές που μπορεί να υπάρχουν, κρύβει μια συγκλονιστική ομορφιά, ανεπανάληπτη, μαγική, μοναδική. Για άλλη μία φορά, σκέφτηκε ότι η ομορφιά αυτή δεν είναι ούτε στο χρήμα, ούτε στη μάταιη φήμη, ούτε είναι κρυμμένη σε βαθυστόχαστες αναλύσεις. Ακριβώς το αντίθετο: η ομορφιά της ζωής μας περιμένει παντού και πάντα, στο καλημέρα κάθε πρωί, στον ήλιο που παίζει από παράθυρο σε παράθυρο και τα μεσημέρια τρέχει ελεύθερος στους δρόμους, στη βροχή όπως κυλάει ανυπεράσπιστα στα ρείθρα, πάνω απ’ όλα στους ανθρώπους. Στα λόγια αγαπημένων ανθρώπων, στο ανεπιτήδευτο χαμόγελό τους και σ’ εκείνο το μοναδικό ή σπάνιο βλέμμα εκείνου που νοιάζεται για σένα και που σε βοηθάει πάντα, θυμίζοντάς σου συνεχώς ότι η ζωή είναι μία και ανεπανάληπτη.

Πέτρος Λυγίζος

Δεν υπάρχουν σχόλια: