Το διήγημα της Καίτης Βασιλάκου από το βιβλίο της Αγαπημένε μου ψυχίατρε, που δημοσιεύτηκε την Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013 στην εφημερίδα Έθνος, στα πλαίσια του καλοκαιρινού αφιερώματος «32 διηγήματα για το καλοκαίρι».
Πηγή: «Ο θεός που αμάρτησε».
Δεν θυμάμαι πόσα χρόνια βρίσκομαι σ’ αυτόν εδώ το ναό που οι άνθρωποι έχτισαν για χάρη μου. Η μνήμη των θεών δεν είναι ίδια με των ανθρώπων και δεν γνωρίζει την αρχή και το τέλος των πραγμάτων.
Στέκομαι εδώ κυρίαρχος και επίφοβος, το Μέγα Είδωλο της πόλης, πέρα από τα αισθητά που κατατρίβουν τους θνητούς και τους συντρίβουν, πάνω από τις εφήμερες ζωές τους και τα πάθη τους.
Μέσα στο ναό μου μπαινοβγαίνουν χωρίς διάκριση πλούσιοι και φτωχοί.
Έρχονται κύματα κάθε μέρα οι πιστοί και προσκυνούν, αποθέτουν τις προσφορές τους, γονατίζουν στα πόδια μου και προσεύχονται, μου ζητούν ευημερία, μακροημέρευση και ευτυχία, πράγματα που εννοείται ότι δεν μπορώ να τους δώσω.
Οι έμποροι μου αφιερώνουν πολύτιμα πετράδια και μπαχαρικά, θυσιάζουν μικρά αρνιά και μοσχαράκια και ζητούν προστασία στα μακρινά, επικίνδυνα ταξίδια τους. Οι αρχόντισσες αποθέτουν χρυσά περιδέραια και βραχιόλια και μου μιλούν για τα καθημερινά τους βάσανα, για έρωτες ανεκπλήρωτους, για ένα παιδί που δεν λέει να γεννηθεί στο σπίτι τους και για τις μικρές, κρυφές αρρώστιες τους.
Οι χωρικοί πάλι μου φέρνουν χήνες και παπιά, μικρά δοχεία με λάδι και κρασί και με παρακαλούν για καλές σοδειές, να ξεχρεώσουν τους τοκογλύφους και τους φοροεισπράκτορες και να μη βρεθούν στο δρόμο. Γέροντες από τις λαϊκές συνοικίες, που νιώθουν να τους γυροφέρνει ο θάνατος, μου προσφέρουν ό,τι πολύτιμο έχουν φυλάξει για τα γεράματά τους, ένα κομμάτι μεταξωτό πανί ή ένα ασημένιο δαχτυλίδι με αντάλλαγμα μια μικρή παράταση της θλιβερής ζωής τους.
Έρχονται και γονείς που δεν έχουν να θρέψουν τα παιδιά τους. Αυτοί χαρίζουν στο ναό μου ένα κορίτσι ή ένα αγόρι τους και ζητούν την εύνοιά μου, να μην πεθάνει από την πείνα η υπόλοιπη οικογένεια.
Έρχονται και οι άρρωστοι — παράλυτοι, χωλοί, τυφλοί, άνθρωποι γεμάτοι έλκη — προσεύχονται και ζητούν πίσω τη χαμένη υγεία τους. Όλοι οι πιστοί μου κάτι μου προσφέρουν και κάτι μου ζητούν. Αυτό το αλισβερίσι γίνεται όλη μέρα.
Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτούς. Όμως η ελπίδα τους είναι τόσο δυνατή που καμιά φορά η τάξη των πραγμάτων ανατρέπεται και τότε ξεπηδά το θαύμα. Δεν έχω καμιά ευθύνη εγώ γι’ αυτό. Αλλά οι πιστοί μου δεν το ξέρουν.
Έξω, στην αυλή του ναού μου, μάγοι, θεραπευτές, αγύρτες και ζητιάνοι κάνουν θαύματα κι εξορκισμούς στο όνομά μου ή ζητιανεύουν δείχνοντας τα ακρωτηριασμένα μέλη τους. Ο κόσμος τους λυπάται, τους πετά κανένα ξεροκόμματο, άλλοτε τους κλοτσά με περιφρόνηση.
Είναι ακατανόητη ακόμα και σε μένα η ανθρώπινη ψυχή, τόσο γενναιόδωρη άλλοτε κι άλλοτε τόσο ποταπή.
Όμως εγώ είμαι σε όλους σεβαστός. Κανείς πιστός μου δεν σήκωσε ποτέ το βλέμμα, δεν με κοίταξε κατάματα. Μπροστά μου η ανθρώπινη ψυχή φοβάται.
Το αίμα χύνεται στο βωμό μου άφθονο. Απ’ το πρωί ως το βράδυ ακούω τα απελπισμένα μουγκρίσματα των ζώων που θυσιάζονται για χάρη μου. Έτσι φαντάζονται οι πιστοί μου πως θα δείξω επιείκεια και πως θα μαλακώσω την οργή μου, αν κάπου έχουν αμαρτήσει. Άλλοι πάλι κάνουν μ’ αυτόν τον τρόπο την ανταλλαγή τους ελπίζοντας να χύσω το αίμα των εχθρών τους και να εκδικηθώ για πάρτη τους. Γιατί αυτή είναι η φύση του ανθρώπου. Και η φύση τού θεού ίδια είναι κι αυτή, εφόσον θεοί και άνθρωποι από την ίδια μήτρα βγαίνουμε.
Οι ιερείς μου είναι οι άγρυπνοι υπάλληλοί μου: φροντίζουν να γίνονται όλα οργανωμένα και σωστά, το ιερό φως μου να μη σβηστεί ποτέ, το λιβάνι να καίει αδιάκοπα στις σχάρες, να ξεπλένονται κάθε τόσο τα μάρμαρα από τα αίματα, να απομακρύνονται όσοι καθυστερούν μπροστά στο είδωλό μου και όσοι ενοχλούν.
Μια ατελείωτη βουή είναι ο ναός μου όλη τη μέρα.
Τη νύχτα, με το πρώτο σκοτάδι που πέφτει στην πόλη μου, όλα ησυχάζουν. Ο ναός αδειάζει από τους πιστούς, οι ιερείς σφραγίζουν τις πύλες, παίρνουν μαζί τους το ιερό φως και αποσύρονται στο πίσω μέρος του αυλόγυρου, στα δικά τους μαρμάρινα μέγαρα.
Τη νύχτα μένω μόνος. Στέκομαι μεγαλόπρεπος στο βάθρο μου αλλά χωρίς κανένα νόημα. Η σιωπή και το σκοτάδι με ακυρώνουν. Η μόνη συντροφιά μου είναι το φως των καντηλιών και οι σκιές που σαλεύουν στους τοίχους και στους κίονες. Δεν με χρειάζονται τις νύχτες οι πιστοί μου. Τα θνητά τους σώματα έχουν τότε άλλες ανάγκες, στριμώχνονται ο ένας πάνω στον άλλον, ανταλλάσσουν τη θέρμη τους, βυθίζονται ύστερα στον ύπνο και ξεχνούν.
Ο θεός όμως δεν κοιμάται και δεν ξεχνά. Στέκομαι στο βάθρο μου, εγώ και το μάταιο μεγαλείο μου, και σκέψεις μελαγχολικές με βαραίνουν. Σκέφτομαι τη μοίρα των ανθρώπων και των θεών πόσο ίδια είναι. Γιατί ξέρω πως στο βάθος του αιώνα κάποιοι άλλοι πιστοί άλλων θεών θα μπουν εδώ και θα κομματιάσουν οργισμένοι το είδωλό μου. Καινούρια είδωλα, το ίδιο επίφοβα και απαιτητικά, θα πάρουν τη θέση μου.
Δεν ξέρω γιατί γίνεται όλη αυτή η φασαρία και η ανακύκλωση. Αληθινά δεν ξέρω.
Νιώθω αδύναμος τις νύχτες χωρίς το φόβο των πιστών μου. Επειδή αυτός είναι που με κρατά ζωντανό και αιματώνει την υπόστασή μου. Όταν οι πιστοί δεν βρίσκονται κοντά μου, νιώθω να λιγοστεύουν οι δυνάμεις μου. Και στις ατέλειωτες σιωπηλές μου ώρες η σκέψη μου γλιστρά στη Μέλισσα, τη μόνη πιστή που δεν με φοβάται.
Την ξεχωρίζω αμέσως ανάμεσα στα πλήθη που πάνε κι έρχονται μέσα στο ναό. Είναι πάντα μόνη, μακριά από τους άλλους, καλυμμένη στο μεταξωτό της πέπλο και στα χέρια κρατά το πλεχτό καλάθι με τα δώρα της. Οι προσφορές της ποτέ δεν είναι αιματηρές. Μου φέρνει λουλούδια, καρπούς, λιβάνι, μικρά πολύχρωμα βάζα με μύρο και τα ακουμπά στα πόδια μου. Έπειτα σταυρώνει τα χέρια και μου λέει χαμηλόφωνες, μουρμουριστές προσευχές. Τα λόγια της σβήνουν μέσα στη βουή, δεν μπορούν να φτάσουν ως τα αυτιά μου. Ακούω μόνο το κουδούνισμα που κάνουν τα βραχιόλια της, όταν γονατίζει σε στάση λατρευτική. Το πέπλο τότε γλιστρά και τα ωραία της μπράτσα αποκαλύπτονται, δέρμα λευκό, σάρκα απαλή, τα χέρια της υψώνονται τελετουργικά προς το μέρος μου, κι εκείνη συνεχίζει να μου απευθύνει τις ψιθυριστές προσευχές της. Ύστερα με αργές κινήσεις τραβά το πέπλο και αφήνει ακάλυπτο το πρόσωπό της. Σηκώνει το κεφάλι, με κοιτάζει αυθάδικα στα μάτια. Το βλέμμα της περιτρέχει το σώμα μου, τα χέρια της χαϊδεύουν τα μαρμάρινα δάχτυλα των ποδιών μου, ακουμπά πάνω τους τα μαύρα βοστρυχωτά μαλλιά της και αναστενάζει, μουρμουρίζει λόγια που δεν φτάνουν ως τα αυτιά μου. Μόνο τη θέρμη του κορμιού της νιώθω και τη βαριά ανάσα της. Έπειτα στρέφει ξανά το βλέμμα της πάνω μου, με κοιτάζει αυθάδικα στα μάτια:
«Αγάπησέ με!» μου λέει.
Δεν με παρακαλεί. Το απαιτεί, το ζητά επίμονα και τα φιλήδονα χαρακτηριστικά της παίρνουν μια βαθιά γλύκα, κρατά μισάνοιχτα τα χείλη της και ξανά χαμηλώνει τα βλέφαρα κι αναστενάζει αποκαμωμένη.
Έρχονται ύστερα οι άλλοι μου πιστοί και την παραγκωνίζουν, τη σπρώχνουν παραπέρα. Η Μέλισσα με κοιτάζει για τελευταία φορά με μάτια υγρά, γεμάτα προσμονή, ύστερα καλύπτει με το πέπλο το κεφάλι της και φεύγει. Ανακατεύεται στο πλήθος και χάνεται πίσω από τις πολύχρωμες κολόνες του ναού.
Τις νύχτες, όταν όλα ησυχάζουν και στο μισοσκότεινο ναό μου οι σκιές παίρνουν παράξενα σχήματα στους τοίχους, εγώ σκέφτομαι τη Μέλισσα. Την πιστή που δεν φοβάται τη θεϊκή οργή μου, που αρνείται να ταπεινωθεί. Τη Μέλισσα, την πιο διάσημη εταίρα της πόλης μου, που με λατρεύει.
***
Τη μέρα που κατέβηκα από το βάθρο μου, είχε πεθάνει ένα παιδί μπροστά μου.
Το είχε φέρει η μάνα του ετοιμοθάνατο, έσφαξε ένα αρνί, ράντισε με το αίμα του τα πόδια μου, έβαλε τις δούλες της να κάψουν θυμίαμα στις σχάρες. Ύστερα πήρε το παιδί τυλιγμένο μέσα στα λινά σεντόνια του και το ξάπλωσε στις πλάκες μπροστά μου. Αυτό ίσα που ανάπνεε, τα μάτια του κόντευαν να βασιλέψουν.
«Άλλο παιδί δεν έχω», μου είπε η γυναίκα, «όσα γέννησα, όλα μου πέθαναν. Μόνο αυτό μου έμεινε».
Γονάτισε κι έκλαιγε και με παρακαλούσε να το σώσω. Δεν το έσωσα.
Πέθανε το παιδί στα πόδια μου, όσο εκείνη προσευχόταν, και οι δούλες της που το είδαν, τρόμαξαν, τη σκούντηξαν βουβές και της το έδειξαν. Έγινε τότε μεγάλη ταραχή. Κυλίστηκε η μάνα στις πλάκες και άφησε στριγκές κραυγές, έσκιζε τα μάγουλά της και καταριόταν με βαριές κατάρες τις δούλες της που πάσχιζαν να τη συνεφέρουν.
Οι άλλοι μου πιστοί που είδαν το θάνατο μπροστά στο είδωλό μου τρόμαξαν. Ήταν κακό σημάδι αυτό και μίασμα για το ναό μου. Έκρυψαν με τα χέρια τους τα πρόσωπά τους και βγήκαν στην αυλή, ο ναός άδειασε. Μόνο η μάνα έμεινε να κυλιέται χάμω και να ουρλιάζει αλλόφρονη κρατώντας το νεκρό παιδί στην αγκαλιά της. Ήρθαν οι ιερείς μου, τη σήκωσαν, την έσυραν με τη βία έξω στην αυλή.
Μια ασυνήθιστη σιωπή απλώθηκε μέσα στο καταμεσήμερο.
Δεν θα πω ότι λυπήθηκα. Δεν μου λέει και πολλά πράγματα πια ο πόνος των ανθρώπων, έχω κουραστεί. Τόσα χρόνια που στέκομαι εδώ και ατενίζω τους πιστούς μου, δεν βλέπω τίποτ’ άλλο παρά μόνο πόνο.
Και άδικα με παρακαλούν.
Θα ήθελα να τους έλεγα πως δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτούς. Πως οι θεοί δεν έχουν το δικαίωμα να παρεμβάλλονται στις δυστυχίες των ανθρώπων, γιατί πάνω από μας στέκει η απρόσωπη Ειμαρμένη κι αυτή ούτε θεός είναι ούτε καταλαβαίνει από παρακάλια. Θα ήθελα ακόμα να τους έλεγα πως η αποστολή των θεών είναι άλλη, είναι να συντηρούμε την ανθρώπινη ελπίδα και ότι είναι μια πολύ σπουδαία αποστολή αυτή, γιατί χωρίς ελπίδα πώς θα άντεχαν οι άνθρωποι;
Αλλά όμως έχω κουραστεί. Τίποτα όμορφο δεν συμβαίνει στο ναό μου, μόνο σφαγές και αίμα θυσιών, προσευχές και ικεσίες, αγωνία για το αύριο, πόνος για το σήμερα, ανάγκη για εκδίκηση και για αντεκδίκηση.
Έχω κουραστεί.
Και τότε ήρθε αθόρυβα η Μέλισσα και κούρνιασε στα πόδια μου.
Άφησε εκεί τις προσφορές της, λιβάνι, κρίνα και σπόρους από ρόδια, σταύρωσε τα χέρια της κι άρχισε να προσεύχεται. Έξω υπήρχε ακόμη ταραχή. Κάπου από το βάθος της αυλής έφτανε ως εδώ ο θρήνος της μητέρας και οι εκνευρισμένες φωνές των ιερέων μου που έδιναν σε κάποιους διαταγές.
Ένιωσα ξαφνικά πολύ αδύναμος και κουρασμένος, χωρίς ελπίδα ο ίδιος για να τη μεταδώσω στους πιστούς μου. Και η Μέλισσα στα πόδια μου να γονατίζει, να κατεβάζει τελετουργικά το πέπλο της και να σηκώνει πάνω μου τα μάτια της, ξένη προς όλη τη δυστυχία γύρω της, ξεκομμένη και μόνη στο δικό της νησί, να μου ψιθυρίζει λόγια αγάπης και να χαϊδεύει τα παγωμένα μου δάχτυλα με τα θνητά, ζεστά της χέρια.
«Αγάπησέ με!» μου είπε με φωνή που μόλις άκουσα, «αγάπησέ με, αλλιώς θα πεθάνω!»
Έτσι μου είπε, έτσι νόμισα πως μου είπε, δεν είμαι σίγουρος. Ήρθαν οι ιερείς μου, τη σήκωσαν, την έβγαλαν έξω.
Έπρεπε τώρα να γίνουν καθαρμοί, να εξαλειφθεί το μίασμα του θανάτου από το ναό μου. Τρεις ημέρες και τρεις νύχτες κανείς πιστός δεν θα έμπαινε στο ναό, καμιά αιματηρή θυσία δεν θα τελούνταν. Μόνο θρήνοι και αρχαίοι ιερατικοί ψαλμοί έπρεπε να μου αναπεμφθούν και νερό από τις ιερές πηγές μου έπρεπε να ξεπλύνει τις πλάκες τού ναού και τα βαμμένα με αίμα πέτρινα πόδια μου.
Εκείνη την πρώτη νύχτα του εξαγνισμού κατέβηκα από το βάθρο μου.
Με είχαν λούσει με το ιερό νερό και είχαν αλείψει το σώμα μου με μύρα. Οι ιερείς μου με κατάλευκα άμφια έκαναν, μέχρι που έδυσε ο ήλιος, καθαρμούς αφήνοντας θρηνητικές κραυγές μετάνοιας και χτυπώντας το κεφάλι στις πλάκες του ναού. Αρχαίοι, ακατάληπτοι ψαλμοί αναπέμφθηκαν στο όνομά μου και ταπεινές ικεσίες να σπλαχνιστώ την πόλη και να κατευνάσω την οργή μου. Στις σχάρες έκαιγε το λιβάνι από το πρωί ασταμάτητα.
Με τη δύση του ήλιου οι τελετουργίες στο ναό έπαψαν. Οι ιερείς πήραν το ιερό φως, σφάλισαν τις εξώθυρες και αποσύρθηκαν στις μυστικές τους κρύπτες. Εκεί θα γίνονταν τώρα οι νυχτερινές τελετές και οι άρρητες θυσίες και σ’ αυτές άλλος κανείς δεν είχε το δικαίωμα να πάρει μέρος εκτός από τους ιερείς μου. Θυσίες και τελετές που ούτε ο θεός της πόλης δεν έπρεπε να δει. Για να μη μολυνθεί η άσπιλη θειότητά του.
Ξανά με τύλιξε η βαριά σιωπή. Μόνο το φως των καντηλιών με συντρόφευε. Και η κούρασή μου. Η ματαιότητα όλων αυτών των καθαρμών και των τελετουργιών. Η αχόρταγη ελπίδα των ανθρώπων για θαύματα, η επιμονή τους. Η πίστη τους πως με το αίμα ενός αρνιού θα εξαγόραζαν τη ζωή του παιδιού τους. Ο θρήνος τους κατόπιν. Ο φόβος τους για τη θεϊκή οργή μου.
Κάπου μακριά, από τα βάθη της γης, έφτασαν ως τα αυτιά μου πνιχτές κραυγές ανθρώπων που ήχησαν αλλόκοτα μέσα στη νυχτερινή σιωπή.
Οι ιερείς μου τελούσαν τις απόκρυφες θυσίες τους. Μάταιες θυσίες, αίμα χυμένο χωρίς λόγο, φόβος χωρίς αντίκρισμα.
Απ’ το κοπάδι αυτό του φοβισμένου λαού μου μόνο η Μέλισσα ξεχώριζε. Η αυθάδης Μέλισσα που απαιτούσε, με εκβίαζε να την αγαπήσω, αλλιώς θα πέθαινε. Η πανέμορφη, ασεβής Μέλισσα.
Η πιο αληθινή πιστή μου.
Κατέβηκα αθόρυβα απ’ το βάθρο μου και βγήκα στους δρόμους της πόλης.
Τρεις νύχτες, όσο κράτησε ο εξαγνισμός μου και η τρομαγμένη πόλη μου λούφαζε με το πρώτο σκοτάδι και οι δρόμοι ερήμωναν, εγώ κατέβαινα από το βάθρο μου και με σώμα θνητού πλάγιαζα στο κρεβάτι της Μέλισσας. Τρεις νύχτες η θνητή Μέλισσα με κρατούσε στην αγκαλιά της κι έκλαιγε από ευτυχία.
Μου τα έκανε όλα. Όλα όσα μηχανεύονται οι άνθρωποι, όταν σμίγουν για έρωτα, κάθε ασέλγεια, κάθε λαγνεία, κάθε φιληδονία. Με έκφυλη ηδυπάθεια, με αδιάντροπα τεχνάσματα ανέβαζε την ηδονή μου και την παρέτεινε όσο να φτάσω στα όριά μου και να παραδοθώ μετά σε ατέλειωτους σπασμούς. Σκούπιζε τον ιδρώτα μου ύστερα με λινές, αρωματισμένες πετσέτες και παραληρούσε. Έκλαιγε από ευτυχία και με υπηρετούσε η Μέλισσα, η πιο διάσημη εταίρα της πόλης μου.
Όμως δεν με ξεγέλασαν τα δάκρυά της.
Μέσα στην πιο βαθιά ηδονή μου, τις στιγμές τού σπασμού μου, έβλεπα φευγαλέες αστραπές θριάμβου να περνούν από τα μάτια της. Ήξερε η Μέλισσα πώς να υποτάξει τον θεό της, πώς να τον σύρει στο άρμα της. Ήταν σίγουρη από πριν, όταν με κοίταζε με θράσος μέσα στο ναό και με προκαλούσε, ήταν σίγουρη από τότε.
Τρεις νύχτες που εκείνη με υπηρετούσε, εγώ είχα γίνει ο δούλος της.
Εγώ, ο θεός που η πόλη έτρεμε, είχα παραδοθεί στην εξουσία μιας εταίρας. Μέσα στη βαθύτατη ηδονή μου ένιωσα πιο αδύναμος από ποτέ.
Την τρίτη νύχτα, λίγο πριν χαράξει η αυγή, άφησα το κρεβάτι της και ξανάγινα θεός.
«Δεν αξίζεις την αγάπη μου, Μέλισσα», της είπα. «Ξεπέρασες τα όρια και ασέλγησες πάνω στη θεία φύση μου».
Έβαλα στην παλάμη της ένα χρυσό νόμισμα, άνοιξα την πόρτα κι έφυγα. Δεν γύρισα να την κοιτάξω, δεν ξέρω πόση οδύνη τής προκάλεσαν τα λόγια μου. Δεν με ενδιέφερε.
***
Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από εκείνη την ανίερη ένωσή μου με θνητή.
Οι μέρες μου είναι πάντα ίδιες: οι πιστοί συνωστίζονται στο ναό μου, σφάζουν ζώα και ποτίζουν με αίμα το βωμό μου, προσφέρουν πολύτιμα δώρα που αρπάζουν άπληστα οι ιερείς μου, το λιβάνι καίει συνέχεια στις σχάρες. Ακούω τα βάσανα και τους φόβους των θνητών, ακούω για θανάτους, αρρώστιες, φτώχεια, πείνα. Οι αδικημένοι έρχονται και ζητούν δικαιοσύνη, οι άδικοι ζητούν εκδίκηση, κάθε μέρα η ίδια οχλοβοή και η ίδια αθλιότητα.
Και οι νύχτες μου, κι αυτές πάντα ίδιες είναι: η σιωπή, το φως των καντηλιών και οι σκιές στους τοίχους, η μοναξιά, η ματαιότητα των ανθρωπίνων, η κάλπικη ελπίδα που συντηρώ. Και η Ειμαρμένη που με ειδοποιεί ότι το τέλος το αιώνα πλησιάζει και η ανατροπή μου δεν βρίσκεται πολύ μακριά.
Είκοσι χρόνια τώρα η Μέλισσα έρχεται στο ναό και ταπεινώνεται μπροστά μου. Δεν με κοιτάζει πια στα μάτια ούτε ψιθυρίζει προσευχές που δεν μπορώ να ακούσω. Βγάζει απ’ το πλεχτό καλάθι της τις προσφορές, τις ακουμπά στο βάθρο μου κι αγκαλιάζει τα πόδια μου.
«Συχώρεσέ με», μου λέει κάθε φορά, «όμως δεν ξέρω πώς αλλιώς να σ’ αγαπήσω. Μόνο έτσι ξέρω».
Δεν κατεβάζει πια το πέπλο της και δεν χαμογελά.
«Δεν ξέρω άλλη αγάπη εκτός από αυτήν», μου λέει και βγάζει απ’ το καλάθι της το ασημένιο εγχειρίδιο.
«Πώς αλλιώς να σ’ αγαπήσω, θεέ μου;» με ρωτά. «Δείξε μου πώς κι εγώ θα το κάνω», κι ακουμπά τη μύτη τού μαχαιριού στα λευκά της μπράτσα. Τραβά μικρές χαρακιές, σέρνει το μαχαίρι χωρίς να πονά πάνω στη λευκή της σάρκα κι αφήνει το αίμα της να στάξει πάνω στα πέτρινα δάχτυλά μου.
«Πώς να σου αποδείξω την αγάπη μου;» με ρωτά και κόβει το απαλό της δέρμα, το αίμα πέφτει σταγόνα σταγόνα και βάφει κόκκινα τα πόδια μου.
Το πρόσωπό της είναι σκοτεινό και τα φιλήδονα χαρακτηριστικά της έχουν με τον καιρό σκληρύνει. Νιώθω τον βαθύ πόνο που κατατρώει την ψυχή της, το μαρτύριο πίσω από το αγέλαστο πρόσωπό της.
«Δείξε μου πώς κι εγώ θα σ’ αγαπήσω», μου λέει και το αίμα της ραντίζει τα παγωμένα μου δάχτυλα.
Η λευκή της σάρκα σημαδεύεται ολοένα με νέες ουλές.
Είκοσι χρόνια έρχεται και κάνει αυτή την αιματηρή τελετή μπροστά μου.
Δεν κλαίει ποτέ. Μόνο χαράζει τη σάρκα της και μου προσφέρει το αίμα της.
Οι ιερείς μου δεν τη πολυσυμπαθούν, δεν τους αρέσουν τα καμώματά της. Εκείνη όμως τους εξαγοράζει με πλούσια δώρα και με ακριβά κοσμήματα που οι αχόρταγοι υπάλληλοί μου κρύβουν κάτω από τις φαρδιές, φανταχτερές στολές τους.
Ο κόσμος λέει διάφορα γι’ αυτήν. Λένε πως έχει σαλέψει λίγο ο νους της. Πως αυτό το έπαθε από μεγάλη οίηση, ότι αμάρτησε γιατί ένιωσε ανόσιο έρωτα για τον θεό τής πόλης. Κανείς δεν ξέρει για τις τρεις νύχτες της παρεκτροπής μου, για τη δική μου αμαρτία που πλάγιασα με μια θνητή και πήρα το μυαλό της. Κανείς ποτέ δεν το έμαθε αυτό.
Και η Μέλισσα είκοσι χρόνια τώρα έρχεται, ματώνει το είδωλό μου με το αίμα της και ταπεινώνεται μπροστά μου.
Μου ζητά να τη συγχωρήσω κι εγώ δεν το κάνω.
Σήμερα ήρθε όπως πάντα με τις προσφορές της, γάλα και μέλι αυτήν τη φορά. Ακούμπησε κάτω τα κανάτια και για πρώτη φορά μετά από είκοσι χρόνια με κοίταξε πάλι άφοβα στα μάτια.
Οι πιστοί που εκείνη την ώρα βρίσκονταν στο ναό, μόλις την είδαν, έκαναν στην άκρη. Οι τελετές της Μέλισσας ήταν γι’ αυτούς κάτι μυστηριακό και ίσως και λίγο ανόσιο, κάτι αλλιώτικο που αναστάτωνε περίεργα την καθημερινή τους τάξη. Στάθηκαν παράμερα αμήχανοι και κάπως ξαναμμένοι περιμένοντας να δουν το ανθρώπινο αίμα που θα χυνόταν προσφορά στο είδωλό μου. Οι ιερείς μου τάχα απασχολήθηκαν ξαφνικά με άλλες υποθέσεις και χάθηκαν απ’ το ναό.
Η Μέλισσα, λες και ήταν ολομόναχη στον κόσμο, με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια.
«Το σώμα μου δεν έχει πόθο πια», μου είπε και κατέβασε αργά το πέπλο της, όπως έκανε παλιά. «Τις ηδονές τού έρωτα δεν τις θυμάται. Θυμάται όμως την αγάπη σου».
Έσκυψε, πήρε από το καλάθι το ασημένιο εγχειρίδιο κι ακούμπησε την κόψη του στο λαιμό της.
Ένα σούσουρο σηκώθηκε από το μέρος των πιστών, το πλήθος σάλεψε ανήσυχο. Όμως κανείς δεν τόλμησε να πλησιάσει. Και οι ιερείς μου άφαντοι.
«Είκοσι χρόνια αρνείσαι να με συχωρέσεις, γιατί σ’ αγάπησα όπως ήξερα», είπε η Μέλισσα. «Ό,τι κι αν έκανα δεν μπόρεσα να σε εξευμενίσω. Τώρα θέλω πια να λυτρωθώ».
Κι έμπηξε το μαχαίρι στο λαιμό της, το έσυρε απ’ τη μιαν άκρη ως την άλλη, σφάχτηκε σαν αρνί μπροστά μου. Το αίμα της πετάχτηκε, έβαψε το βάθρο μου, κοκκίνισαν τα μάρμαρα, πλημμύρισε ο τόπος γύρω.
Ο κόσμος μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα άφησε κραυγές, σηκώθηκε βοή στο ναό και οι ιερείς μου πανικόβλητοι ξεπρόβαλαν κι έτρεξαν να προλάβουν το κακό, μη μολυνθεί ξανά με θάνατο ο ιερός μου χώρος.
Όμως δεν πρόλαβαν. Η Μέλισσα σπαρτάρησε δυο τρεις φορές και ύστερα ξεψύχησε. Οι πιστοί σκέπασαν με φρίκη το πρόσωπό τους να μη βλέπουν. Το είδωλο το θεού τους είχε μαγαριστεί, είχε πιτσιλιστεί από το αίμα μιας νεκρής εταίρας.
***
Απόψε είναι η πρώτη νύχτα του εξαγνισμού μου, του κατευνασμού της θεϊκής οργής μου.
Καθάρισαν το είδωλό μου από τα αίματα, με έλουσαν και με έχρισαν με μύρα, ξέπλυναν σχολαστικά τα μάρμαρα κι έκαψαν άφθονο θυμίαμα να φύγει η οσμή τού θανάτου από το ναό. Οι ιερείς τέλεσαν τους καθαρμούς, έψαλαν ξανά τους αρχαίους ιερατικούς ψαλμούς τους, χτύπησαν μετανοημένοι το κεφάλι τους στις πλάκες και με ικέτεψαν να δείξω έλεος, να φυλάξω την οργή μου για τους εχθρούς της πόλης.
Όλα όσα έπρεπε να γίνουν έγιναν. Τώρα βαθιά κάτω στις ιερές τους κρύπτες τελούν τις άρρητες, αιματηρές θυσίες τους και ξορκίζουν το κακό.
Στέκομαι ήσυχος πάνω στο βάθρο μου μέσα στο μισοσκότεινο ναό και βλέπω τις παράξενες σκιές που σχηματίζονται στους τοίχους και στους κίονες, έτσι όπως οι φλόγες από τα καντήλια τρεμοπαίζουν.
Βλέπω και τη σκιά της Μέλισσας να τεντώνεται, να αλλάζει σχήματα και να αγωνίζεται να αποκολληθεί. Όλη τη νύχτα ακούω την ψυχή της να φτεροκοπά μέσα στο ναό. Χτυπιέται και φτερουγίζει απελπισμένα εδώ κι εκεί σαν το τυφλό πουλί, αλλά δεν βρίσκει διέξοδο. Θέλει να πάει στον Άδη, εκεί που ανήκει, κι εγώ δεν την αφήνω. Έχω κλείσει όλους τους δρόμους προς τα εκεί.
«Ελευθέρωσέ με!» τσιρίζει η ψυχή της και η σκιά της αγωνίζεται να ξεκολλήσει από τους τοίχους του ναού.
«Ελευθέρωσέ με!» τσιρίζει με απόγνωση η ψυχή της.
Αλλά εγώ δεν την αφήνω. Στέκομαι σκοτεινός και πέτρινος, αγέρωχος στο θεϊκό μεγαλείο μου, εγώ, το Μέγα Είδωλο της πόλης που όλοι οι πιστοί μου τρέμουν.
«Θα μείνεις για πάντα κοντά μου, Μέλισσα», της λέω. «Το τίμημα είναι πολύ βαρύ, όταν ενώνεσαι με το θεό. Έπρεπε τότε που ασελγούσες πάνω στο θεό σου και άστραφταν τα μάτια σου από οίηση, έπρεπε τότε να το είχες σκεφτεί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου