21.10.13

«Γαμ.», κάτι το τρελό, κάτι το αντιφατικό, κάτι το εκλεπτυσμένο

Cat is Art »»

Γαμ.

Σε αμμώδη εδάφη, καμπίνες αεροπλάνων, διαδηλώσεις και αίθουσες ψυχανάλυσης περιπλανώνται οι ιστορίες της Κατερίνας Έσσλιν. Μια γυναίκα που διατηρεί ανθοπωλείο και πουλάει ανθοδέσμες εκ των οποίων καμιά ποτέ δεν φθάνει στον προορισμό της. Μια πρόταση γάμου ανάμεσα σε δύο αγνώστους σε μια πτήση μεταξύ Λονδίνου - Αθήνας και μια πτώση που προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις. Οι ιδιοκτήτες και οι θαμώνες ενός κάμπινγκ που ανακαλύπτουν μέσα στο σάκο μιας τουρίστριας αντί για φίδια ένα νυφικό. Μια μητέρα που, αρνούμενη την απώλεια, αρνείται και το όνομά της. Ένας άνδρας που γιορτάζει τα γενέθλια των εξήντα του χρόνων στα μονόστηλα του ημερήσιου Τύπου. Μια νοσηλεύτρια που με πάθος μισεί και αγαπά τον ίδιο ηλικιωμένο ασθενή. Εν τω μεταξύ το νυφικό, μοιραίο και εξαρτώμενο, μετακινείται από ιστορία σε ιστορία και από ρόλο σε ρόλο.

Το θέατρο γεμίζει. Η παράσταση «Γαμ.» ανοίγει πανιά. Όλοι, κοινό και ηθοποιοί, ανακοινώνουμε χαρούμενοι και ανυπόμονοι τα ονόματά μας, ένας θεατής λέει το υποκοριστικό του στην αγιασιώτικη διάλεκτο. Αποδεκτό. Η Κατερίνα Έσσλιν, μια νέα γυναίκα με απύθμενη φαντασία και μοναδική αφηγηματική τεχνική, ανακαλύπτει ιστορίες. Άλλες τις επινοεί, σε άλλες προσθέτει ονειρικά ψεύδη και σε μερικές οδυνηρές αλήθειες. Τις γεμίζει πέταλα λουλουδιών, πικρό αλάτι και φρέσκα φρούτα, τις πασπαλίζει με κανέλλα εισαγωγής από τη χώρα των εμπειριών της και ολίγη καθημερινότητα. Το μείγμα σφύζει από ευεξία.
Κατόπιν τις συσκευάζει σε βιβλίο που μυρίζει αληθινό χαρτί δάσους και μαργαρίτες του αγρού.

Μυθιστορήματα του ενός λεπτού, του ενός γιασεμιού, της μιας αναπνοής. Κάθε ένα κόκκος άμμου κι όλα μαζί μια  παραλία καλοκαιρινή. Μιλούν για την αγάπη, για την ανάγκη της αγάπης, για την έλλειψη της αγάπης, για την απώλεια της αγάπης, για την ψευδαίσθηση της αγάπης, για τη δύναμη της αγάπης. Αλλά και για τη μοναξιά που κόβει κομμάτια τον αέρα του δωματίου, τον πόνο της ψυχής – τον πιο αφόρητο από τους πόνους, το φόβο – τέρας, τις φοβίες της ζωής, τα υπαρξιακά απωθημένα, τα συμπλέγματα, τις αυτοκαταστροφές.
Ήμουν και πάλι τυχερή και δεν ξέρω πια πώς τα καταφέρνω. Η παράσταση σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μπογδάνου ήταν καλοδουλεμένη, καλοκουρδισμένη, καλοφτιαγμένη. Χαριτωμένη, αστεία, λυπημένη όπου και όπως έπρεπε, ευφάνταστη. Είχε κάτι το τρελό, κάτι το εκλεπτυσμένο, κάτι το επιμελώς αυθόρμητο, κάτι το ατίθασο, το λιτό και αντιφατικό.
Ο θίασος αδαμάντινος, απαρτιζόταν από εξαιρετικούς ηθοποιούς που ήδη διαπρέπουν. Ήταν οι Χάρης Αττώνης, Ναταλία Καλημερατζή, Αγγελική Μαχαίρα, Ιωάννα Μπακαλάκου, Ιωάννα Νασιοπούλου, Νικολίτσα Ντρίζη, Φάνης Παυλόπουλος, Γιώργος Στάμος, Υβόννη Τζάθα, Στέλιος Ψαρουδάκης Υπάκουσαν στη φλόγα και στη ροή του κειμένου. Είχαν εκφραστικότητα, αλήθεια, πειθαρχία. Ως εκ τούτου το αποτέλεσμα ήταν μια δουλειά μεστή, διαυγής, με υπέροχη νεανική ελευθερία αλλά δεν της έλειπε και το απαιτούμενο θεατρικό μέτρο. Έχει μεγάλη αξία να αποχωρεί ο θεατής ανάλαφρος και χαμογελαστός από την αίθουσα του θεάτρου. Μπράβο τους!

Σεβασμός στην ιστορία του άλλου

Η συλλογή διηγημάτων Γαμ. της Κατερίνας Έσσλιν (υποψήφια για τα λογοτεχνικά βραβεία του Αναγνώστη 2013), μεταφέρθηκε στο θέατρο από τον σκηνοθέτη Δημήτρη Μπογδάνο - σε μια παράσταση για τον σεβασμό στην ιστορία τού άλλου, στο θέατρο «Θησείον».
Μετά τις sold out παραστάσεις στο Bios, στο πλαίσιο του Bob Theater Festival (όπου "ανέβηκε" ως work in progress), το Γαμ. φόρεσε τα καλά του και εμφανίστηκε ξανά τον Οκτώβριο, αυτή τη φορά στο «Θησείον».
Γαμ. Η παράσταση που συμφιλιώνει τη ζάχαρη με το ξινό του λεμονιού και που υπόσχεται να σε πυροβολήσει αδίστακτα (μ' ένα νεροπίστολο).

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μπογδάνος
Σκηνογραφική και ενδυματολογική επιμέλεια: Μαρίζα Παγκάκη
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Δημητρίου
Υπεύθυνος παραγωγής και επικοινωνίας: Μανώλης Αντωνίου
Ηθοποιοί: Χάρης Αττώνης, Ναταλία Καλημερατζή, Αγγελική Μαχαίρα, Ιωάννα Μπακαλάκου, Ιωάννα Νασιοπούλου, Νικολίτσα Ντρίζη, Φάνης Παυλόπουλος, Γιώργος Στάμος, Υβόννη Τζάθα, Στέλιος Ψαρουδάκης

Τι σημαίνει γαμ.;

Γαμ. δεν σημαίνει απολύτως τίποτα και ποτέ - παρά μόνο κάθε νύχτα στις τρεις και πέντε τα ξημερώματα, τότε που η λέξη γαμώτο τρώει μια τσεκουριά και σπάει στα δύο. Το Γαμ. είναι είκοσι τέσσερα "μυθιστορήματα του ενός λεπτού", που συμφιλιώνουν τη γλύκα της ζάχαρης με το ξινό του λεμονιού. Έχετε ένα λεπτό για να απεξαρτηθείτε από τον ψυχαναλυτή σας, να αλλάξετε φύλο στον αγαπημένο σας σκηνοθέτη, να ερωτευτείτε, να πεθάνετε, να παντρευτείτε, να πεθάνετε (το είπαμε αυτό), να μάθετε αγγλικά ή πώς να γράφετε ερωτικές επιστολές.
Αναγνωστών, Νόσος των:
Εδώ, ακριβώς αντίθετα απ' ό,τι ισχύει στη Νόσο των Δυτών, ο ασθενής προσβάλλεται όταν καταδυθεί γρήγορα σε κάποιο βιβλίο και αναδυθεί αργά, εκβάλλοντας φυσαλλίδες απόλαυσης και ανεπίπλαστους βορβορυγμούς αναγνωστικής ηδονής.
Ιδιαιτέρως επικίνδυνο βιβλίο εν προκειμένω θεωρείται το ανά χείρας, καθώς σε όλους ανεξαιρέτως τους πρώτους πειραματικούς αναγνώστες του εμφανίστηκε το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα της νόσου: ένα γέλιο που ξενερίζει, αφήνοντας βαθιά από κάτω του ναυάγια εκλεκτικής σοβαροφάνειας και στρώματα μελαγχολίας βυθού.
Τρόποι αποφυγής της νόσου είναι να καταδυθεί ο αναγνώστης ως Μισός Σκάφανδρο, αφήνοντας το άλλο μισό του να παραδοθεί κυριολεκτικώς απνευστί στις μεσμεριστικές θεουργίες της συγγραφέως και στα δαιμονικά και δαιμονιώδη τερτίπια μιας γλώσσας που, ακόμα και με λέξεις ατελείς, ημιτελείς, συγκεκομμένες (γαμ. κ.ά.], την κάνει τη δουλειά της μια χαρά και κόκαλα τσακίζει.

Το βιβλίο

Γαμ. Το βιβλίο που ο Αχιλλέας Κυριακίδης χαρακτήρισε «ιδιαιτέρως επικίνδυνο» και που περιέχει κείμενα που «μοιάζουν μονοκατοικίες αλλά είναι τριώροφα» (όπως επισήμανε ο Γιάννης Μπασκόζος στο «Βήμα»), και διαβάζεται «αγκαλιά με αυτό που δεν είναι ή δεν θα είναι ποτέ πια, ενώ επρόκειτο να είναι για πάντα» (κατά την Τιτίκα Δημητρούλια στην «Καθημερινή»), μετατρέπεται από «απλό» βιβλίο σε pop-up, δίνοντας επί σκηνής "φωνή" στις ξεκαρδιστικά πικρές, άλλοτε τρυφερές, άλλοτε ωμές, και σχεδόν πάντα σουρεαλιστικές (μέσα στην αλήθεια τους) ιστορίες του.

«Μυθιστορήματα του ενός λεπτού»

Αν συχνά νιώθεις ότι είσαι ο δίπλα σου ή αν ο δίπλα σου είσαι εσύ, τα 12 αυτοτελή «μυθιστορήματα του ενός λεπτού» (που επιλέχθηκαν από το Γαμ. για να γίνουν θέατρο) είναι για σένα. Επιβιβάσου χωρίς αλεξίσφαιρο γιλέκο σε ένα ρόλερ-κόστερ εναλλαγής συναισθημάτων, ταξιδεύοντας από ιστορία σε ιστορία με την ταχύτητα που τραβάς ένα τσιρότο.

Ένα από τα μικρο-μυθιστορήματα της Κατερίνας Έσσλιν – «Χρόνια πολλά»

Σηκώθηκα δυο λεπτά πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Το περίμενα. Χτύπησε. Το έκλεισα. Άνοιξα τα μάτια μου. Ο λεκές από υγρασία στο ταβάνι είχε μεγαλώσει. Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού και αναζήτησα με τα πόδια τις παντόφλες μου. Βρήκα πρώτα την αριστερή. Τις φόρεσα, σηκώθηκα όρθιος και περπάτησα ως το μπάνιο. Κλείνω τα 49. Κλότσησα ελαφρά την πόρτα του μπάνιου. Κλότσησα τον εαυτό μου να περπατήσει ως τον νιπτήρα. Μου πήρε δύο χρόνια αυτή η κλοτσιά. Κλείνω τα 51. Έπιασα το σωληνάριο της οδοντόκρεμας με το δεξί μου χέρι και ζούληξα λίγη από την πάστα πάνω στην οδοντόβουρτσα που θα αγοράσω του χρόνου. Κλείνω τα 52. Απλώνω αφρό ξυρίσματος πάνω στα γένια μου. Ακουμπάω το μπλε ξυραφάκι και προσπαθώ να το σηκώσω. Ζυγίζει 500 κιλά. Σκέφτομαι πως ίσως φταίει το ασήκωτο χρώμα του – έχω να δω οτιδήποτε μπλε, ουρανό, θάλασσα ή μάτια από όταν έκλεισα τα 53. Μαζεύτηκε πολύ μπλε. Μένω αξύριστος. Κλείνω τα 54. κατευθύνομαι προς το υπνοδωμάτιο και ξαπλώνω ξανά  στο κρεβάτι χωρίς να βγάλω τις παντόφλες απ’ τα πόδια μου ή την παλιά μου εικόνα απ’ το μυαλό μου. Κοιμάμαι ως τις δέκα. Ξανακοιμάμαι ως τις δύο. Οι παντόφλες μου έχουν πέσει στο πάτωμα (πιστεύω) – οπότε τις ξαναψάχνω. Τις ψαχουλεύω ατάραχος για 10 ολόκληρα λεπτά, μετρώντας τις ρίγες της ταπετσαρίας. Δεν τις βρίσκω με τα πόδια και γι’ αυτό πέφτω στα γόνατα, σαν να ’θελα να τις παρακαλέσω παρά να τις ψάξω, όμως δεν βρίσκονται στο πάτωμα κάτω από το κρεβάτι (έχουν μπερδευτεί με τα σκεπάσματα). Ωστόσο κάτω απ’ το κρεβάτι βρίσκω μια κάλτσα που την είχα χάσει καιρό, μια εφημερίδα, τα γυαλιά μου για το διάβασμα, τα μάτια μου, τρεις μπάλες από χνούδι κι ένα σχετικά μεγάλο κομμάτι του κορμιού μου – από τη μέση ως τα γόνατα. Δεν μαζεύω τίποτα. (Δεν έχω καθόλου καιρό να σφουγγαρίσω – ούτε τα μάτια μου ούτε τον αφαλό μου ούτε την εφημερίδα ούτε το πέος μου. Κλείνω τα 55). Βρίσκω τις παντόφλες μου ανάμεσα στα σκεπάσματα και ξαναπέφτω για ύπνο. Σηκώνομαι στις τέσσερις και τέταρτο και κινώ, ξυπόλυτος, για την κουζίνα. Φτάνω στην πόρτα και γυρνάω πίσω να βάλω τις παντόφλες μου. Ξανασηκώνομαι παρά πέντε. Σέρνω τα πόδια μου ως την κουζίνα, σκοντάφτω στο χαλάκι και πέφτω στο πάτωμα. Πέφτω σε σαδιστικά αργή κίνηση, για δύο χρόνια. Κλείνω τα 57. Σηκώνομαι αργά αργά, στηριζόμενος στον κόκκινο καναπέ με τον λευκό λεκέ. Όταν τον αγόρασα, ήταν όλος λευκός. (Δεν πρόκειται για έναν λευκό λεκέ στην πλάτη ενός κόκκινου καναπέ, πρόκειται για έναν τεράστιο κόκκινο λεκέ από κρασί, μ’ ένα μικρό, αλέκιαστο κυκλάκι στην πλάτη). Ανάβω τη λάμπα. Δεν είμαι μόνο εγώ αξύριστος. Όλα τα αντικείμενα στο σπίτι έχουν βγάλει σκληρά γένια που γρατζουνάνε. Κατευθύνομαι προς την κουζίνα να ετοιμάσω κάτι να φάω. τρώω κρασί με τα χέρια, χωρίς μαχαιροπίρουνα, χωρίς ποτήρι, δεν πίνω, καταπίνω χωρίς να μασάω. (Βαριέμαι να μασάω, Με καθυστερεί. Κλείνω τα 58 και μπαίνω στα 59).
Παραγγέλνω μια μερίδα μακαρόνια με κιμά. Έχω προπληρώσει 1000 ευρώ στο μαγειρείο, υπολογίζω τώρα να υπολείπονται 100 με 150. Μου αφήνουν τα μακαρόνια με το κιμά πάντα έξω από την πόρτα, στο χαλάκι.(Κάποιες μέρες μπερδεύομαι και τρώω το χαλάκι. Δεν έχει καμιά διαφορά στη γεύση). Κάθομαι στον καναπέ κι ανοίγω την τηλεόραση. Παίζει εκείνη τη διαφήμιση που δείχνει ένα χαμογελαστό παιδάκι πάνω στους ώμους του μπαμπά του να παίζουνε τρενάκι, και μετά μπαίνει στο πλάνο μια μανιακή γυναίκα και πνίγει τον μικρό και μετά γελάει δυνατά κι αυτοκτονεί. Έτσι θα τελείωνε αυτή η διαφήμιση αν μιμούνταν τη ζωή. Χτυπάει το τηλέφωνο και προσπαθώ ανεπιτυχώς να το σηκώσω με τα μάτια. Χτυπάει για πέντε λεπτά. Το σηκώνω (με τα χέρια) κι είναι η αδελφή μου να με ρωτήσει ζεις, ξύπνησες, σηκώθηκες, έφαγες, ετοιμάστηκες, και να μου πει ότι χαίρεται που αποφάσισα να της αναθέσω την αποψινή συγκέντρωση των γενεθλίων μου και ότι χάρηκαν όλοι που θα με δουν επιτέλους μετά από τόσα χρόνια κι ότι αυτό ίσως σημαίνει επιστροφή και ότι πολλοί άνθρωποι επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους μετά από κάποια τραγωδία, ειδικά εκεί γύρω στα 60, κι όλα θα φτιάξουν, και ο χρόνος φαίνεται τελικά πως είναι γιατρός, κι ότι εκείνη τη φορά που είχαμε κάνει τα γενέθλιά μας μαζί, πολύ πριν από αυτό που έγινε, δεν θα την ξεχάσει ποτέ. Το πριν απ’ αυτό που έγινε το είπε λες και πρόφερε λέξεις που μόλις είχαν βγει από το χειρουργείο κι ο γιατρός  έπρεπε να πει στους συγγενείς λυπάμαι. Κλείνω το τηλέφωνο. Κλείνω τα 10: δέκα χρόνια απ’ αυτό απ’ αυτό που έγινε (από τη διαφήμιση που τελείωσε αλλιώς από αυτήν που παίζουν στην τηλεόραση). Η αδελφή μου θα ξεκινήσει σε  πέντε λεπτά, κι εγώ πρέπει να ντυθώ και να ετοιμαστώ ψυχολογικά να δω ανθρώπους, να συνηθίσω στην ιδέα να δω επιτέλους ανθρώπους κανονικούς, δερμάτινους – και όχι από χαρτί ή από γυαλί ή μέσα στο ποτήρι μου. Οι δεύτερες σκέψεις ξετρυπώνουν απ’ το δέρμα μου ανεξέλεγκτα, σαν ιδρώτας. Κλείνομαι στο μπάνιο και σκέφτομαι πως, για να υπάρχουν γκρεμοί, κάποια χρησιμότητα θα έχουν. Σκέφτομαι πως το να κάτσεις στην άκρη του γκρεμού και να του ρίξεις σκοινιά για να τον βοηθήσεις ν’ ανεβεί, πως το να προσπαθήσεις να ανελκύσεις τον γκρεμό, να τον σώσεις, να τον σηκώσεις σαν φόρεμα προς τα πάνω, αρπάζοντας τον γκρεμισμένο του ποδόγυρο, στέκει όσο στέκει το να περιμένεις πως, αν ξαναστήσεις σαν ντόμινο όλα τα χρόνια που έχεις ζήσει μέχρι σήμερα, ίσως και να μην πέσουν αυτή τη φορά. Ανοίγω την ντουλάπα μου, και πάνω από το γκρεμό κρέμεται το κουστούμι που έχω πει ότι θα φορέσω – είναι γκρι. Είμαι πολύ όμορφος με γραβάτα. Ποιον κοροϊδεύω; Είμαι σαν να κλείνω τα 150. Ακούω το κουδούνι της κάτω πόρτας και πανικοβάλλομαι, με πονάει το κεφάλι μου, με πονάει το στέρνο μου, με πονάει το πουκάμισό μου, θέλω να φορέσω τις παντόφλες μου. Κινώ προς το θυροτηλέφωνο, αλλά βγαίνοντας από το δωμάτιο με περιμένει μια έκπληξη. Ένα ηχηρό σαρπράαααααααααααααιζ, όπως στις ταινίες, με πυροβολεί στον κρόταφο. Στο σαλόνι βρίσκονται ήδη οι πρώτοι μου υποτίθεται καλεσμένοι, με τα ακάλεστα χαμόγελά τους, ο εαυτός μου σε ηλικία 5 χρονών, ο εαυτός μου σε ηλικία 8, ο εαυτός μου στο γυμνάσιο, ο εαυτός μου αγκαλιά με την πρώτη μου γκόμενα, ο εαυτός μου με το πτυχίο μου στο χέρι, ο εαυτός μου με το νυφικό της γυναίκας μου, ο εαυτός μου με το γιο μου σε φωτογραφία, ο εαυτός μου όταν παραιτήθηκα από το νοσοκομείο, ο εαυτός μου στα 40 μου, ο εαυτός μου στα 41 μου, στα 42 μου, στα 43, στα 44, στα 45, στα 46, στα 47, στα 48, στα 49, στα 50, στα 51, στα 52, στα 53, στα 54, στα 55, στα 56, στα 57, στα 58, στα 59. Ανοίγω το συρτάρι όπου κρύβω το περίστροφο. Κλείνω τα 60 στα ψιλά γράμματα μιας εφημερίδας.

Aπό το βιβλίο Γαμ. (Μυθιστορήματα του ενός λεπτού), εκδόσεις «Απόπειρα»

Δεν υπάρχουν σχόλια: