Ο Γιώργος Στόγιας στο Πανδοχείο του Λάμπρου Σκουζάκη αναπτύσσει τις ιδέες του και τις προτιμήσεις του για τη λογοτεχνία, την κριτική και το θέατρο. »»
Περί γραφής
Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;
Ευχαρίστως, σας προτείνω όμως να πάμε στις 04:48, όπως ήταν ο τίτλος του τελευταίου έργου της Σάρα Κέιν, μήπως πάρουμε καμιά λογική κουβέντα από τους ήρωές του. Την υπόλοιπη ημέρα, στα μαθήματα, στα ρακάδικα, στα μπαρ, στις ερωτοτροπίες και στις παραισθήσεις, δεν πρόκειται να μας δώσουν ιδιαίτερη σημασία, υπεροπτικοί και αγενείς μέσα στον φοιτητόκοσμό τους. Τέτοιες στιγμές όμως είναι σαν να προσγειώνονται βίαια στην πραγματικότητα (που οι ίδιοι αμφισβητούν ότι υπάρχει). Ανάμεσα στα συντρίμμια μπορεί να βρούμε το μαύρο κουτί που περιέχει τόσο τους χειρισμούς που οδηγούν κάθε νύχτα στο οιονεί μοιραίο ατύχημα, αλλά και πιο πίσω, τον σχεδιασμό της πτήσης.
Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;
Ο ιδανικός μου τόπος για να γράφω θα ήταν ένα ηχομονωμένο διαφανές γυάλινο δωμάτιο σε ένα πολυσύχναστο καφεστιατόριο όπου κανείς δεν θα μου δίνει σημασία και εγώ θα μπορώ να σηκώνω το κεφάλι από την οθόνη του υπολογιστή μου, να αφήνομαι για λίγο στην παρακολούθηση της δραστηριότητας των άλλων, ένα είδος κοινωνικού θεάτρου δίχως δράμα, και μετά να επιστρέφω στην ιστορία μου…
Το καλοκαίρι του 2010, προσπαθούσα για δυο μήνες στο γραφείο μου να ζωντανέψω την πρώτη πρόβα στην οποία συμμετέχει η Ντίνα, η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος Εαρινό Εξάμηνο. Χρειάστηκε να βρεθώ μέσα Αυγούστου στο βροχερό Άμστερνταμ, σε ένα προσωπικό συνεχές διάλειμμα από τις εργασίες ενός διεθνούς συνεδρίου Ιστορίας, σε ένα πολυγλωσσικό περιβάλλον που έσφυζε από, αδιάφορη προς εμένα, ανακουφιστική φλυαρία, για να καταφέρω, ελεύθερος πια από καθρέφτες και πειρασμούς, να ολοκληρώσω τη σκηνή και να προχωρήσω στο σκοτεινότερο δεύτερο μέρος του βιβλίου μου.
Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;
Επειδή όσο καιρό είμαστε μαζί τούς δίνω τα πάντα που έχω, συχνά σε βάρος του σώματός μου και των πραγματικών ανθρώπων γύρω μου (εννοώ αυτούς που δεν είναι μόνο στο μυαλό μου αλλά και στο δικό τους), όταν τελειώνει αντικειμενικά η σχέση μας, προσπαθώ να τους ξεχάσω, σαν ποτέ να μην ήταν τίποτα περισσότερο από χαρακτήρες στο χαρτί ή στη σκηνή. Συμπεριφέρομαι δηλαδή σαν εραστής που μετά τον χωρισμό προετοιμάζεται να αποκρούσει κάθε πιθανή υπόμνηση από το παρελθόν, αλλάζω διεύθυνση, τηλέφωνα, ντύσιμο και μέρη που συχνάζω. Δεν μαθαίνω ποτέ αν η αγάπη μου πληγώθηκε από τη στάση μου γιατί και αυτή εξαφανίζεται, σαν να μη ζήσαμε τίποτε ποτέ μαζί, ένα αίσθημα κενού που μου γεννάει απορία σχετικά με τη σκοπιμότητα της δικής μου δημιουργικότητας. Ώσπου, δυο-τρία χρόνια μετά την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε, εμφανίζεται ξαφνικά σαν φάντασμα και χωρίς λόγια μου εξηγεί τα πάντα, γιατί έκανα εκείνο το έργο, τι σήμαινε για μένα, πού έκανα λάθος.
Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;
Στο θεατρικό «Η μεταφυσική ενός δικέφαλου μοσχαριού» του Πολωνού συγγραφέα Στάνισλαβ Βίτκιεβιτς υπάρχει ένας ήρωας, ο Πάρβις, που συχνάζει στα μπαρ του Σίδνεϊ και πυροβολεί όποιον τον αποκαλέσει «καλλιτέχνη». Με παρόμοια λογική, που δεν αντέχω όμως να την φτάσω στα άκρα γιατί δεν μισώ τον εαυτό μου στο σημείο που το έκανε εκείνος αλλά και ο δημιουργός του, δεν θέλω να έχω συνήθειες, μέθοδο, ταυτότητα, υποχρέωση, επαγγελματική σχέση με τις ιδέες μου. Θέλω να επιτρέπω στον εαυτό μου τη δυνατότητα να μην ξαναγράψω λέξη εάν δεν έχω σοβαρό λόγο να το κάνω. Ακόμη καλύτερα: ο κανόνας να είναι να μην ξαναγράψω τίποτα, παρά μόνο στην περίπτωση που θα νιώθω την απόλυτη ανάγκη γιατί έχω κάτι να πω και θέλω να το βάλω σε λέξεις… Σε πιο πρακτικό επίπεδο, την κατεύθυνση των επόμενων βημάτων, στο πλαίσιο πάντα του μεγάλου σχεδίου της αφήγησης, την επεξεργάζομαι σε καταστάσεις όπου δεν έχω τον συνήθη έλεγχο του σώματός μου, όπως όταν τρέχω, όταν κάνω μπάνιο, όταν με παίρνει ο ύπνος (ευτυχώς όχι όταν κάνω έρωτα!). Η λεπτομερής δουλειά όμως γίνεται κατά τη διαδικασία της γραφής, όπου πολλές ειλημμένες αποφάσεις αναθεωρούνται.
Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;
Σαν να είμαι βγαλμένος από παροιμία προτιμώ να κοιμάμαι με τις κότες και να ξυπνάω πολύ νωρίς, έχοντας μπροστά μου όλο το πρωινό για δουλειά. Δυστυχώς, λόγω επαγγελματικών, κοινωνικών και οικογενειακών υποχρεώσεων, σπάνια έχω την πολυτέλεια για πολλές ώρες απρόσκοπτης συγκέντρωσης. Έτσι, κλέβω χρόνο από όπου βρω και μετά προσπαθώ να ενώσω τα αποσπασματικά διαστήματα δημιουργικότητας σαν τα αδρά κομμένα κομμάτια ενός παζλ του οποίου δεν έχω τη συνολική εικόνα (αλλά ξέρω ότι υπάρχει).
Έχω ένα «θεματάκι» με το στοματικό στάδιο που μου βγαίνει σε όλη του την ένταση όταν έχω αγωνία. Παλαιότερα, στις πρόβες κάπνιζα πακέτα ολόκληρα, ενώ τα τελευταία χρόνια που έχω κόψει το τσιγάρο, όποτε στο γράψιμο βρίσκομαι σε αδιέξοδο ανοίγω την πόρτα του ψυγείου για να βρω συναισθηματική συμπαράσταση και ενέργεια. Γνωρίζω βέβαια ότι όλα αυτά είναι ένα αργά καταστροφικό μίγμα από παιδικές ανασφάλειες και κακές τεμπέλικες συνήθειες που ουσιαστικά δεν έχουν καμία σχέση με τη δημιουργικότητα. Έχω ξεκινήσει ήδη να ελέγχω αυτή την αδυναμία μου. Δεν έχει νόημα να κάνω κάτι που το έχω επιλέξει μόνος μου, που μπορεί να με ικανοποιήσει, και μετά να νιώθω πιο δυστυχισμένος και γελοίος από ό,τι πριν.
Η μόνη ώρα που δεν ακούω μουσική είναι όταν γράφω (στον ύπνο μου συχνά βλέπω ότι ψαχουλεύω βινύλια σε ένα δισκάδικο της φαντασίας μου που έχει όλα αυτά που έψαχνα καιρό, ακόμη και από συγκροτήματα που δεν υπάρχουν). Πριν από πολλά χρόνια ήμουν με μια κοπέλα σε μια πανέμορφη ερημική παραλία. Σχεδόν προσβεβλημένη, με ρώτησε γιατί έπρεπε, ακόμη κι εκεί, να κουβαλώ μουσική (από το φορητό στέρεο ακουγόταν το “Let’s see the sun” των Fleshtones). Η απάντηση που της έδωσα ήταν πως «έχω την ανάγκη μιας συνεχούς αναφοράς σε έναν παράλληλο κόσμο από τον οποίο να παίρνω δύναμη και ιδέες». «Μοιάζει με θρησκεία, έστω κοσμική πίστη», θα μπορούσε να μου είχε αντιτείνει και να κάναμε ωραία κουβέντα, αλλά εκείνη απλά στραβομουτσούνιασε και απομακρύνθηκε.
Όταν γράφω όμως, φτιάχνω εγώ τον παράλληλο κόσμο και θέλω να συγκεντρώνομαι απόλυτα, είναι η ώρα της σοβαρής δουλειάς. Ουσιαστικά, πάλι ακούω μουσική, αλλά αυτή τη φορά είναι η δική μου.
Δυσκολεύομαι να απαντήσω την ερώτηση σχετικά με το ποιες είναι οι μουσικές μου προτιμήσεις, είναι σαν να μου ζητάτε την αυτοβιογραφία μου. Παίρνοντας την ευκαιρία από το Grotesque των The Fall που ακούω τη στιγμή αυτή που γράφω, θα έλεγα ότι βρίσκομαι γύρω από ένα μόνιμο 1979, εκεί που το πανκ προσπαθεί να σκεφτεί, να αποκτήσει ιστορική συνείδηση και να υπερβεί τα όρια του, επικοινωνώντας με άλλα ρεύματα και αναδημιουργώντας τον εαυτό του.
Ποιες είναι οι σπουδές σας και πώς βιοπορίζεστε; Διαπιστώνετε κάποια εμφανή απορρόφηση των σπουδών και της εργασίας σας στη γραφή σας (π.χ στην θεματολογία ή τον τρόπο προσέγγισης);
Οι σπουδές μου είναι στα Παιδαγωγικά και στην Ανάπτυξη αναλυτικών προγραμμάτων και βιοπορίζομαι από την εργασία μου ως εκπαιδευτικός πρωτοβάθμιας και ως εμψυχωτής θεατρικών εργαστηρίων σε σχολεία της Ζώνης Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας. Στο Εαρινό Εξάμηνο υπάρχει ένα κεφάλαιο όπου η Ντίνα δέχεται να δουλέψει εθελοντικά ως εμψυχωτής θεατρικού παιχνιδιού στο υπό κατάληψη κτίριο όπου στεγάζεται ένα Κέντρο Υποστήριξης Μεταναστών. Στο πρώτο μάθημα κάνει τουλάχιστον δέκα σοβαρά παιδαγωγικά λάθη και οι συνέπειες δεν θα αργήσουν να φανούν. Εκεί, σίγουρα υπάρχει εμφανή απορρόφηση της επαγγελματικής εμπειρίας μου στη γραφή (η διαφορά είναι ότι εγώ δεν έκανα ποτέ και τα δέκα λάθη στο ίδιο μάθημα!).
Δεν ξέρω πώς θα ήταν η γραφή μου αν έκανα άλλη δουλειά, ή αν είχα εισοδήματα από τον ουρανό και μπορούσα να αφοσιωθώ σε αυτά που θέλω. Σε γενικότερο επίπεδο, θα μπορούσα να αναφερθώ και σε άλλες συνδέσεις μεταξύ της διδακτικής και της συγγραφικής εμπειρίας, πάντα με τον κίνδυνο της απλούστευσης: Η αργή και κοπιώδης εξέλιξη, σε σημείο να δίνει την εντύπωση ακινησίας, ώσπου ξαφνικά γίνεται ένα άλμα και ο μαθητής έχει αποκτήσει νέες δεξιότητες, το κείμενο ρέει και αποκτά νόημα. Ο αναγνώστης στον οποίο απευθύνομαι μοιάζει στο μυαλό μου με ξύπνιο παιδί, ικανός να ενθουσιαστεί βαθιά και να συμμετέχει ενεργητικά όταν αξίζει το μάθημα που έχω προετοιμάσει, αλλά και ευαίσθητος σε σημείο να απογοητευτεί και να με κοιτάξει διαπεραστικά όταν νιώσει ότι τον κοροϊδεύω και ότι είμαι ένας μεγαλόσχημος απατεώνας.
Γράψατε ποτέ ποίηση – κι αν όχι, για ποιο λόγο;
Ποίηση έγραφα μέχρι τότε που μπορούσα να εκπλήξω τον εαυτό μου κάθε στιγμή. Έφτασε όμως η στιγμή που φοβόμουν την αμέσως επόμενη αντίδρασή μου. Τι θα έλεγα, τι θα έκανα, ήταν για εμένα ένα τρομακτικό μυστήριο. Έτσι ευχήθηκα να μην είμαι απρόβλεπτος κι ας χάσω την έμπνευσή μου. Ένα είδος συμφωνίας με το διάβολο, ανάποδη από εκείνη όπου κάποιοι δίνουν την ψυχή τους για την έμπνευση. Από τότε προσπαθώ να επαναδιαπραγματευθώ τους όρους της συμφωνίας, το μυθιστόρημά μου αποτελεί κομμάτι αυτής της προσπάθειας. Αν κάποτε τα καταφέρω, θα γράψω ποίηση ξανά.
Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;
Τον Μιχαήλ Μπουλκάκωφ. Διαβάζοντας τη ζωή και το έργο του συχνά κλαίω και άλλοτε γελάω (το εν μέρει αυτοβιογραφικό «Θεατρικό μυθιστόρημα» είναι γεμάτο κωμικά στοιχεία). Το να στέλνει γράμμα στον Στάλιν επαφιόμενος στην καλή του διάθεση, την ικανότητά του για αισθητικές κρίσεις αλλά και τα ανθρώπινά του αισθήματα, έχει κάτι γκροτέσκο που με γεμίζει τρόμο και οίκτο. Ναι, θα ήθελα πολύ να είχα τρεις μήνες να διαβάσω ξανά τα βιβλία και τα πάντα γύρω από αυτόν, με σκοπό να διερευνήσω τους τρόπους, μέσα στο ιστορικό πλαίσιο των είκοσι πρώτων χρόνων μετά τη ρωσική επανάσταση, που η ζωή και το έργο του είναι αλληλένδετα (ή να ανακαλύψω κενά διαστήματα, χάσματα μέσα από τα οποία ο συγγραφέας αποπειράθηκε να διαφύγει προς την ελευθερία).
Τι γράφετε τώρα;
Δυο συλλογές με σύντομες ιστορίες, τη μία θα μπορούν να τη διαβάσουν και παιδιά.
Περί ανάγνωσης
Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.
Να μια ερώτηση που πάντα με δυσκολεύει, σαν να με ρωτούν ποιον από τους γονείς αγαπώ περισσότερο, κι αυτό επί εκατό. Για να μην δώσω «άσπρη κόλλα», Σαίξπηρ, Θερβάντες, Χένρι Τζέημς, Τόμας Χάρντι, Όσκαρ Ουάιλντ, Χέρμαν Μπροχ, Φίλιπ Ροθ. Άμα έρθει κανένας από αυτούς που άφησα έξω και δεν με αφήνει να ησυχάσω με τα παράπονά του, θα σας τον στείλω να του κάνετε ειδικό αφιέρωμα στο Πανδοχείο.
Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.
Πάλι ενδεικτικά, «Η ζωή του Τρίσταμ Σάντι» , «Μόμπι Ντικ», «Άννα Καρένινα», «Ευλογία της γης», «Ο Τυχερός Τζιμ», «Μόνος στο Βερολίνο», «Ο κυνηγός», «Γαλλική Σουίτα».
Αγαπημένα σας διηγήματα.
Αυτή τη φορά θα είμαι απόλυτος: τα διηγήματα του Σίνγκερ Ισαάκ Μπάσεβις και του Δημήτρη Χατζή.
Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;
Για πολλά χρόνια δεν διάβαζα σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Φαίνεται ότι ζώντας κι εγώ τον μύθο της «ισχυρής Ελλάδας», νόμιζα ότι βρισκόμουν υπεράνω υλικών όρων, ένας «αναγνώστης του κόσμου» χωρίς δικό του τόπο (όχι γιατί τον έχει υπερβεί ουσιαστικά, αλλά γιατί απλά δεν θέλει να τον κοιτάει). Μετά την προσγείωση, νιώθω μεγαλύτερη επιθυμία να διαβάσω κείμενα που έχουν γεννηθεί μέσα σε αυτή τη διαδοχή των εποχών, συγγραφείς με τους οποίους μοιράζομαι αναγκαστικά, κάποιες έστω, κοινές εμπειρίες. Ακόμη κι αν η θεματολογία των βιβλίων δεν έχει καμία σχέση με την επικαιρότητα, μου φτάνει ότι η δημιουργία τους έγινε σε τόπο και χρόνο κοντινό προς την παρούσα κατάσταση. Από όσα διάβασα φέτος από νεοεμφανιζόμενους συγγραφείς, μεγαλύτερη εντύπωση μού έκαναν οι «Ιστορίες του Χαλ» του Γιώργου Μητά, και έγραψα για αυτές.
Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.
Ο Nicholas Urfe, ο πρωταγωνιστής στον «Μάγο» του Τζων Φώουλς. Αγαπημένος βέβαια για τη θέση του μέσα στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Ζηλευτός είναι μόνο κάποιος που η ζωή του και των αγαπημένων του κυλάει δίχως τρομαχτικές ατυχίες. Από εκεί και πέρα, κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει ακριβώς στον εσωτερικό κόσμο ενός ανθρώπου (ακόμη κι ενός λογοτεχνικού ήρωα) για να μπορεί να πει ότι τον ζηλεύει και θα ήθελε να αλλάξουνε θέσεις.
Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;
Το The Books’ Journal. Πάντα αντιλαμβανόμουνα κάθε προσέγγιση που συνηγορεί υπέρ της απόλυτης αυτονομίας της αισθητικής από την πολιτική, ως συντηρητική. Δεν αναφέρομαι βέβαια σε κυριαρχία του ενός «κόσμου» πάνω στον άλλον, αλλά σε αλληλεπίδραση, σε εμπλουτισμό και εμβάθυνση της προσέγγισης μέσα από την επικοινωνία. Έτσι, μου αρέσει να διαβάζω ένα περιοδικό που φιλοξενεί απόψεις και κριτικά σημειώματα για μια ποικιλία θεμάτων που με ενδιαφέρουν, με επίκεντρο πάντα τη «μανία» για τα καλά βιβλία και τον πολιτισμένο διάλογο.
Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;
Τρία βιβλία που διάβασα τους τελευταίους μήνες και που πιστεύω ότι θα θυμάμαι για πάντα ήταν το « Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο» του Τόνι Τζαντ (αν κάποιος με ρωτούσε για το «ένα» βιβλίο που θα του πρότεινα να διαβάσει, θα ήταν αυτό), το «Ο Πότης» του Χανς Φάλαντα και το «Ιστορία αγάπης και σκότους» του Άμος Οζ.
Διαβάζετε λογοτεχνικές παρουσιάσεις και κριτικές; Έντυπες ή ηλεκτρονικές; Κάποια ιδιαίτερη προτίμηση στις μεν ή (και) στις δε;
Θεωρώ την κριτική εξίσου σημαντική με το ίδιο το έργο, όπως και γενικότερα στην τέχνη. Θέλω να συμμετέχω σε συζητήσεις σχετικά με την υποκειμενική πρόσληψη ενός βιβλίου, αλλά και τους κοινωνικούς όρους που επηρεάζουν την παραγωγή και τους τρόπους πρόσληψης από τους διάφορους αναγνώστες. Δεν είμαι φίλος του μυστικισμού σε οποιαδήποτε μορφή. Διαβάζω έναν κριτικό, ανεξάρτητα από το αν γράφει σε έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο, αρκεί να νιώθω ότι έχει κάτι να μου πει (και ότι έχει όντως διαβάσει ο ίδιος τα βιβλία για τα οποία γράφει!).
Θα μας γράψετε κάποια ανάγνωση σε αστικό ή υπεραστικό μεταφορικό μέσο που θυμάστε ιδιαίτερα; [μέσο - διαδρομή - βιβλίο - λόγος μνήμης]
Στα δεκαοχτώ μου, μετά τις Πανελλαδικές, κι αφού είχαν βγει τα αποτελέσματα με τα οποία περνούσα στο Ρέθυμνο, πήγα με φίλους από την Καλλιθέα διακοπές στην Πάρο. Κλασική αντροπαρέα για μπαρότσαρκες και καμάκι. Τα πρωινά στη θάλασσα ήταν υποφερτά αλλά τις νύχτες σκυλοβαριόμουν να περιμένω σειρά στο κάθε μαγαζί για να βλέπω τουρίστριες να χορεύουν το Sunday Bloody Sunday. Το τρίτο βράδυ τη σκαπούλαρα, βρήκα ένα θερινό σινεμά και είδα το «Αριστερό μου πόδι». Το τέταρτο πρωί αποχαιρέτησα την έκπληκτη παρέα μου και πήρα το πλοίο να επιστρέψω στον Πειραιά. Στο κατάστρωμα, να με χτυπάει ο ήλιος, ο αέρας και η κάπνα από το φουγάρο, θυμάμαι να διαβάζω το «Εκατό χρόνια μοναξιά», συνοδεύοντάς το με ένα λίτρο κόκκινο κρασί, ένα καρβέλι ψωμί και τυρί κρέμα σε τριγωνάκια. Κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος. Η νέα μου ζωή ξεκινούσε, άφηνα πίσω τον κόσμο της οικογένειας και του σχολείου. Και μετά ξύπνησα σε άσχημη κατάσταση, και έπιασα ξανά το βιβλίο, σαν να ήταν το μόνο σταθερό σημείο εν μέσω αβέβαιης πελαγοδρόμησης.
Περί αδιακρισίας
Με ποιο τρόπο εμπλέκεστε με το θέατρο και ποιο το έργο της θεατρικής ομάδας De Gustimus;
Από πολύ μικρός σκεφτόμουν συχνά ότι όλα αυτά που βλέπω γύρω μου δεν μπορούσε να είναι ακριβώς αλήθεια. Μου φαίνονταν «πολύ κακό για το τίποτα», μια σπατάλη πόρων και δραστηριότητας χωρίς κατεύθυνση, ή, ακόμη χειρότερα, σε λάθος κατεύθυνση. Επίσης, μερικές φορές είχα την εντύπωση ότι αυτή η φανφάρα στηνόταν ειδικά για μένα, άμα τη αφίξει μου. Με έπιανε τότε μια διπλή μανία: Από τη μια, να αποκαλύψω την απάτη συλλαμβάνοντας τους υπευθύνους της να διαπράττουν ένα σφάλμα λογικής ακολουθίας. Από την άλλη, καθώς αντιλαμβανόμουν το αναπόδραστο της ψευδαίσθησης, να επέμβω στη σκηνοθεσία με σκοπό να βελτιώσω αισθητικά το αποτέλεσμα. Ήδη από την εποχή της εφηβείας μου είχα καταλάβει ότι όλα αυτά συνδέονταν με το τραύμα του διαζυγίου των γονιών μου (που συνέβη όταν ήμουν ενός έτους) και την κατάστασή μου ως μοναχοπαίδι. Δεν άργησα να συνειδητοποιήσω πως, εάν δεν άλλαζα νοητικές συνήθειες, σύντομα θα φλέρταρα με την τρέλα, επίγνωση που κατέστη επικίνδυνα επίκαιρη κατά τα πρώτα δύο έτη της φοιτητικής μου ζωής.
Για να επιστρέψω στην ερώτησή σας, το θέατρο (και ειδικότερα η σκηνοθεσία, γιατί μέχρι τότε είχα παίξει μερικές φορές ως ηθοποιός) έγινε για μένα μια άσκηση ελευθερίας και συγχρόνως μια καθημερινή ανάγκη, όπως αυτή του βαριά αρρώστου που χρειάζεται το φάρμακό του για να βγάλει τη μέρα. Ήταν επιτέλους η δική μου ευκαιρία να ελέγξω εγώ τους όρους του θεάματος, ως μικρός θεός να δημιουργήσω πραγματικότητα από το μυαλό μου και τη φαντασία μου, και να την προσφέρω στους άλλους. Την ίδια στιγμή, η αποστασιοποίηση από αυτή την πρωτεϊκή φαντασίωση δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη: η ίδια η ύπαρξη των συνεργατών με τις δικές τους επιθυμίες, προθέσεις και δημιουργικότητα προσέδιδε στη διαδικασία των προβών και στο τελικό αποτέλεσμα έναν συλλογικό χαρακτήρα, ανώτερο σε ποιότητα από ό,τι θα είχα επιτύχει ποτέ μόνος μου. Οι πρακτικές λεπτομέρειες, από την κατασκευή και το κουβάλημα των σκηνικών μέχρι τους υπολογισμούς των οικονομικών, λειτουργούσαν ως «αντιμαγεία», επέτειναν την αίσθηση της ομορφιάς μιας τέχνης που περνάει τελικά από τα χέρια μου. Το αποκορύφωμα όμως ήταν πάντα οι παραστάσεις, και ειδικότερα οι καλές, εκείνες δηλαδή στις οποίες ένιωθα τη μεγαλύτερη επικοινωνία μεταξύ κειμένου, σκηνοθετικού οράματος, ηθοποιών στη σκηνή και κοινού. Μια τέτοιου είδους έκθεση και δημιουργικότητα με αποσπούσε από την ατομική μου ιστορία και με ενέγραφε σε μία άλλη, που σχετιζόταν με τις παραστάσεις που είχα δει στα θέατρα της Αθήνας, και γενικότερα με τα μυθιστορήματα που διάβαζα, τις ταινίες που παρακολουθούσα, τη μουσική που άκουγα.
Οι De Gustimus ήταν μια κολεκτίβα που αντί για ροκ μουσική έκανε θέατρο, μια συνεχής μάζωξη τεράτων της φύσης που, αντί να τρομοκρατούν τον εαυτό τους και τους άλλους, ανέβηκαν στη σκηνή. Ένα τσίρκο με ισχυρές προσωπικότητες στη θέση των άγριων ζώων, να περιφέρονται έξω από τα κλουβιά και να επιδεικνύουν τα θανατηφόρα χαρίσματά τους στους καταγοητευμένους θεατές που κρατούσαν την ανάσα τους υπό το φόβο ενός ατυχήματος. Με βάση το Ρέθυμνο, οι De Gustimus έδωσαν παραστάσεις στην Κρήτη και στην Αθήνα, σε ένα χρονικό διάστημα πέντε ετών, με συνολική συμμετοχή περίπου διακοσίων ανθρώπων, από την αρχική εκρηκτική ζωτικότητα έως την τελική γιγάντωση των αδιεξόδων. Από το «Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία» του Ρ.Βιτράκ (1993), η δύναμη της νιότης που επιτίθεται προκαταβολικά στον εαυτό της για να μη γεράσει ποτέ, το «Όνειρο καλοκαιρινής νυχτός» του Σέξπιρ (1994), οι γελοίες και υπέροχες ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στον ρομαντικό έρωτα και τις σχέσεις της μιας νύχτας, το «Η δολοφονία του Μαρά» του Πέτερ Βάις (1994), τα όρια της επαναστατικής ουτοπίας και της καταστολής της, το «Το στοίχημα» του Αντώνη Καναβούρα (1995), πιθανώς η πρώτη παράσταση bar theatre στην Ελλάδα, το «Η λέσχη της απάτης» του Ντέιβιντ Μάμετ (1997), η διερεύνηση ενός κόσμου όπου τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται και όλοι είναι ύποπτοι προδοσίας, έως το «Η μεταφυσική ενός δικέφαλου μοσχαριού» του Στάνισλαβ Βιτκίεβιτς (1998), ο αποτυχημένος εξορκισμός των φαντασμάτων του παρελθόντος και των χαμένων προσδοκιών της ευτυχίας.
Με ποιο τρόπο ασκείστε στην κριτική μουσικής και κινηματογράφου;
Είχα πάντα μανία να μοιράζομαι τις αισθητικές εντυπώσεις μου με τους φίλους μου, να ακούσουν σε ένα δίσκο αυτά τα θαυμαστά που άκουγα εγώ, ή να αποφύγουν μια ταινία για να μην υποβληθούν στο «μαρτύριο» που πέρασα, σε σημείο που να τους πρήζω. Αυτό κάνω ακόμα, τώρα πια για όποιον ενδιαφέρεται, στον «τοίχο» μου στο φέισμπουκ, στο μπλογκ Φελέκι, στην Εφημερίδα των Συντακτών, και, πρόσφατα, στο mic.gr.
Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;
Ο σκηνοθέτης του κινηματογράφου που με γοητεύει, μέσα από τις αλλεπάλληλες μορφικές αναζητήσεις του αλλά και την επιμονή τού ουσιαστικά ίδιου από την αρχή αισθητικού οράματος, είναι ο Ντέιβιντ Λιντς. Σχετικά με το θέατρο, έγραψα πριν ένα χρόνο ένα κείμενο στο οποίο μιλούσα για την αξεπέραστη έμπνευση που νιώθω ότι μου έχει δωρίσει το έργο του Λευτέρη Βογιατζή.
Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι και το ιστολογείν;
Πολύ θετικές. Στο διαδίκτυο ανακάλυψα εργαλεία επικοινωνίας με τρομερές δυνατότητες, διπλά χρήσιμες για ανθρώπους που ζουν, όπως εγώ, εκτός μητροπόλεων. Ακούγεται σαν από λυσάρι εκθεσάδικου αλλά έχει βάση: σημασία έχει ο τρόπος χρήσης, ο οποίος περισσότερο αντανακλά τις ιδιότητες του χρήστη παρά του μέσου. Έτσι, αν θέλει κάποιος να αιχμαλωτιστεί από τη ροή αποσπασματικών πληροφοριών να πέσει μέσα σε μια χοάνη σπαταλημένου χρόνου, αναλισκόμενος σε σκιαμαχίες παραφουσκωμένων εγώ, μπορεί θαυμάσια να το κάνει. Προσωπικά, μέσα από το διαδικτυώνεσθαι και το ιστολογείν, γνώρισα εξαιρετικούς ανθρώπους (με τους περισσότερους από τους οποίους η γνωριμία μας έχει συνεχιστεί και εκτός διαδικτύου), διαθέτω πλουραλιστικές πηγές ενημέρωσης και κριτικής για θέματα που ενδιαφέρουν, και, τέλος, είχα έναν εναλλακτικό τρόπο δημοσίευσης και επεξεργασίας και προβολής του μυθιστορήματός μου πριν τη χάρτινη έκδοση.
Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής ή αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;
Όπως σας έγραψα σε προηγούμενη ερώτηση, την έδωσα για πολύ «λιγότερα», για αυτό που αναφέρει το “I’m so tired” των Beatles: “I’d give you everything I’ve got for a little peace of mind”.
Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!
Πλησιάζουμε τις 3.500 λέξεις, δεν νομίζω ότι έχει νόημα να βασανίσω τον ευγενικό αναγνώστη που έφτασε μέχρι εδώ, συνεχίζοντας τις αυτοαναφορικές μου παρλάτες. Έχει πολύ πιο ενδιαφέροντα κείμενα να διαβάσει περιδιαβαίνοντας τους χώρους του φιλόξενου Πανδοχείου σας, ενός χώρου στον οποίο ένιωσα την ασφάλεια, την άνεση και τη διάθεση να μιλήσω επί μακρόν, και σας ευχαριστώ για αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου