Η ομιλία του Αλέξη Καλοφωλιά στην παρουσίαση της νέας ποιητικής συλλογής της Ευγενίας Λουπάκη Ακολουθία Fibonacci στο Bacaro | Δευτέρα 31 Μαΐου 2010.
Παράξενες μέρες να μιλάς για ποίηση. Τα ποιήματα είναι φτιαγμένα από λέξεις και σήμερα οι λέξεις χάνουν τη μάχη της σημασίας. Οι αναπηρικές πολυθρόνες και τα φάρμακα βαφτίζονται όπλα που προορίζονται για τρομοκράτες και γίνονται δικαιολογίες για σφαγή, η παρακμή μιας ανύπαρκτης ακμής βαφτίζεται εθνική προσπάθεια, η διανομή δυστυχίας βαφτίζεται παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Κυριαρχεί μια διαρκής αίσθηση διάχυτης μετατόπισης, λες και κάθε στιγμή βρίσκεσαι κάπου αλλού από εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκεσαι. Παρούσα επίσης και αυτή η φευγαλέα αλλά εκκωφαντική σιωπή έπειτα από κάθε δήλωση στις καθημερινές μας κουβέντες, σαν να περιμένουμε ένα λόγο ενθάρρυνσης, μία χαραμάδα απ’ όπου προσδοκάμε ότι θα τρυπώσει η ελπίδα, αλλά το μόνο που χωράει είναι η βουβαμάρα και ο φόβος. Και αμέσως λέμε κάτι άλλο για να την πνίξουμε αυτή τη σιωπή, λες και μας εκθέτει. Ενώ τα αστεία ακούγονται όλο και πιο συχνά ανυπόφορα άδεια, κυνικοί απόηχοι μιας άλλης εποχής.
Και μέσα σ’ όλα αυτά, ένα βιβλιαράκι με ποιήματα. Που έχει το όνομα μιας μαθηματικής ακολουθίας την οποία καλά-καλά δεν καταλαβαίνω. Ρωτάς: Τι σημασία έχει η ποίηση τέτοιες μέρες; Όμως αυτό είναι και το πρώτο σου λάθος∙ αυτό που θα έπρεπε να ρωτήσεις είναι: Τι νόημα έχει να ρωτάς τι σημασία έχει η ποίηση τέτοιες μέρες; Όπως είπαμε, μέρες σαν κι αυτές, τα πρώτα θύματα είναι οι λέξεις, αυτές οι μικρές βόμβες νοήματος που μπορούν να εκθέσουν το αποτρόπαιο και να το εμφανίσουν στις πραγματικές του διαστάσεις. Οι λέξεις, που όχι μόνο εκφράζουν τη σκέψη, αλλά και τη διαμορφώνουν. Που τόσο εύκολα αλλάζουν φορτίο, αποκτούν άλλο νόημα, και η διάσωσή τους κρίνεται από μερικούς απαραίτητη.
Μπροστά μας λοιπόν η Ακολουθία Fibonazzi και η δημιουργός τους, που, αλίμονο στους μεθυσμένους ναύτες που θα δοκιμάσουν να την περιπαίξουν, γιατί δεν είναι κανένα μποντλερικό άλμπατρος, την ακούς κάθε μέρα και τουλάχιστον αυτό το καταλαβαίνεις. Ή μήπως τα πράγματα δεν είναι έτσι;
Στον πρόλογο ζητάει αποδείξεις από τις λέξεις, αλλά οι λέξεις εκτός από αποδείξεις στα ποιήματα είναι μουσική, ή μάλλον είναι και μουσική, φορέας ενός μη αφηρημένου φορτίου, «ένα μαχαίρι που ταξιδεύει αργά προς το στήθος της έντασης», όπου η ένταση ενσαρκώνεται—μοιραία—από μία γυναίκα. Εδώ γίνεται ένα παιχνίδι, αλλά, όπως ξέρουμε όλοι από παιδιά, κανένα παιχνίδι δεν είναι ανώδυνο, γιατί μας μαθαίνει τις «άλλες» πλευρές του εαυτού μας και των γύρω. Και με έναν τρόπο σχεδόν μαγικό δεδομένων των συνθηκών, η ποίηση επιζεί, εξαιτίας της βασικής συνθήκης της, ότι κάθε ποιητική δήλωση εκλαμβάνεται—οφείλει να εκλαμβάνεται—εκ προοιμίου ως αληθής από τον αναγνώστη. Είσαι έτοιμος και προδιατεθειμένος να διαβάσεις και να δεχθείς οποιονδήποτε απίθανο συνδυασμό λέξεων, θεωρώντας αληθινό το κίνητρο του ποιητή∙ και μόνο αυτό, της δίνει μία παράξενη ακεραιότητα που σπάνια συναντάς αλλού. Στο «Ντιβάνι», το νυστέρι κόβει: «Χρηστικό και άχρηστο αντικείμενο: ο ίδιος άνθρωπος. Το 99% των ανθρώπινων σχέσεων είναι χρήση». Ο πόλεμος της μιας χρήσεως. Για εμάς αλλά και για τους άλλους, για όλους τους ανθρώπους μιας χρήσεως, που η εικόνα τους στερεί την πληρότητα της εμπειρίας αντικαθιστώντας τη με το παγωμένο, λειψό παρόν. Με «πλαστικά μεθύσια και το ματς της Κυριακής». Όμως σ’ αυτό το ποίημα, την «Ατλαντίδα», στεκόμαστε. Για τη θάλασσα και μόνο. Τη θάλασσα, που επανακάμπτει συχνά στα ποιήματα της Ακολουθίας Fibonazzi, σαν στοιχείο απελευθερωτικό, ίσως ασυνείδητα να ερχόταν στο μυαλό της Ευγενίας σαν τρόπος για να ξεφύγει από την ασφυξία που της προκαλούσε η αλυσίδα της σκέψης της μέσα στο λούνα παρκ του εφιάλτη την ώρα του «μισού ύπνου». Υπάρχουν μερικά τραγούδια, τόσο αυτάρκη μέσα στην κλειστοφοβία τους, που σου προσφέρουν τα ίδια το λήθαργο με τον οποίο μπορείς να γλιτώσεις από αυτά. Όπως μερικά τραγούδια των Joy Division. Μερικά ποιήματα της Ακολουθίας Fibonazzi είναι έτσι ακριβώς. Όπως συμβαίνει με το «Εμείς οι ζωντανοί», που με έκανε να ριγήσω. Και μου θύμισε ξανά τη διαδρομή της σχέσης μου με την ποίηση. Μεγαλώνοντας μες στη χούντα, έμαθα για το χορό των λέξεων από πολεμοχαρή στιχάκια περί της μεγάλης αφαίρεσης, της πατρίδας, λες και το μόνο που μπορούσε να εμπνεύσει δέος και να δώσει κίνητρο σε ένα πεντάχρονο ήταν η ανδρεία των προγόνων. Αργότερα, όταν έσκασε στη ζωή μου η ωρολογιακή βόμβα της μουσικής και του ροκ εν ρολ και άρχισαν να καταλαβαίνω τη δύναμη που μπορεί να σου δώσει το παιχνίδι με τις λέξεις, διάλεγα ένα στιχάκι από κάποιο τραγούδι που μου άρεσε, και για μέρες γινόταν το ιδιωτικό μου καταφύγιο, το μουρμούριζα ξανά και ξανά όταν ανέβαινα τις σκάλες του σχολείου-φυλακή, όταν περπατούσα στους δρόμους της πόλης χωρίς άλλο σκοπό παρά να γνωρίσω ό,τι μπορούσα απ’ αυτή τη ζωή με εφηβική αχορταγιά, πασχίζοντας να καταλάβω μερικά πράγματα που ακόμα δεν έχω καταφέρει να καταλάβω. Είτε ήταν κάποιος στίχος από τους Πυροτεχνουργούς του Γιώργου Μαρκόπουλου, είτε κάποιος αφορισμός των Sex Pistols ή το αποσπασματικό παραλήρημα κάποιου αμερικάνου μπίτνικ, εθισμένου στη νικοτίνη και το δρόμο. Αυτή είναι για μένα η δοκιμασία κάθε ποιήματος. Αν κάποιος συνδυασμός από λέξεις είναι σε θέση να αναλάβει τον ρόλο του κινητού εσωτερικού καταφύγιου, αν έχει επίδραση πάνω σου μέσα στον καθημερινό χρόνο. Μερικά ποιήματα της Ακολουθίας Fibonazzi ανταποκρίθηκαν πλήρως και στα δύο.
Όπως αυτή η παραδοχή: «Λες και θα νικήσεις τις σκιές».
Λες και είσαι—όποιος και να ’σαι—κάτι περισσότερο από ένας «λιποτάκτης με μια φαρδιά τρύπα στο στήθος σου απ’ όπου μπαινοβγαίνει σφυρίζοντας παγωμένος άνεμος». Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια. «Αχ, πώς πανηγυρίζει η ποίηση πάνω στις τσακισμένες αυταπάτες μας!».
Όλα λοιπόν είναι «Μαύρο φως» αυτές τις μέρες, και η «φωταγωγία του Ελύτη» μπορούσε να αναστατώσει ανθρώπους που πίστευαν ότι το φως υπήρχε, αλλά όχι σε ανθρώπους της «22ας του Οκτώβρη», δηλαδή ανθρώπους του σήμερα που έχουν δει το φως να γλιστράει ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά τους και προσπάθησαν να το συγκρατήσουν αλλά η απόγνωση τότε δεν βοήθησε, ούτε τώρα βοηθάει. Η υπέροχη «Σούστα» της Ζωής Καρέλη είναι σήμερα αόρατη γιατί τα χρώματά της τα βλέπουμε όλο και πιο σπάνια, σχεδόν ποτέ πια. Τώρα πια, υπάρχουν μόνο «Αδέσποτα σκυλιά», σπρωγμένα στο κέντρο του χάιγουεϊ, που βρέθηκαν εκεί επειδή όλα τα πεζοδρόμια ήταν πιασμένα από παρκαρισμένα αυτοκίνητα, σκυλιά που θέλουν να φωνάξουν, να πουν κάτι που ίσως ακουστεί μέχρι την άκρη του δρόμου, αλλά είναι γνωστό ότι δεν έχει νόημα να πεις τίποτε όταν η κοινή γλώσσα έχει χαθεί. Όταν οι λέξεις παραδέρνουν, αιχμάλωτες του τίποτα.
Κάτι πρέπει να γίνει γι’ αυτό. Πρέπει να γραφτούν χίλια ποιήματα, να φτιαχτούν χίλια τραγούδια, να ζωγραφιστούν χίλιοι τοίχοι, να αποτυπωθεί η αφήγηση που προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να υπάρξει. Οι ποιητές να ξαναδώσουν τις λέξεις την υποκειμενική χροιά που τις ζωντανεύει, μήπως κάτω από τη σκουριά ξαναφανεί το μέταλλο κι έτσι καταφέρουμε να τις ξανακάνουμε δικές μας, να τις ξαναβάλουμε στις κουβέντες μας χωρίς δισταγμούς και χωρίς προαπαιτούμενα για τη σημασία τους. Μήπως και έτσι συνεννοηθούμε, γιατί τώρα πια δεν πάει άλλο. Αυτό είναι για μένα τα ποιήματα της Ευγενίας. Αποτυπώματα μιας εποχής χωρίς έλεος. Μικρές απόπειρες να ξαναβρούμε τη γλώσσα, να αναφανεί το αυτονόητο μέσα από το παιχνίδι με τις λέξεις. Και—το ξαναείπαμε—όπως έμαθε καλά όποιος έχει υπάρξει παιδί αλλά αρνήθηκε με πείσμα μεγαλώνοντας, κανένα παιχνίδι δεν είναι παιχνίδι χωρίς πόνο. Αλλά και χωρίς χαρά.
Αθήνα 31/5/2010
Παράξενες μέρες να μιλάς για ποίηση. Τα ποιήματα είναι φτιαγμένα από λέξεις και σήμερα οι λέξεις χάνουν τη μάχη της σημασίας. Οι αναπηρικές πολυθρόνες και τα φάρμακα βαφτίζονται όπλα που προορίζονται για τρομοκράτες και γίνονται δικαιολογίες για σφαγή, η παρακμή μιας ανύπαρκτης ακμής βαφτίζεται εθνική προσπάθεια, η διανομή δυστυχίας βαφτίζεται παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Κυριαρχεί μια διαρκής αίσθηση διάχυτης μετατόπισης, λες και κάθε στιγμή βρίσκεσαι κάπου αλλού από εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκεσαι. Παρούσα επίσης και αυτή η φευγαλέα αλλά εκκωφαντική σιωπή έπειτα από κάθε δήλωση στις καθημερινές μας κουβέντες, σαν να περιμένουμε ένα λόγο ενθάρρυνσης, μία χαραμάδα απ’ όπου προσδοκάμε ότι θα τρυπώσει η ελπίδα, αλλά το μόνο που χωράει είναι η βουβαμάρα και ο φόβος. Και αμέσως λέμε κάτι άλλο για να την πνίξουμε αυτή τη σιωπή, λες και μας εκθέτει. Ενώ τα αστεία ακούγονται όλο και πιο συχνά ανυπόφορα άδεια, κυνικοί απόηχοι μιας άλλης εποχής.
Και μέσα σ’ όλα αυτά, ένα βιβλιαράκι με ποιήματα. Που έχει το όνομα μιας μαθηματικής ακολουθίας την οποία καλά-καλά δεν καταλαβαίνω. Ρωτάς: Τι σημασία έχει η ποίηση τέτοιες μέρες; Όμως αυτό είναι και το πρώτο σου λάθος∙ αυτό που θα έπρεπε να ρωτήσεις είναι: Τι νόημα έχει να ρωτάς τι σημασία έχει η ποίηση τέτοιες μέρες; Όπως είπαμε, μέρες σαν κι αυτές, τα πρώτα θύματα είναι οι λέξεις, αυτές οι μικρές βόμβες νοήματος που μπορούν να εκθέσουν το αποτρόπαιο και να το εμφανίσουν στις πραγματικές του διαστάσεις. Οι λέξεις, που όχι μόνο εκφράζουν τη σκέψη, αλλά και τη διαμορφώνουν. Που τόσο εύκολα αλλάζουν φορτίο, αποκτούν άλλο νόημα, και η διάσωσή τους κρίνεται από μερικούς απαραίτητη.
Μπροστά μας λοιπόν η Ακολουθία Fibonazzi και η δημιουργός τους, που, αλίμονο στους μεθυσμένους ναύτες που θα δοκιμάσουν να την περιπαίξουν, γιατί δεν είναι κανένα μποντλερικό άλμπατρος, την ακούς κάθε μέρα και τουλάχιστον αυτό το καταλαβαίνεις. Ή μήπως τα πράγματα δεν είναι έτσι;
Στον πρόλογο ζητάει αποδείξεις από τις λέξεις, αλλά οι λέξεις εκτός από αποδείξεις στα ποιήματα είναι μουσική, ή μάλλον είναι και μουσική, φορέας ενός μη αφηρημένου φορτίου, «ένα μαχαίρι που ταξιδεύει αργά προς το στήθος της έντασης», όπου η ένταση ενσαρκώνεται—μοιραία—από μία γυναίκα. Εδώ γίνεται ένα παιχνίδι, αλλά, όπως ξέρουμε όλοι από παιδιά, κανένα παιχνίδι δεν είναι ανώδυνο, γιατί μας μαθαίνει τις «άλλες» πλευρές του εαυτού μας και των γύρω. Και με έναν τρόπο σχεδόν μαγικό δεδομένων των συνθηκών, η ποίηση επιζεί, εξαιτίας της βασικής συνθήκης της, ότι κάθε ποιητική δήλωση εκλαμβάνεται—οφείλει να εκλαμβάνεται—εκ προοιμίου ως αληθής από τον αναγνώστη. Είσαι έτοιμος και προδιατεθειμένος να διαβάσεις και να δεχθείς οποιονδήποτε απίθανο συνδυασμό λέξεων, θεωρώντας αληθινό το κίνητρο του ποιητή∙ και μόνο αυτό, της δίνει μία παράξενη ακεραιότητα που σπάνια συναντάς αλλού. Στο «Ντιβάνι», το νυστέρι κόβει: «Χρηστικό και άχρηστο αντικείμενο: ο ίδιος άνθρωπος. Το 99% των ανθρώπινων σχέσεων είναι χρήση». Ο πόλεμος της μιας χρήσεως. Για εμάς αλλά και για τους άλλους, για όλους τους ανθρώπους μιας χρήσεως, που η εικόνα τους στερεί την πληρότητα της εμπειρίας αντικαθιστώντας τη με το παγωμένο, λειψό παρόν. Με «πλαστικά μεθύσια και το ματς της Κυριακής». Όμως σ’ αυτό το ποίημα, την «Ατλαντίδα», στεκόμαστε. Για τη θάλασσα και μόνο. Τη θάλασσα, που επανακάμπτει συχνά στα ποιήματα της Ακολουθίας Fibonazzi, σαν στοιχείο απελευθερωτικό, ίσως ασυνείδητα να ερχόταν στο μυαλό της Ευγενίας σαν τρόπος για να ξεφύγει από την ασφυξία που της προκαλούσε η αλυσίδα της σκέψης της μέσα στο λούνα παρκ του εφιάλτη την ώρα του «μισού ύπνου». Υπάρχουν μερικά τραγούδια, τόσο αυτάρκη μέσα στην κλειστοφοβία τους, που σου προσφέρουν τα ίδια το λήθαργο με τον οποίο μπορείς να γλιτώσεις από αυτά. Όπως μερικά τραγούδια των Joy Division. Μερικά ποιήματα της Ακολουθίας Fibonazzi είναι έτσι ακριβώς. Όπως συμβαίνει με το «Εμείς οι ζωντανοί», που με έκανε να ριγήσω. Και μου θύμισε ξανά τη διαδρομή της σχέσης μου με την ποίηση. Μεγαλώνοντας μες στη χούντα, έμαθα για το χορό των λέξεων από πολεμοχαρή στιχάκια περί της μεγάλης αφαίρεσης, της πατρίδας, λες και το μόνο που μπορούσε να εμπνεύσει δέος και να δώσει κίνητρο σε ένα πεντάχρονο ήταν η ανδρεία των προγόνων. Αργότερα, όταν έσκασε στη ζωή μου η ωρολογιακή βόμβα της μουσικής και του ροκ εν ρολ και άρχισαν να καταλαβαίνω τη δύναμη που μπορεί να σου δώσει το παιχνίδι με τις λέξεις, διάλεγα ένα στιχάκι από κάποιο τραγούδι που μου άρεσε, και για μέρες γινόταν το ιδιωτικό μου καταφύγιο, το μουρμούριζα ξανά και ξανά όταν ανέβαινα τις σκάλες του σχολείου-φυλακή, όταν περπατούσα στους δρόμους της πόλης χωρίς άλλο σκοπό παρά να γνωρίσω ό,τι μπορούσα απ’ αυτή τη ζωή με εφηβική αχορταγιά, πασχίζοντας να καταλάβω μερικά πράγματα που ακόμα δεν έχω καταφέρει να καταλάβω. Είτε ήταν κάποιος στίχος από τους Πυροτεχνουργούς του Γιώργου Μαρκόπουλου, είτε κάποιος αφορισμός των Sex Pistols ή το αποσπασματικό παραλήρημα κάποιου αμερικάνου μπίτνικ, εθισμένου στη νικοτίνη και το δρόμο. Αυτή είναι για μένα η δοκιμασία κάθε ποιήματος. Αν κάποιος συνδυασμός από λέξεις είναι σε θέση να αναλάβει τον ρόλο του κινητού εσωτερικού καταφύγιου, αν έχει επίδραση πάνω σου μέσα στον καθημερινό χρόνο. Μερικά ποιήματα της Ακολουθίας Fibonazzi ανταποκρίθηκαν πλήρως και στα δύο.
Όπως αυτή η παραδοχή: «Λες και θα νικήσεις τις σκιές».
Λες και είσαι—όποιος και να ’σαι—κάτι περισσότερο από ένας «λιποτάκτης με μια φαρδιά τρύπα στο στήθος σου απ’ όπου μπαινοβγαίνει σφυρίζοντας παγωμένος άνεμος». Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια. «Αχ, πώς πανηγυρίζει η ποίηση πάνω στις τσακισμένες αυταπάτες μας!».
Όλα λοιπόν είναι «Μαύρο φως» αυτές τις μέρες, και η «φωταγωγία του Ελύτη» μπορούσε να αναστατώσει ανθρώπους που πίστευαν ότι το φως υπήρχε, αλλά όχι σε ανθρώπους της «22ας του Οκτώβρη», δηλαδή ανθρώπους του σήμερα που έχουν δει το φως να γλιστράει ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά τους και προσπάθησαν να το συγκρατήσουν αλλά η απόγνωση τότε δεν βοήθησε, ούτε τώρα βοηθάει. Η υπέροχη «Σούστα» της Ζωής Καρέλη είναι σήμερα αόρατη γιατί τα χρώματά της τα βλέπουμε όλο και πιο σπάνια, σχεδόν ποτέ πια. Τώρα πια, υπάρχουν μόνο «Αδέσποτα σκυλιά», σπρωγμένα στο κέντρο του χάιγουεϊ, που βρέθηκαν εκεί επειδή όλα τα πεζοδρόμια ήταν πιασμένα από παρκαρισμένα αυτοκίνητα, σκυλιά που θέλουν να φωνάξουν, να πουν κάτι που ίσως ακουστεί μέχρι την άκρη του δρόμου, αλλά είναι γνωστό ότι δεν έχει νόημα να πεις τίποτε όταν η κοινή γλώσσα έχει χαθεί. Όταν οι λέξεις παραδέρνουν, αιχμάλωτες του τίποτα.
Κάτι πρέπει να γίνει γι’ αυτό. Πρέπει να γραφτούν χίλια ποιήματα, να φτιαχτούν χίλια τραγούδια, να ζωγραφιστούν χίλιοι τοίχοι, να αποτυπωθεί η αφήγηση που προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να υπάρξει. Οι ποιητές να ξαναδώσουν τις λέξεις την υποκειμενική χροιά που τις ζωντανεύει, μήπως κάτω από τη σκουριά ξαναφανεί το μέταλλο κι έτσι καταφέρουμε να τις ξανακάνουμε δικές μας, να τις ξαναβάλουμε στις κουβέντες μας χωρίς δισταγμούς και χωρίς προαπαιτούμενα για τη σημασία τους. Μήπως και έτσι συνεννοηθούμε, γιατί τώρα πια δεν πάει άλλο. Αυτό είναι για μένα τα ποιήματα της Ευγενίας. Αποτυπώματα μιας εποχής χωρίς έλεος. Μικρές απόπειρες να ξαναβρούμε τη γλώσσα, να αναφανεί το αυτονόητο μέσα από το παιχνίδι με τις λέξεις. Και—το ξαναείπαμε—όπως έμαθε καλά όποιος έχει υπάρξει παιδί αλλά αρνήθηκε με πείσμα μεγαλώνοντας, κανένα παιχνίδι δεν είναι παιχνίδι χωρίς πόνο. Αλλά και χωρίς χαρά.
Αθήνα 31/5/2010
1 σχόλιο:
Ο Αλέξης Καλοφωλιάς καταφέρνει πάντα να συγκινεί, ακόμη και ενημερώνοντας μόνο.
Δημοσίευση σχολίου