Στις απόκριες, τον έντυναν αξιωματικό πάνω σε άλογο και έβγαζε λόγο στην πλατεία. Μιλούσε για την εκμετάλλευση των αγροτών από τους εμπόρους. Οι εμπόροι, έλεγε, είναι κλέφτες! Παίρνουν το λάδι δεκαπέντε δραχμές και το πουλάνε είκοσι πέντε! Και εκεί έκανε μια μικρή παύση, αναλογιζόμενος φαίνεται ότι οι εμπόροι ήταν που τον έπαιρναν για δουλειά, για να προσθέσει αμέσως: «Όχι οι ντόπιοι! Οι ξένοι!»
Το φόρτωμα του λαδιού στο φορτηγό ήταν ολόκληρη ιστορία. Ένα θέαμα μοναδικό, που μας μαγνήτιζε και αφήναμε για χάρη του όλα μας τα παιχνίδια.
Έπρεπε τα σιδεροβάρελα, κάτι μεγάλα των διακοσίων οκάδων, να ανεβούνε στο κασόνι και η λύση ήταν μία: τα δυο καδρόνια με τις τριχιές. Πατούσαν τα καδρόνια παράλληλα από το έδαφος στην καρότσα και δυο μακριές τριχιές, δεμένες από τον άξονα της πόρτας, γύριζαν κάτω από το βαρέλι, και τις άκρες τους τις έπιαναν δυο άντρες από το φορτηγό και τραβούσαν. Σιγά σιγά και με δύναμη. Άρχιζε το βαρέλι να κυλάει πάνω στα ξύλα και όσο μαζεύαν οι τριχιές, τόσο ανέβαινε και τόσο μας γέμιζε με δέος, έτσι που το βλέπαμε να προχωράει στον αέρα.
Χρειάζονταν πάντα δυο άντρες. Εκτός και αν ήταν ο Δημοσθένης που το ανέβαζε μόνος του! Στεκόταν πάνω στο κασόνι με ανοιχτά τα πόδια και κρατώντας μια τριχιά στο κάθε του χέρι, τραβούσε επιδέξια, κάνοντας το βαρέλι να ανεβαίνει και το δικό μας δέος να μεγαλώνει!
Ο Δημοσθένης ήταν ένας άντρας κοντός και γεροδεμένος, με φαρδύ και τριχωτό στέρνο, ατσάλινα χέρια και χοντρό σβέρκο. Το πρόσωπό του χαρακτηριζόταν από τα πεταχτά του φρύδια, το πλατύ σαγόνι και τα πολύ χοντρά χείλια του. Τα μαλλιά του ήτανε σγουρά και κοντοκουρεμένα. Είχε έρθει από τα χωριά της Ηπείρου. Ζούσε μόνος του σε ένα μικρό καλύβι, πίσω από κάποιο σπίτι και ήτανε πολύ καθαρός για εργένης. Τον παίρνανε οι εμπόροι για φορτώματα και ξεφορτώματα και οι αγρότες για τις πολύ βαριές δουλειές. Έβγαζε από τη γη τις μεγάλες κουτσούρες που είχαν από κάτω οι κουμαριές και τα ρείκια, ή έσπαζε με τη βαριά το νταμάρι που βρίσκανε, όταν ανοίγανε θεμέλια. Δεν είχε πάει στο σχολείο και είχε μάθει ανάγνωση μόνος του! Μας ζητούσε και του δανείζαμε σχολικά βιβλία που τα διάβαζε με μανία – βλέπαμε τις νύχτες στο καλυβάκι του, μέσα από τις χαραμάδες της πορτούλας, να τρεμοπαίζει το αμυδρό φως του λυχναριού – και μας τα επέστρεφε την άλλη μέρα. Μας ευχαριστούσε ευγενικά και μας έκανε, με τρόπο, παρατηρήσεις για όσα είχαμε βρώμικα και τσαλακωμένα! Είχε αδυναμία στην παγκόσμια γεωγραφία και στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Τον είχε εντυπωσιάσει η Αφρικανική Γουινέα, που ήταν η πρώτη χώρα παραγωγής κακάο. Είχε μάθει απέξω τα σύνορά της, την έκταση και τον πληθυσμό. Την έκταση των φυτειών σε εκτάρια και την παραγωγή σε τόνους. Από την αρχαία Ελλάδα, είχε κολλήσει σε ένα όνομα: στη Σαπφώ! Τον συγκλόνιζε, φαίνεται, η ιδέα της γυναίκας-ποιήτριας, πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Ρωτούσε και ξαναρωτούσε γι’ αυτήν, μήπως και μάθαινε κάτι περισσότερο από εκείνα τα λίγα που έγραφε το σχολικό εγχειρίδιο. Ερχότανε εκεί που παίζαμε μπάλα και περίμενε διακριτικά στην άκρη μέχρι να τελειώσουμε. Τότε ρωτούσε αν μάθαμε κάτι καινούριο για τη Σαπφώ και αν ξέραμε κάποιο ποίημά της. Έλεγε το όνομά της με έμφαση. Και έτσι που τόνιζαν τα χοντρά του χείλη τα δυο συνεχόμενα σύμφωνα, το π και το φ, γοητευόμασταν και εμείς από το όνομα της αρχαίας ποιήτριας και του δίναμε ευκαιρίες να το επαναλαμβάνει.
Στις απόκριες, τον έντυναν αξιωματικό πάνω σε άλογο και έβγαζε λόγο στην πλατεία. Μιλούσε για την εκμετάλλευση των αγροτών από τους εμπόρους. Οι εμπόροι, έλεγε, είναι κλέφτες! Παίρνουν το λάδι δεκαπέντε δραχμές και το πουλάνε είκοσι πέντε! Και εκεί έκανε μια μικρή παύση, αναλογιζόμενος φαίνεται ότι οι εμπόροι ήταν που τον έπαιρναν για δουλειά, για να προσθέσει αμέσως: «Όχι οι ντόπιοι! Οι ξένοι!»
Έφυγε μια νύχτα για πάντα και το πρωί βρήκαμε το μήνυμά του: ένα χασαπόχαρτο καρφωμένο με πρόκες στον πλάτανο και ένα κείμενο γραμμένο με κάρβουνο. Σύντομο και ανορθόγραφο:
ΑΓΑΠΗΤΗ ΧΩΡΙΑΝΟΙ
Η ΣΑΠΦΩ ΗΤΑΝΑΙ ΠΗΗΤΡΗΑ ΤΗΣ ΑΡΧΕΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΕΖΗΣΕ ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΛΕΣΒΟ 600 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΩ ΧΡΗΣΤΟΥ
ΚΕ Η ΝΤΟΠΗΟΙ ΕΜΠΟΡΗ ΚΛΕΦΤΕΣ ΗΝΑΙ
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ
Τον συνάντησα, μετά από χρόνια, στην Αθήνα. Ανέβαινε την Αγίου Κωνσταντίνου. Ήτανε βρώμικος, με μακριά μαλλιά και φευγάτος. Μόνο στο όνομά του αντέδρασε. Είχε ξεχάσει και τη Σαπφώ.
____________________
Δημήτρης Κουκουλάς • Τα φορτηγά και άλλες ιστορίες (μυθιστόρημα). σσ 41–43.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου