12.3.11

Η τραγικωμωδία του ταξιδιού

Το επιστολικό μυθιστόρημα των Μπάροουζ και Γκίνζμπεργκ

Γράφει ο Φώτης Τερζάκης | «Βιβλιοθήκη»,
Ελευθεροτυπία, Σάββατο 12 Μαρτίου 2011 »»

YageFronCover[2]William Burroughs
και Allen Ginsberg
Οι επιστολές του Γιαχέ
εισαγωγή-επιμέλεια:
Oliver Harris
μτφρ.: Γιώργος Γούτας
Απόπειρα, σ. 239,
ευρώ 17,04

 

 

Η μπιτ λογοτεχνική σκηνή, μεταξύ άλλων πραγμάτων, ανανέωσε ριζικά την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Όχι μόνο επειδή το μοτίβο της περιπλάνησης, με όλες τις κοινωνικές, ψυχολογικές ή και οντολογικές συνδηλώσεις του, βρίσκεται στο επίκεντρο του συνόλου σχεδόν των γραπτών της αλλά κι επειδή, κατά έναν πολύ ειδικό τρόπο, συνέπλεξε αδιαχώριστα τις δύο διακριτές σημασίες που διατηρεί η αγγλική λέξη trip: από τη μία πλευρά το ταξίδι στον χώρο, την περιπλάνηση, την αλλαγή τόπων και πολιτισμικών οριζόντων, από την άλλη πλευρά το εσωτερικό «ταξίδι», την κατάδυση σε ανεξερεύνητα ψυχικά τοπία και την αποδόμηση των στοιχείων της προσωπικής ταυτότητας, εν πολλοίς και πρωτίστως με το μέσον παραισθησιογόνων φυτών ή χημικών.

wsburr

Το πιο χτυπητό παράλληλο εκτός ΗΠΑ, την ίδια περίπου εποχή, θα βρούμε ίσως στη γραφή του Henri Michaux. Εν πάση περιπτώσει, αρχετυπική νουβέλα περιπλάνησης, και ίσως το πιο πολυδιαβασμένο κείμενο από την μπιτ παραγωγή, υπήρξε το Στον δρόμο του Τζακ Κέρουακ· ωστόσο, όπως παρατηρήθηκε, εκείνοι από τον κύκλο των μπιτ που ταξίδεψαν για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, πιο μακριά κι έγραψαν εκτενέστερα για τα ταξίδια τους, ήταν ο Ουίλιαμ Μπάροουζ και ο Άλεν Γκίνζμπεργκ. Στον ίδιο βαθμό, τα κείμενά τους αποπνέουν παντού τις αναθυμιάσεις αυτής της σύγχρονης «αλχημείας της συνείδησης», που μαγνήτισε τα πιο ευαίσθητα πνεύματα της γενιάς τους: των επιδράσεων της ηρωίνης και των βαρβιτουρικών στην περίπτωση Μπάροουζ, ο οποίος ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του  014640 και για όλη σχεδόν την επόμενη δεκαετία αγωνίζεται ν’ αποκολληθεί από τη ναρκομανία του (δεν υπάρχει σχεδόν κανένα νευροχημικό, φυσικό ή τεχνητό, που να μη δοκίμασε), και των λεγόμενων ψυχοτρόπων — χασίς, μεσκαλίνη, LSD κ.ά. — που είναι υπεύθυνα για τις ιδιάζουσες εκστατικές (αλλά και κολασμένες) εμπειρίες στην ποίηση του Γκίνζμπεργκ.

Οι Επιστολές του Γιαχέ, ένα μικρό βιβλίο στη φόρμα του επιστολικού μυθιστορήματος που κυκλοφόρησε το 1963 από τις εκδόσεις «City Light» του Λόρενς Φερλινγκέτι, άργησαν να προσεχθούν. Όπως όμως επρόκειτο να φανεί, είναι ένα από τα πιο κομβικά γραπτά τού εν λόγω κύκλου, μοναδικό ντοκουμέντο της ιστορίας του κινήματος των μπιτ, υφολογική και θεματική διασταύρωση όλων των εμμονών που τους απασχόλησαν κατά καιρούς και, στην τελική του διαμόρφωση τουλάχιστον, ένα αξιοσημείωτα συλλογικό έργο. Αυτόν ακριβώς τον σύνθετο και απ’ όλες τις απόψεις κομβικό χαρακτήρα του προσπαθεί να αναδείξει η κοπιώδης φιλολογική επιμέλεια του Oliver Harris, που αποτυπώνεται στη μακροσκελή Εισαγωγή του για την (τέταρτη, αν δεν κάνω λάθος) έκδοσή του το 2006 — από την οποία είναι ευτύχημα ότι έγινε η ελληνική μετάφραση. Διότι ένα από τα παράδοξα των Επιστολών του Γιαχέ είναι ότι αποδεικνύονται ένα βιβλίο-χιονοστιβάδα: όσο κυλάει αδέσποτο στις πλαγιές του χρόνου, μακραίνοντας από τα χέρια των συγγραφέων του, αυξάνονται συνεχώς ο όγκος και η βαρύτητά του.

Η εμμονή του Μπάροουζ με τη νοτιοαμερικανική ήπειρο ξεκινάει ίσως από το 1949 όταν, υπόδικος στις ΗΠΑ, θα δραπετεύσει με την οικογένειά του στην Πόλη του Μεξικού. Σύντομα θα «κάψει» και το μεξικανικό του καταφύγιο κι από το 1951 ήδη, στον απόηχο της θλιβερής ιστορίας τού (αθέλητου, όπως λέγεται) φόνου τής συζύγου του, σκέφτεται να «την κάνει για νότια» — Εκουαδόρ, Παναμά, Περού και Αμαζονία, σαγηνευμένος, όπως δηλώνει, από τις «ακριτικές συνθήκες» της περιοχής (μιλάει επίσης για επιστροφή στον τόπο του «αληθινού πεπρωμένου» του). Στην πραγματικότητα υπάρχει ένα βαθύτερο κίνητρο που έλκει τον Μπάροουζ σε αυτή την ασύντακτη φυγή, μία μυστική αναζήτηση που φλογίζει τη φαντασία του: το ιερό Γκράαλ του δεν είναι άλλο από το θρυλικό παραισθησιογόνο αναρριχητικό τού Αμαζονίου, το αποκαλούμενο από τους ιθαγενείς τού Πουτουμάγιο γιαχέ (Banisteriopsis Caapi), που στη δεκαετία του ’50 ήταν ακόμη ελάχιστα γνωστό φαρμακολογικά και περιβεβλημένο, από τους σαμάνους που το χρησιμοποιούσαν, με εντυπωσιακές οραματικές, τηλεπαθητικές, μαντικές κ.ά. ιδιότητες. Τον Ιανουάριο του 1953 ξεκινάει εντέλει το επεισοδιακό — και κακότυχο, όπως επανειλημμένα θρηνεί — ταξίδι του, που θα κρατήσει επτά μήνες. Σε όλο αυτό το διάστημα στέλνει ανελλιπώς επιστολές στον φίλο του Άλεν Γκίνζμπεργκ, ενημερώνοντάς τον για τις προόδους της έρευνάς του και για τις, άλλοτε τραγικές κι άλλοτε σπαρταριστές, κακοτυχίες του.

Σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, το 1960, ο Γκίνζμπεργκ θα ταξιδέψει και ο ίδιος σε πολλούς από τους τόπους απ’ όπου είχε περάσει ο Μπάροουζ, θα δοκιμάσει αφειδώς το μαγικό παρασκεύασμα (που εν τω μεταξύ έχει αποκτήσει αξιοσημείωτη δημοτικότητα), και θεωρεί υποχρέωσή του να μεταφέρει, επιστολικώς πάλι, τις εμπειρίες του στον μέντορά του (σε κάποια περίπτωση μάλιστα του ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια, σε αδυναμία εμφανώς να διαχειριστεί μια τρομακτική εμπειρία…). Το σύνολο των επιστολών που αντάλλαξαν οι δύο άνδρες, εν ολίγοις, απάρτιζε την αρχική μορφή του βιβλίου που κυκλοφόρησε το 1963. Μοιάζει να είναι δηλαδή ένα βιβλίο-ντοκουμέντο, αρθρωμένο σε επιστολική μορφή. Όπως όλα δείχνουν όμως — και η επιμέλεια του Oliver Harris φωτίζει πολλές πτυχές αυτού του συγγραφικού παρασκηνίου- οι επιστολές που εντέλει δημοσιεύτηκαν δεν είναι ακριβώς εκείνες που είχε στείλει ο Μπάροουζ στον Γκίνζμπεργκ: τις επανεπεξεργάστηκε ειδικά για τους σκοπούς της δημοσίευσης δημιουργώντας ένα είδος ημερολογιακής νουβέλας με προσχεδιασμένη άρθρωση και συγγραφική σκηνοθεσία. Ολόκληρα κομμάτια τους άλλωστε τα ξανασυναντάμε αυτούσια στο μεταγενέστερο μυθιστορηματικό (μυθοπλαστικό) έργο τού Μπάροουζ, ιδίως στο Γυμνό γεύμα. Στην τελευταία τούτη έκδοση, εκτός από τα πορίσματα της αφεαυτήν ενδιαφέρουσας ιστορικοφιλολογικής του έρευνας, ο επιμελητής έχει προσθέσει κάποια ακόμη αδημοσίευτα κείμενα των Μπάροουζ και Γκίνζμπεργκ που ρίχνουν πρόσθετο φως στη συγγραφική (και προσωπική) τους περιπέτεια.

Πάνω απ’ όλα το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί σαν ένα τεκμήριο της διαφοράς ύφους, αντιδιαμετρικού θα έλεγε κάποιος, των δύο συγγραφέων: ο Γκίνζμπεργκ, ο οποίος είχε πιθανώς τη μικρότερη εμπειρία με το γιαχέ, είναι εκείνος που μιλάει γι’ αυτήν πιο φλύαρα και ακατάσχετα, χωρίς δομή κι ευδιάκριτο νοητικό ειρμό, με τον γνωστό πληθωρικό ποιητικό του τρόπο, όπου η ζέουσα γλωσσική λάβα μοιάζει να συμπαρασύρει και να διαλύει κάθε ίχνος οργανωμένου «εγώ»· ο Μπάροουζ, αντίθετα, εντυπωσιάζει με την επιφυλακτικότητα και την άκρα οικονομία των αναφορών του στο ίδιο το γιαχέ. Με ύφος συγκρατημένο και με διαβολεμένα διεισδυτική παρατηρητικότητα, που διανθίζεται από το χαρακτηριστικό του σαρδόνιο χιούμορ, διάστικτο με απολαυστικές εκρήξεις αυτοειρωνείας, ανακατασκευάζει προσεκτικά το ίδιο το σκηνικό της περιπλάνησής του φέρνοντας μπροστά μας τόπους, ανθρώπους, περίεργες καταστάσεις αρκετά γνώριμες σ’ ένα ορισμένο είδος ταξιδιωτών, τη διασταύρωσή του με τον διάσημο εθνοβοτανολόγο Richard Evans Schultes, που βρίσκεται στα ίχνη της ίδιας αναζήτησης (με διαφορετικά κίνητρα), την περιφερειακή εμπλοκή του με την ταραγμένη πολιτική κατάσταση των χωρών που επισκέπτεται, δημιουργώντας ένα πραγματικό ταξιδιωτικό αφήγημα, συναρπαστικά ζωντανό, που πετυχαίνει επιπλέον ένα πολύτιμο ειδολογικό κράμα, το οποίο σε κανένα άλλο σημείο του μυθιστορηματικού του έργου δεν θα πετύχει ο Μπάροουζ — όπως εύστοχα το περιγράφει ο Oliver Harris: «…ένα υβρίδιο κωμικής παράδοσης πικαρέσκ, ταξιδιωτικής γραφής, επιτόπιας εθνοβοτανολογικής αναφοράς, πολιτικής σάτιρας, ψυχεδελικής λογοτεχνίας και επιστολικής αφηγηματικότητας. Θυμίζει κατά τόπους τις Διδασκαλίες του Δον Χουάν του Carlos Castaneda — ο οποίος βρισκόταν κάπου στα μισά της μαθητείας του με τον Ινδιάνο Γιακί τη χρονιά που κυκλοφόρησε το The Yage Letters — και σε άλλα σημεία τα Ημερολόγια μοτοσυκλέτας του Che Guevara — ο οποίος περιγράφει την ευρύτερη περιοχή έναν μόλις χρόνο πριν από τα ταξίδια τού Burroughs — λες κι έχουν ξαναγραφεί στο ύφος της πικρής κωμωδίας του Ταξιδιού στα βάθη της νύχτας του Louis-Ferdinand Celine» (σελ. 13-14).

Δεν υπάρχουν σχόλια: