Προδημοσίευση από το νέο μυθιστόρημα του Ρωμανού Σκλαβενίτη-Πιστοφίδη «Τ.», που θα κυκλοφορήσει από την Απόπειρα. | Bookpress »»
[...]
Η Άγκνες τον κοίταξε δύσπιστα. «Είναι δυνατόν να μην οδηγείς;» Όσοι δεν οδηγούσαν ήταν για κείνη ένα αξιοπερίεργο θέαμα· είχαν κάτι το εξωτικό, το υποταχτικό, όπως τα UFO και οι θρησκόληπτοι. Όμως ο Σεντάρης δεν ήξερε να οδηγεί και δεν ντρεπόταν να το πει. «Στο Λος Άντζελες, όποιος δεν οδηγάει, πεθαίνει».
Ήταν ανυποχώρητη. Η υπόσχεση έπρεπε να κρατηθεί: οι δυο τους θα επισκέπτονταν το προάστιο στο βουνό. Ήθελε να γνωρίσει τον Άρη Σεντάρη, ετεροθαλή αδελφό του Σεντάρη, και να δει. Τι ακριβώς ήθελε να δει, δεν ήξερε.
Οι εκδρομές στο βουνό τής φαίνονταν ιδανικές, γιατί οι άλλοι πήγαιναν εκδρομές στη θάλασσα. Δεν είναι ότι απολάμβανε τη φύση. Οι βουκόλοι δεν θα μπορούσαν να την απασχολούν λιγότερο. Για εκείνη, τα βουνά προσέφεραν μόνο πανοράματα των πόλεων στους πρόποδες. Πανοράματα και ανέμους. Στην T., το βουνό είχε το δικό του Πανόραμα και ανέμους φιλικούς, όχι καταστροφικούς.
«Όποιος μεγαλώνει στο Λος Άντζελες, μαθαίνει να φοβάται τους ανέμους. Ο αέρας από τα βουνά της Σάντα Άνα είναι ένας αγέρωχος φονιάς. Οι φοίνικες καίγονται σαν σπίρτα, το χώμα διαβρώνεται. Η γη τσουλάει την πόλη προς τον ωκεανό· θα την τσουλάει μέχρι να χαθεί» είπε στον Σεντάρη.
Η Θεσσαλονίκη τής έδινε τη γεύση ενός Λος Άντζελες χωρίς την οφθαλμαπάτη, το σινεμά και το αμφίθυμο έδαφος. Ήταν μια πόλη αχανής, με βουνό και θάλασσα, χωρίς έρημο, στούντιο και σταρ. Μια πόλη που αυτοαναιρούνταν, αλλά που αγνοούσε την ιδέα της τελικής πτώσης και της λυσσαλέας φιλοδοξίας. Δηλαδή, την έβρισκε συμπαθητική.
Η Άνοιξη έκανε τα δέντρα να χαίρονται. Οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για τη βόλτα στο βουνό. Ήταν ευνοϊκές και για τον Γουίλλι, την convertible Μερσέντες της Άγκνες. Ο Γουίλλι είχε αναμφίβολα προσωπικότητα. Γκρίνιαζε στα κόκκινα φανάρια και ηρεμούσε στους ανοιχτούς δρόμους, τις ατελείωτες ευθείες του περιφερειακού για το βουνό.
Ο Σεντάρης τηλεφώνησε στους οικοδεσπότες για να ενημερώσει. Καλύτερα την άλλη εβδομάδα, είπαν. Η Άγκνες συμφώνησε και έβαλε το αυτοκίνητο στην τροχιά για τη θάλασσα της Χαλκιδικής. Αντί για την οικογένειά του, θα επισκέπτονταν την καλύτερή της φίλη, επίσης μοντέλο, που είχε μόλις εγκατασταθεί στην πόλη. Νοίκιαζε δωμάτιο σε ένα από τα υπερξενοδοχεία πάνω στη θάλασσα. Με ιδιωτική παραλία και άλλα προνόμια.
Η Φράια ερχόταν από τη Δανία. Το πλήρες της όνομα ήταν εμφανώς δανέζικο: Φράια Φω Γιοχάνσεν. Είχαν γνωριστεί πριν έξι χρόνια σε φωτογράφιση για τη Σάντρα Μπάκλουντ και είχαν κολλήσει. Η Φράια ίσως λίγο περισσότερο.
Αγαπούσαν τους ίδιους σχεδιαστές, τους ίδιους φωτογράφους. Επίσης, τις αγαπούσαν οι ίδιοι σχεδιαστές και οι ίδιοι φωτογράφοι. Συνήθως, διάβαζαν τα ίδια βιβλία. Άκουγαν την ίδια μουσική και είχαν σχεδόν ταυτόσημα ξυλάκια για πόδια. Είχαν το ίδιο ύψος: 5 πόδια και 10 ίντσες.
Η Φράια είχε ανακαλυφθεί από κυνηγό ταλέντων στα δώδεκα και στα δεκάξι της ήταν ήδη επιτυχημένη. Στα δεκαεπτά, κρυφά απ' τους γονείς της, κανόνισε σειρά από δουλειές στο Παρίσι. Εγκατέλειψε λοιπόν την Κοπεγχάγη και μετακόμισε μόνιμα εκεί, όπου τελείωσε το σχολείο.
Χωρίς τους γονείς της να την ταλαιπωρούν, η καριέρα της απογειώθηκε. Στο Παρίσι, κατάφερε να εφεύρει τον εαυτό της από την αρχή. Μακριά από όσους τη γνώριζαν, μπορούσε να υπάρχει όπως εκείνη έκρινε σκόπιμο. Το αυστηρό, αρκετά αρρενωπό της πρόσωπο την έκανε ιδανική για τις πιο αβάν-γκαρντ εικόνες και πασαρέλες. Σύντομα, έγινε το πρόσωπο πολλών οίκων μόδας, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που σχεδίαζαν αποκλειστικά για άντρες.
Στα δεκαεννιά της, έκλεισε την χειμωνιάτικη κολεξιόν της Σάντρα Μπάκλουντ. Η Σάντρα Μπάκλουντ ήταν η αγαπημένη της σχεδιάστρια και επιπλέον ήταν πραγματική καλλιτέχνης. Τα πλεκτά της ήταν περιζήτητα όχι μόνο από τις κυρίες που μπορούσαν να τα αγοράσουν, αλλά και από μουσεία. Είχε δικές της αίθουσες στο MOMA και στην Tate Modern. Το ότι την επέλεξε σήμαινε για τη Φράια τα πάντα.
Τα πάντα και λίγο παραπάνω. Σε εκείνη τη φωτογράφιση, συνεργάστηκε με την Άγκνες Σκυμ, ανερχόμενο σούπερ μόντελ και συνομίληκη. Εκεί, έγιναν αχώριστες φίλες· εκεί, γνώρισε και τον Ματίας Έρικσεν, τον διάσημο Δανό φωτογράφο.
Εκείνη και ο Ματίας τα έφτιαξαν την ίδια κιόλας μέρα. Ο Ματίας τής έδειξε το Παρίσι, τα καφέ όπου σύχναζε, της γνώρισε τους φίλους του. Σύντομα, άρχισε να την κακομεταχειρίζεται. Διέδωσε πως το σώμα της ήταν αρρενωπό, η Φράια τον χαστούκισε κι εκείνος της μαύρισε το πρόσωπο και το σώμα. Ωστόσο, ήταν ερωτευμένη.
Ο Ματίας συνήθισε. Η Φράια άρχισε να απουσιάζει από τις κανονισμένες φωτογραφίσεις της, προφασιζόμενη λόγους ασθενείας. Τα νέα κυκλοφόρησαν και σύντομα οι πρώτες φωτογραφίες από παπαράτσι την έδειχναν αγνώριστη από τους μώλωπες.
Η Φράια και η κακομεταχείριση είχαν παρελθόν. Ο πατέρας της ήταν ένας αγροίκος του Βορρά· ένα ανώμαλο πλάσμα που τη γρονθοκοπούσε με κάθε ευκαιρία. Η μητέρα της δεν αντιδρούσε, γιατί ήταν χοντρή και φοβόταν ότι αν χώριζε τον άντρα της, θα έμενε μόνη για όλη της τη ζωή. Έτσι, κρυβόταν πίσω από την κουρτίνα, σκούζοντας πού και πού. Ο κύριος Γιοχάνσεν ήταν σαδιστής. Όταν η Φράια ήταν έντεκα χρονών, λίγο πριν την ανακαλύψει ο κυνηγός ταλέντων στην αγορά της Κοπεγχάγης, είδε το παντελόνι του να υγραίνεται καθώς τη μαστίγωνε με τη ζώνη του παντελονιού του.
Οι συνέπειες ήταν πολλές. Η σημαντικότερη όμως ήταν ο ακαταμάχητος φόβος της απέναντι στην αντρική βία. Αρκούσε να της φωνάξει κάποιος και ζάρωνε τρομοκρατημένη σε κάποια γωνία. Και αν ο Ματίας Έρικσεν δεν πέθαινε σε εκείνο το αυτοκινητιστικό δυστύχημα στα περίχωρα του Παρισιού, η Φράια δεν θα απελευθερωνόταν ποτέ. Ευτυχώς, όμως, ο Ματίας τράκαρε και σκοτώθηκε.
Ο θάνατός του κλόνισε τη Φράια. Βίωνε πια την απόλυτη ελευθερία: χωρίς οικογένεια, χωρίς εραστή, ήταν μονήρης μέσα στο χώρο και το χρόνο. Συνεσταλμένη, καχύποπτη, αλλά μονήρης – εκείνη και το τομάρι της. Όμως, η απόλυτη ελευθερία επιφέρει ανισορροπία στον κόσμο, προσελκύει διώκτες. Η Φράια δεν ήταν σε θέση. Γι’ αυτό, προσκολλήθηκε στην Άγκνες.
Τον πρώτο καιρό μετά το δυστύχημα, την έπαιρνε από πίσω. Κανόνιζε δουλειές στην ίδια πόλη μ’ εκείνη και νοίκιαζε στο ίδιο ξενοδοχείο μ' εκείνη. Από την άλλη, η Άγκνες το απολάμβανε. Ήταν κολακευτικό να νιώθει αναγκαία, να υπάρχει κάποιος που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτή. Αιφνιδίως, οι ανάσες της είχαν γίνει μονάκριβες.
Η Φράια δεν άργησε να διαγνωστεί με μανιοκατάθλιψη. Πράγμα που της έδωσε ώθηση στη δουλειά. Παρά τις στυγερές συνεδρίες της με τον ψυχίατρο και την ύπουλη φαρμακευτική αγωγή, όλο και περισσότεροι οίκοι μόδας εκδήλωναν το ενδιαφέρον τους για αυτή τη λεπτεπίλεπτη προσωπικότητα. Το όνομά της στα δανέζικα σήμαινε «θέα του έρωτα», η βιομηχανία δεν το άφησε να πέσει κάτω: την ανέδειξαν εναλλακτική θεά του σεξαπίλ. Παρόλο το κοκκαλιάρικο παρουσιαστικό, παρόλες τις γωνίες, παρόλη την κατάθλιψη στο βλέμμα της.
Αν ήταν σε κάτι αληθινά τυχερή, αυτό ήταν ο ψυχίατρός της που ήταν από τους καλούς. Η Φράια δεν θα έπαυε ποτέ να είναι καταθλιπτική: το ίδιο το παρουσιαστικό της έμοιαζε να της το επιβάλλει. Ωστόσο, καταλάγιασε ο αυτοκτονικός ιδεασμός και ήρθε επιτέλους σε πλήρη ρήξη με την οικογένειά της, που τουλάχιστον δεν την ξαναενόχλησε.
Στη Θεσσαλονίκη είχε βρεθεί, ακολουθώντας την Άγκνες. Είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο πάνω στη θάλασσα. Αγαπούσε τη θάλασσα για τον ίδιο λόγο που την αγαπούν όλοι: την έκανε να ξεχνάει, την έκανε να νιώθει τυχερή. Παρόλο που δεν ήταν τυχερή.
Η Άγκνες άφησε το αυτοκίνητο στον παρκαδόρο και έψαξε τους αριθμούς των δωματίων. Το δωμάτιο της Φράια ήταν το πιο απομονωμένο και το πιο ακριβό. Ο Σεντάρης περπατούσε πίσω της, χαζεύοντας τους παπαράτσι που μισοκρύβονταν στους θάμνους. Γύρισε το πρόσωπό του από την άλλη. Η Άγκνες χτύπησε το κουδούνι.
Στην πόρτα στεκόταν ένα πλάσμα. Αυτή η λέξη περιέγραφε την απροσδιοριστία της μορφής της. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα και άτακτα κομμένα, φορούσε τζιν και ένα σκούρο μπλε t-shirt. Τα πόδια της ήταν παγωμένα και είχαν μαύρα νύχια. Το πρόσωπό της ήταν ολόλευκο και θαρρείς ευλύγιστο.
Ο Σεντάρης τη θυμήθηκε. Πρώτη φορά, την είχε δει στο λιμάνι, σ’ εκείνο το πάρτι. Φορούσε κόκκινα γυαλιά ηλίου, παρότι ήταν νύχτα, και δεν φαινόταν θλιμμένη.
Τους υποδέχθηκε δίχως πάθος. Μόνο χαμογέλασε και ζήτησε να περάσουν μέσα. Παρότι ήταν δωμάτιο ξενοδοχείου, η Φράια είχε επιβάλει το δικό της γούστο. Υπήρχαν κρεμασμένες φωτογραφίες της Σάρα Βων και της Μπίλλυ Χόλιντεϊ, νέο καθιστικό και χαλί γκαμπέ. Στο τραπεζάκι του σαλονιού, το τσακισμένο αντίτυπο του Τρυφερή είναι η νύχτα, γυρισμένο ανάποδα, με κρυμμένο εξώφυλλο και ράχη, σχημάτιζε ιριδισμούς στο κρυστάλλινο ποτήρι.
«Τι πίνεις; Λικέρ;» είπε η Άγκνες.
«Πίνω λικέρ γιατί είναι γλυκό». Η Φράια απάντησε σε μια επίπληξη που δεν είχε εκστομιστεί. Έκλεισε προσεχτικά το βιβλίο και το έβαλε στη βιβλιοθήκη. «Δεν θα μας γνωρίσεις;» είπε.
«Από δω, ο Νίκος. Όλοι τον φωνάζουν Σεντάρη».
Η Φράια γέμισε ένα σφηνάκι με λικέρ και πρότεινε να βγουν στην αυλή.
«Ο ήλιος είναι απολαυστικός».
«Πώς είσαι; Η Τομ Φορντ που έκανες ήταν αριστούργημα» είπε η Άγκνες.
«Ευχαριστώ, καλή ήταν. Με συγχωρείτε».
Η Φράια κλείστηκε στην τουαλέτα. Από την άβολη θέση του στην πολυθρόνα, ο Σεντάρης κοίταξε την Άγκνες ερωτηματικά.
«Δεν τη βλέπω καλά» του είπε.
Σε λίγο, η Φράια επέστρεψε, φέρνοντας μαζί μια σειρά από μπισκότα. Διάλεξε ένα με πασπαλισμένη ζάχαρη και προσέφερε τα υπόλοιπα.
«Σε είδα στην τηλεόραση. Ήσουν πολύ καλή» είπε ο Σεντάρης.
«Ναι; Πού;»
«Ήσουν μαζί με την Άγκνες».
«Στο RRRunway» είπε η Άγκνες.
«Καλά ήταν. Περάσαμε καλά».
Κάθε τόσο η συζήτηση βάλτωνε. Ο Σεντάρης καταλάβαινε ότι ήταν ανεπιθύμητος. Ή, τέλος πάντων, δεν ήταν επιθυμητός. Η Φράια απέφευγε να τον κοιτάξει και να μιλήσει μαζί του, ενώ έβρισκε ενδιαφέρουσα την παραμικρή αλλαγή του καιρού.
Μια αράχνη βρέθηκε στον ώμο της Άγκνες. Είχε αραχνοφοβία – έτρεμε όλα τα έντομα. Η Φράια βρισκόταν πάλι στην τουαλέτα.
«Σε παρακαλώ, Νίκο, πάρ’ την!» τσίριξε.
Στα χαρακτηριστικά της υπήρχε σκαλισμένος φόβος. Είχε σφαλιστά μάτια, ανασηκωμένα μήλα, τανυσμένους μυς στο λαιμό, ορθάνοιχτα ρουθούνια και στόμα που έκλαιγε.
«Πάρ’ την! Πάρ’ την από πάνω μου!»
«Ηρέμησε, μια αράχνη είναι». Ο Σεντάρης δεν κουνήθηκε.
«Νίκο!»
«Άνοιξε τα μάτια σου και μην κλαις. Είναι μόνο μια αράχνη. Διώξ’ την από πάνω σου». Ήπιε λίγο από το λικέρ που του είχε προσφέρει νωρίτερα η Φράια.
«Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ! Βοήθησέ με. Φοβάμαι…»
Η αράχνη είχε παγώσει από τον τρόμο.
«Όχι, δεν θα σε βοηθήσω. Θα το κάνεις μόνη σου. Πρέπει να αντιμετωπίσεις το φόβο σου, πρέπει—
«Νίκο! Δεν μπορώ, δεν μπορώ, δεν μπορώ… Βοήθησέ με, πάρ’ την, πάρ’ την». Το πρόσωπό της ήταν φρικιαστικό και υγρό.
Η Φράια πετάχτηκε από μέσα και έλιωσε την αράχνη στα δάχτυλά της. Η Άγκνες δεν πρόφτανε την ανάσα της ενώ το σώμα της είχε σπασμούς. Ο Σεντάρης, ελαφρώς ταραγμένος, έπινε από το λικέρ του.
Η Άγκνες χώθηκε στην αγκαλιά της Φράια, που την κρατούσε σφιχτά και της ψιθύριζε στα αγγλικά ότι όλα ήταν εντάξει. Το πρόσωπο και των δύο είχε κοκκινίσει, της μίας από φόβο, της άλλης από θυμό.
«Δεν την άκουσες να ζητάει βοήθεια;» είπε η Φράια.
«Μια αράχνη ήταν. Δεν μπορεί να κάνει τόση φασαρία για μια αράχνη. Πρέπει να μάθει».
«Είσαι άρρωστος. Πρέπει να σε κοιτάξει κάποιος. Δεν βλέπεις πόσο άσχημα είναι; Δεν μπορεί να αναπνεύσει. Είσαι άρρωστος». Αγκάλιασε σφιχτά την Άγκνες που έμοιαζε να αργοπεθαίνει.
«Πρόσεχε πώς μου μιλάς. Πρέπει να μάθει να αντιμετωπίζει τους φόβους της. Εσύ είσαι η άρρωστη».
«Όπως αντιμετωπίζεις εσύ τους δικούς σου;!» τσίριξε η Άγκνες. «Δεν κάνεις τίποτα! Είσαι άχρηστος! Δεν θα σου το συγχωρέσω ποτέ!» είπε και, ξεφεύγοντας από τα χέρια της Φράια, άρπαξε τον Σεντάρη απ’ το γιακά.
«Μόνο εγώ δουλεύω! Εσύ δεν κάνεις τίποτα! Είσαι ένα τίποτα! Ούτε καν συγγραφέας είσαι! Αν δεν ήμουν εγώ, θα ψοφούσες από την πείνα! Δεν θέλω να σε ξαναδώ».
Η Φράια την έπεισε να πάει μια βόλτα στην παραλία. «Όπως παλιά, στο L.A.» είπε, χαϊδεύοντας το κεφάλι της. Η θάλασσα της Θεσσαλονίκης δεν ήταν ωκεανός, ούτε και έφερε τους συναφείς συμβολισμούς που στο Λος Άντζελες σε έκαναν να μυρίζεις την ελευθερία ή το θάνατο. Όμως, ήταν μια κάποια λύση. Η Άγκνες αναχώρησε κλαίγοντας.
«Αισθάνεσαι περισσότερο άντρας τώρα;» Η Φράια κάθισε δίπλα του στην πολυθρόνα.
«Πρέπει να ενηλικιωθεί κάποια στιγμή». Ήπιε το λικέρ του.
«Και ποιος σου είπε ότι θα είσαι εσύ αυτός που θα τη βοηθήσει να το κάνει;»
«Είμαστε ερωτευμένοι. Οι άλλοι δεν θα είναι τόσο καλοί μαζί της».
«Μάλλον δεν έχεις ιδέα από έρωτα». Του χαμογέλασε.
«Από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, έχω μεγαλύτερη ιδέα από εσένα».
«Πες μου, σου αρέσει να νιώθεις δυνατός; Να νιώθεις σκληρός και αδυσώπητος;»
«Εσένα;»
«Eμένα, μου αρέσει…» Έριξε το βλέμμα της στο πάτωμα και έπειτα το σήκωσε για να τον αντικρίσει. «Μου αρέσει να νιώθεις σκληρός».
Ο Σεντάρης έσφιξε το μήλο του Αδάμ που έτρεμε. Η Φράια άπλωσε τα μακριά της πόδια πάνω του. Τοποθέτησε σωστά το σώμα της, ώστε οι γλουτοί της φαίνονταν αφύσικα γεμάτοι και προκλητικοί σε σχέση με την πραγματικότητα.
«Θα το έκανες, αν σου το ζητούσα;» Μετακινήθηκε πάνω στα πόδια του και πέρασε το χέρι της πίσω από το λαιμό του.
«Είμαι ερωτευμένος μαζί της». Ωστόσο, ίδρωνε σαν ιπποπόταμος.
«Θα το έκανες» πλησίασε στο αυτί του.
Η ανάσα του έγινε βαριά και διακεκομμένη. Την έβλεπε να τον φιλάει και ένιωθε τα χέρια του ανυπόμονα. Το στόμα του είχε χαλαρώσει, αλλά τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα: στο βάθος, η Άγκνες ανηφόριζε από την παραλία. Η Φράια την είχε προσέξει νωρίτερα, όμως συνέχιζε. Ο Σεντάρης την έσπρωξε μακριά.
«Μείνε μακριά μου».
Η Φράια σκούπισε τα δάκρυά της και είπε την τελευταία κουβέντα.
«Μην ξεγελαστείς από την αδυναμία μου. Αν την πληγώσεις, θα γίνεις ο πρώτος άνδρας που θα συνθλίψω». Ύστερα, την άκουσε να φεύγει από το δωμάτιο.
[...]
1 σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου