8.3.15

Ο αξιοπρεπής Μπρούνο και ο δύσκολος Τζόνι...

Γράφει ο Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου | Καθημερινή,
Κυριακή 8 Μαρτίου 2015 »» 

ΧΟΥΛΙΟ ΚΟΡΤΑΣΑΡ
Ο κυνηγός
μτφρ.: Μάγια-Μαρία Ρούσσου
εκδ. Απόπειρα

Ο Τσάρλι Πάρκερ, πηγή έμπνευσης για τον Χούλιο Κορτάσαρ στον «Κυνηγό».
Ο Τσάρλι Πάρκερ, πηγή έμπνευσης για τον Χούλιο Κορτάσαρ στον «Κυνηγό».

Είναι ο Μπρούνο και είναι ο Τζόνι. Είναι ο Τζόνι και ο Μπρούνο. Και μετά είναι η Ντεντέ, η Τίκα, ο Αρτ, ο Μαρσέλ και κάποιοι ακόμη.

Ο Μπρούνο είναι κριτικός της τζαζ, ο Τζόνι είναι μουσικός της τζαζ και μια τεράστια θάλασσα τους χωρίζει. Ο Μπρούνο έχει γράψει μία βιογραφία για τον Τζόνι, κι αν ο Μπρούνο μπορεί να πιαστεί από το βιβλίο του, από τις πωλήσεις του βιβλίου του και την υποδοχή του από το κοινό, ο Τζόνι δεν ξέρει από πού να κρατηθεί. Ο Τζόνι είναι ναρκομανής, συνήθως δεν μπορεί ν’ αντεπεξέλθει στο πρόγραμμα των συναυλιών του, και είναι συναισθηματικά ασταθής (γιατί, όπως λέει ο Μπρούνο, στην περίπτωσή του η ερωτική επιθυμία υπερβαίνει την ευχαρίστηση και την εξουδετερώνει), ενώ ο Μπρούνο έχει τη δουλειά του, την αξιοπρέπειά του και τη γυναίκα του. Ο Μπρούνο όμως αγαπάει τον Τζόνι και εξίσου τον ζηλεύει. Γιατί όταν ο Τζόνι εμφανίστηκε στο μουσικό προσκήνιο, ήταν σαν να έγινε στην τζαζ μια κρύα υπόκωφη έκρηξη, που όμως δεν άφησε κομματιασμένα σώματα (λέει ο Μπρούνο), εκτός από το σώμα του ίδιου του Τζόνι (θα προσθέσω εγώ).

Αυτή είναι λοιπόν η νουβέλα του Χούλιο Κορτάσαρ, «Ο κυνηγός» (1959, επετειακή επανέκδοση από τις εκδόσεις Απόπειρα για τα εκατόχρονα από τη γέννηση του συγγραφέα), αφιερωμένη στη μνήμη του Τσάρλι Πάρκερ, και αυτή είναι περίπου η ιστορία: βασισμένη στην περίοδο που ο Πάρκερ βρισκόταν στο Παρίσι, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ειπωμένη από τη σκοπιά του αφηγητή Μπρούνο, ο οποίος τον ακολουθεί κατά πόδας, σαν κυνηγός, προκειμένου να συλλέξει κάθε νέα πληροφορία. Βασικά όμως είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που δουλεύει με τα χέρια του (Τζόνι) και ενός άλλου που τον εξετάζει χρησιμοποιώντας το κεφάλι του (Μπρούνο). Αλλωστε ο Μπρούνο το λέει καθαρά. Ο Τζόνι, ο δύσκολος Τζόνι, είναι σαν ένα φως που αναζητά τρόπο να ανάψει. Μόνο που ο Μπρούνο είναι τελικά εκείνος που κρατά ένα φως ανάκρισης, και το ρίχνει πάνω στη μαύρη γυαλιστερή επιδερμίδα του Τζόνι Κάρτερ.

Και, από την άλλη, ο Τζόνι, ο μόνος αυτόφωτος, όλο και γονατίζει, όπως στη σκηνή του Καφέ ντε Φλορ, όπου μπροστά στο τραπέζι του Μπρούνο και της Μπέιμπι, θρηνεί τον χαμό της Μπι, της μικρής του κόρης, αν και μάλλον εκεί δεν πρόκειται για γονάτισμα, αλλά για μια απότομη προσγείωση του Τζόνι, ο οποίος δεν έχει τίποτα άλλο πέρα από το σώμα του. Το σώμα του λυγίζει από τη στέρηση, το σώμα του αφήνει την κουβέρτα να γλιστρήσει για να δει τ’ αχαμνά του ο Μπρούνο (στο ξενοδοχείο), γύρω από το σώμα του περιστρέφονται όλοι οι υπόλοιποι: ετερόφωτοι, αλλά κάπως εγκρατείς, αρκετά πιο καθημερινοί, και γι’ αυτό ικανοί να επιβιώσουν: η Τίκα η μαρκησία που τον κανακεύει, η γυναίκα του η Ντεντέ και η Λαν, η πρώην του γυναίκα, η Μπέιμπι που αγωνιά για την καριέρα της, οι μουσικοί (ο Αρτ, ο Μαρσέλ) που δεν καταλαβαίνουν γιατί θέλει ο Τζόνι να καταστρέψει την ηχογράφηση του Amorous.

Κάπου, ο Μάρσαλ Στερνς γράφει στην «Ιστορία της Τζαζ»: «Ο σαξοφωνίστας Τσάρλι Πάρκερ ακολουθώντας τον τρομπετίστα Ντίζι Γκιλέσπι, κατέπληξε τους συναδέλφους του σε μια συναυλία στο Κάρνεγκι Χολ το 1950, επαναλαμβάνοντας τις πολύπλοκες φράσεις του τελευταίου τις οποίες αποστράγγιζε τελείως και πρόσθετε δικές του στα ίδια χρονικά διαστήματα! Αυτό κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να το είχε κάνει».

Αυτό λοιπόν προσπαθεί να κάνει και ο Μπρούνο, να γράψει μερικές φράσεις με αφορμή τα σόλο του Τζόνι, αλλά δεν τα καταφέρνει, επειδή ίσως δεν αντιλαμβάνεται πως η ασύγκριτη τέχνη του Τζόνι οφείλεται στην αξιοθρήνητη ζωή του. Η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Τζόνι είναι πως ο Τζόνι, κάθε φορά που παίζει, κάτι χάνει, κάτι λιγοστεύει πάνω του, ενώ ο Μπρούνο, κάθε φορά που γράφει, διατηρείται ανέπαφος, με αποτέλεσμα η διανοητική του αποθήκη να μην αδειάζει ποτέ.

Φαντάζομαι τον Μπρούνο σαν τον Κορτάσαρ, όπως ακριβώς τον περιγράφει ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης: ψηλόλιγνο και βαρυκόκαλο, με μάτια ζώου. Τελείως άδικα βέβαια.

Γιατί ο Κορτάσαρ δεν είναι ο Μπρούνο, αλλά κάποιος που έχει σφηνώσει ανάμεσα στη φουσκωμένη κοιλιά του Τζόνι και την επίπεδη κοιλιά του Μπρούνο και προσπαθεί να γράψει με τον πιο ζεστό τρόπο, όπως κάποιος που κουβαλά ένα ζεστό καρβέλι ψωμί μέσα στο κρύο.

Ετσι και ο «Κυνηγός» καταλήγει κι αυτός να είναι σαν μια ζεστή έκρηξη που ξεκινά από την τζαζ, από τον συγκεκριμένο τζαζίστα και από τον ανύπαρκτο Μπρούνο, μια έκρηξη όμως που φτάνει σ’ εμάς και μας κατατροπώνει: «Δεν ήμουν ικανοποιημένος, σκεφτόμουν πως τα καλά πράγματα, το κόκκινο φόρεμα της Λαν, ακόμη και η Μπι, ήταν σαν παγίδες για ποντικούς, δεν ξέρω να εξηγηθώ με άλλο τρόπο... παγίδες για να υποχωρήσει κάποιος, κατάλαβες, για να πει κάποιος πως όλα είναι καλά. Μπρούνο, εγώ πιστεύω πως η Λαν και η τζαζ, ακόμη και η τζαζ, είναι σαν διαφημίσεις σε περιοδικά, πράγματα ωραία για να υποχωρήσω όπως κι εσύ γιατί έχεις το Παρίσι και τη γυναίκα σου και τη δουλειά σου...».

Είναι αλήθεια πως κανείς δεν ξέφυγε από τίποτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: