Γράφει ο Βασίλης Ζηλάκος | Ελευθεροτυπία,
Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010 »»
Σταύρος Σταυρόπουλος • Ο έρωτας θα μας κάνει κομμάτια
εκδόσεις Απόπειρα, σ. 133, ευρώ 12,66Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010 »»
Σταύρος Σταυρόπουλος • Ο έρωτας θα μας κάνει κομμάτια
Τι είναι τελικά τα βιβλία που γράφεις; — Επιστολές που στέλνω στον εαυτό μου και δεν περιμένω να μου απαντήσει ποτέ, αποκρίνεται σαν μικρό παιδί ο Σταύρος Σταυρόπουλος στην Άννα Νάζου. Ευθύς μεμιάς περνούν απ’ το νου μου οι στίχοι του Τζελαλαντίν Ρουμί: Τα λόγια μου ήταν κούφια, /όλο πρέπει και μη./ Για χρόνια χτυπούσα την πόρτα/κι είδα όταν άνοιξε πως χτυπούσα από μέσα. Αυτός που μας καλεί — δεν έχει σημασία μέσω τίνος — είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Στην περίπτωση του μεγάλου Πέρση μύστη, σ’ εκείνον καθεδρεύει η αιώνια εικόνα του Αγαπημένου, που σε κάθε του ανάσα ωριμάζει η κατατεμαχισμένη χρονική υπόσταση του ποιητή, που έτσι όμως γίνεται και πιο αθώα. Η παγίδα και το ίδιο το θήραμα. Στην περίπτωση του Σταυρόπουλου, σ’ εκείνον, τον πρώτο του εαυτό, κρύβεται το πολύ μια στοιχειωμένη ιστορία, ένα σώμα σημαδεμένο από τον χρόνο, που πλήρες λευκών φωτοχυσιών τού δόθηκαν κάποτε η ελευθερία και η χάρις, να περπατήσουν από πάνω του, να τον αφομοιώσουν και συνάμα να τον υπερβούν. Για τον ποιητή μας ακριβώς εκεί κρύβεται όλη η αλήθεια.
Η μυθολογία του προσώπου έχει απολέσει τη δύναμή της να διαφυλάττει την ενότητά του· μια μύχια και ατάραχη αγιοσύνη, που εξακολουθεί να εμπνέει και να καθοδηγεί, όπως στην περίπτωση του Πέρση. Αυτό που διακυβεύεται, και για τον λόγο τούτο στα χέρια του δημιουργού μεταπλάθεται σε αντικείμενο νόστου, είναι το πρόσωπο τού άλλου, όχι ανεξαρτήτως από την εμπειρία του γράφοντος. Είναι η στιγμή μέσα στον χρόνο. Ο Ενεστώτας προτού προλάβει να χαμηλώσει τα κλαδάκια του. Είναι ο έρωτας που πόθησε την κατάργησή του μέσα στο άλλο, κι ωστόσο δεν μπόρεσε (και πώς αλλιώς;) να ξεφύγει από τα δίχτυα της προδοσίας του χρόνου, στους ρυθμούς του οποίου κόβονται, αίφνης, τα νήματα που συνδέουν τις ζωές δύο ανθρώπων, και επαναλαμβάνεται, αενάως αυτοσυντελλούμενο, το δράμα της μοναξιάς. Τω όντι αντιστραμμένο το όνομα της συντροφικότητας, μιας εν πάση περιπτώσει εφήμερης πληρότητας.
Αν ο Ρουμί ψάχνει τον Αγαπημένο του και τον βρίσκει στο άκουσμα της ραμπάμπ, στα άνθη που φυτεύει, στο παγόνι που αντικρίζει, στη θέα της Κάαβα (του σημαντικότερου ιερού του Ισλάμ), στο γεμάτο με κρασί κύπελλό του, στο αγοραίο πλήθος, ο Σταυρόπουλος βρίσκει τη δική του Αγαπημένη σε δύο κούτσουρα κάτω από την άδεια μπασκέτα, ανάμεσα σε πατημένα καπέλα και ένδοξα άδικα, σ’ ένα δωμάτιο με σκοτωμένους λύκους, στην όψη γκρεμισμένων σπιτιών. Ακούγεται, λοιπόν, η φωνή του όχι με τη φωνή εκείνων των περασμένων γκουρού που μπορούσαν μέσα στην πολλαπλότητα της πραγματικότητας να δουν το Ένα, το ιδεατό, το πραγματικό, αλλά με τη φωνή όλων εμάς που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σ’ έναν κόσμο έρημο από τις βεβαιότητες και τις υπερβατικές αναφορές των προηγούμενων εποχών, σ’ έναν κόσμο γεμάτο σκοτεινά βάραθρα, όπου επικοινωνώ σημαίνει ανταλλάσσω τα κενά μου με τα κενά σου. Ο χρόνος για τον Σταυρόπουλο, και για όλους εμάς που τον διαβάζουμε, δεν είναι μια οπή προς την αιωνιότητα. Είναι ο αναπότρεπτος τοίχος και τα θρύψαλα που αφήνει. Είναι ο χρόνος ενός Προυστ, ενός Έλιοτ, ενός Γέιτς, ενός Άχτερμπεργκ, μιας Σέξτον, ενός Κοέν, ενός Ντίλαν. Μιας Άννα Καμιένσκα: Έχωσα τη γλώσσα μου τόσο βαθιά που ήταν σαν να έγλειφα το παρελθόν της. Όπως βυθίζεις ένα μπισκότο στο γάλα. Το αιδοίο της τεντώθηκε σαν καλώδιο και άνοιξε εντελώς. Η μήτρα της αναποδογύρισε. Έλιωσε σαν καραμέλα στο στόμα μου. Το στρίφωμά της άρχισε να υποχωρεί. Τα σωθικά της γκρεμίστηκαν απ’ τη θέση τους και πλημμύρισαν το πρόσωπό μου, τον απέναντι δρόμο, τον κόσμο όλο. Ήταν σαν να είχε σπάσει κάποιος κεντρικός αγωγός, ένας γιγαντιαίος σωλήνας, η υδρορροή ενός μπαλκονιού. Και έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε. Στην πραγματικότητα, είχαμε σπάσει εμείς. Για την ακρίβεια: είχαμε γίνει κομμάτια.
Απ’ αυτή την άποψη, ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου τού Σταυρόπουλου, παρότι καταδεικτικός του περιεχομένου, θα μπορούσε να ακούει στις λέξεις: Η θάλασσα που έσταξε. Ουκ ολίγες φορές ο συγγραφέας-ποιητής έχει κατά νου αυτή την όμορφη μεταφορά με διάφορα συμπαραδηλωτικά. Έτσι κι αλλιώς, η γραφή του είναι το περισσότερο πεζολογική κι ελαχίστως λυρική, ενδεδυμένη ωστόσο με πολλές σουρεαλιστικές εικόνες, που διοχετεύουν τον κόσμο της εγκατάλειψης και της ερημίας που περιγράφει με την απαιτούμενη ποιητική αγριότητα. Η θάλασσα της γονιμότητας του Γιούκιο Μισίμα, λοιπόν; Που έσταξε, που απώλεσε τη χάρη να συνιστά για τον κατατρεγμένο την πρώτη συναισθηματική εποχή, το όνειρο της καταφυγής του, την ελπίδα του, κι έγινε τοπίο θανάτου; Να δεις που στο τέλος θα καταλήξουμε να αγαπάμε τους πεθαμένους, λέει ο ποιητής με σκυφτό θαρρείς το πρόσωπό του, καθώς βλέπει το σώμα του να συμπεριφέρεται ως κόσμημα της καθόδου. Έμειναν μόνον οι τάφοι. Σκέφτομαι ότι για να έρχεσαι, δεν είχες φύγει ποτέ. Πώς γίνεται όμως να ξεπορτίζουν νυχτιάτικα οι φωτογραφίες; Ο ορίζοντας σπαταλήθηκε άδικα. Από μια λάθος πινελιά. Μυρίζει ανυπαρξία. Μια διαρκής εξοικείωση με την ήττα. Η αγάπη κάνει τα πράγματα να σωπαίνουν: Αφουγκράζονται τα βήματα των εραστών που απομακρύνονται. Είναι μερικές μόνον από τις πολλές πραγματικές φράσεις που κατακλύζουν τούτη την παράξενη ποιητική μυθιστορία με τον pop, ευκολοχώνευτο τίτλο, που καταφέρνει να μεταδώσει ένα αίσθημα αισιοδοξίας ότι θα συνεχίσουμε να ερωτευόμαστε. Και πώς αλλιώς από τον Σταύρο Σταυρόπουλο; Έναν από τους ελάχιστους της γενιάς του που η γραφή του μπορεί ακόμη να παράγει συναισθήματα, να σωματοποιεί τα συμβάντα και να εκστασιάζεται με αυτά.
1 σχόλιο:
Σταύρο διάβασα τα ποιήματα σου (ή έστω τα μυθιστορηματικά σου αποσπάσματα) και ω του θαύματος άρχισα να ονειρεύομαι. Υποθέτω λοιπόν ότι ήταν ΑΛΗΘΙΝΑ. Διαβάζοντας το τελευταίο σου βιβλίο, συνέβη το παράδοξο-μήπως αναπόδραστη συνέπεια της καταλυτικής δύναμης της γραφής σου;-κάθε ποίημα, ρεαλιστικό εκτόπλασμα του φανταστικού,να γεννά μέσα μου ένα καινούργιο, ωσάν το κάθε ποίημα -κομμάτι της ψυχής σου να αποτελούσε τη μήτρα για τα επόμενα βινύλια. Φιλικά Μηνάς.
Δημοσίευση σχολίου