Γράφει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης | Ελευθεροτυπία
Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009. »»
Η απώλεια να μας χτυπάει βάναυσα την πόρτα, και μόνο βάλσαμο να είναι η άγρα αναμνήσεων και η απόπειρα να γράψεις για τον φίλο που έφυγε. Τούτη τη φορά ήταν ο Τάσος Δενέγρης, ο ποιητής που μας κέρδισε μέσα από τα τεύχη τού τόσο πρωτοποριακού για την εποχή του περιοδικού «Πάλι», και αργότερα με τις συλλογές που εξέδωσε στα αξέχαστα «Τραμάκια», τα τόσο περίκομψα και πολύτιμα, στον Άκμονα, στον Καστανιώτη, στον Πατάκη, στο ύψιλον/βιβλία, τα άπαντά του: Μιλάει ο Αγριόχειρος, ποιήματα, 1952-2008. Λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του.
Κάναμε παρέα, και πάντα με εντυπωσίαζε με τη βαθιά τρυφερή φωνή του, με τη ροκ διάθεσή του, με τη βαθύνοιά του, που φρόντιζε να την εκφράζει με λιτά μέσα, με απλές λέξεις, μα καλοδιαλεγμένες, με μια σκυταλοδρομία από κοφτές φράσεις γεμάτες σημασία και πείρα. Βρεθήκαμε ν' απαγγέλλουμε μαζί ποιήματα του Νίκου Καρούζου, σε μιαν εκδήλωση προς τιμήν του μεγάλου μας ποιητή, και αναρρίγησα από τον τρόπο με τον οποίο ο Δενέγρης εξέφερε τους στίχους του: η ακρίβεια και η σαφήνεια αντάλλασσαν, στην απαγγελία του, χειραψίες με τη νύξη, με τον υπαινιγμό.
Και πριν από μερικές εβδομάδες, ένας κοινός μας φίλος να μου τηλεφωνεί και να με πληροφορεί ότι ο Τάσος Δενέγρης έφυγε για τους λειμώνες του ουρανού, πήγε εκεί να συναντήσει τους ποιητές που λάτρεψε. Κι εγώ να τον θυμάμαι πάντα ολοζώντανο, με το μελαγχολικό του βλέμμα και το μόνιμο μειδίαμα του ανθρώπου που έχει ζήσει πολλά και ξέρει καλά τον κόσμο. Να τον θυμάμαι πρωτίστως ως ποιητή αλλά, συνάμα, και ως έξοχο, ανεπίληπτο μεταφραστή του Μπόρχες, και του Τζον Ντος Πάσος, και του Κορτάσαρ, και του Οκτάβιο Πας. Να τον θυμάμαι επίσης ως πρωταγωνιστή στην τόσο άρτια ποιητική ταινία «Σχετικά με τον Βασίλη» του Σταύρου Τσιώλη, στα 1986, στον κινηματογράφο «Έλλη». Κι ακόμα να τον θυμάμαι ως συνταξιδιώτη του ποιητή Θάνου Σταθόπουλου σ’ ένα περιπετειώδες ταξίδι-προσκύνημα στο παλιό καλό Βερολίνο. Ο Τάσος Δενέγρης, γεννημένος το 1934, έφυγε από τούτο τον κόσμο στις 9 Φεβρουαρίου του 2009, και τον αποχαιρέτησαν οι φίλοι του στις 11 Φεβρουαρίου, στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Ας θυμηθώ και πάλι την αγάπη του για τις γάτες, που τόσο τις τίμησε στην ποίησή του, ας θυμηθώ την αρχή από το Ποίημα Αχαλίνωτο, του 1996: «Κι εγώ που ενόμιζα στο καφενείο/ Πως το ποίημα/ Ο,τι θέλω το κάνω/ Σε ρυθμούς το υπάγω/ Και σε ήχους εξαίσιους/ Της ελληνικής/ Αντιλήφθηκα ξάφνου/ Πως εκείνο με πάει/ Απ' εδώ κι από εκεί».
Τέλος, ας θυμηθώ κι ας σας θυμίσω τι μπόρεσα να γράψω για την ποίηση του Τάσου Δενέγρη.
Σπάνια συναντάμε ποίηση τόσο δυναμική και συνάμα καμωμένη από τόσο λιτά υλικά. Εδώ και τέσσερις δεκαετίες, ο Τάσος Δενέγρης επιβεβαιώνει την περίφημη ρήση του Jean Paul Sartre «Ο ποιητής είναι κάποιος που τον εξόρισαν από την παιδική ηλικία», και επιμένει, όπως ο Guy Debord και η Michele Bernstein: Η παιδική ηλικία... ω, μα δεν βγήκαμε ποτέ από αυτήν...
Η επιμονή στην παιδική ηλικία είναι επιμονή σε όσα παραμένουν πολύτιμα, καίτοι οι αντιποιητικοί καιροί μας θέλουν να τα πνίξουν στη λίμνη της λήθης. Ο ποιητής ανασύρει σκηνές, εικόνες, μορφές, αισθήσεις, ιδέες και με τις λέξεις του δίνει ζωή εκ νέου σε ό,τι φαινομενικά έχει χαθεί. Ο Δενέγρης μάς θυμίζει πώς να μην ξεχνάμε, πώς να μιλάμε για ό,τι πια δεν έχει φωνή, πώς να ξαναδίνουμε στα γεγονότα τη μουσική που τους στέρησαν η αδιαφορία και η συνομήλικη αδελφή της, η βιασύνη, ή ακόμη κι εκείνος ο άκαμπτος ηθικισμός που θέλει να τσακίσει στα δύο την πένα του ποιητή. «Πρέπει να βγούμε από το έλος/ Κι αν είναι κάποιος να επιζήσει/ Αυτή είσαι εσύ που 'χεις το βέλος/ Σαν σύμβολο και έμβλημά σου/ Τώρα πληρώνεις το έγκλημά σου/ Και το ασυγχώρητο λάθος/ Να κρύβεις μέσα στην καρδιά σου/ Τόση ζωή και τόσο πάθος» (Εξω απ' το παράθυρό μου, Μεγάλη Τρίτη, 9 Απριλίου 1974).
Η συνέπεια του Δενέγρη ως προς τη χρήση των λέξεων που επιλέγει είναι αξιοθαύμαστη και επιτείνει ευπρόσδεκτα την αίσθηση της πικρής ειρωνείας και της ειρωνικής πίκρας που μας προσφέρουν τα ποιήματά του, χωρίς βεβαίως να απαρνιούνται το ποσοστό θυμού και βίας που τους αντιστοιχεί: «Οι καλπασμοί σπαθιών αιχμές/ Απ' του εδάφους τις σχισμές/ Διάχυτος βόγκος στον αέρα/ Μετράει το φως κλείνει τη μέρα/ Οι άγκυρες του πληγωμένου σκάφους/ Ιδιοι σταυροί πάνω στους τάφους» (Λευκός Ιππος, Απρίλιος 1953). Και: «Κι εμείς εζήσαμε καλά/ Με τον δικό μας τρόπο/ Μέχρι να σφίξουν οι καιροί/ Να γίνει κι άλλη μάχη» (Εγώ αγαπώ την ειρήνη, αλλ' όταν ομιλώ αυτοί ετοιμάζονται διά πόλεμον, 26 Δεκεμβρίου 1973).
Η ποίηση του Δενέγρη συνδυάζει τους σκληρούς ρυθμούς του ροκ, την έκπληξη που προκαλούν οι ακαριαίοι συνδυασμοί των χαϊκού, και την τρυφερή αφηγηματικότητα που συναντάμε στις μπαλάντες. Ενα εκτενές ποίημα αφηγείται τον βίο και την πολιτεία του γκάνγκστερ Λάκι Λουτσιάνο, ένα άλλο μας μιλάει για κάποιον ανώνυμο σωματέμπορο, και μερικές σελίδες πιο κάτω μας αιφνιδιάζει ένα «ακαριαίο» (όπως επέλεξε να αποκαλεί τα ποιήματά του ο Δενέγρης). Κι ακόμη, μια κινηματογραφική παιδεία, το βλέμμα του σκηνοθέτη, η ματιά αυτού που οργανώνει το χάος του χώρου και του χρόνου, είναι σημάδια ανεξίτηλα αυτής της ποίησης. Δεν λείπει το αποφθεγματικό στυλ, δεν λείπουν τα επιμύθια. «Φοβάσαι κάτι το μισείς/ κι ύστερα το μιμείσαι», μας λέει (ΛΑΚΙ ΛΟΥΤΣΙΑΝΟ, 11 Ιουλίου 1974). Κι ακόμη: «Πρόσεχε/ Ο φόβος είναι μπούμερανγκ/ Ο φόβος θα 'μπει μέσα σου/ Κι η γάτα στην καρδιά σου» (Η δεύτερη δολοφονία της γάτας, Iowa City, 21 Σεπτεμβρίου 1975).
Μετακινούμενος με ποιητική άνεση ανάμεσα στη μελαγχολία της καθημερινότητας και στην ανάταση ενός χρόνου που εκτείνεται πέρα από κάθε ορατό ορίζοντα, ο Δενέγρης επανακαθορίζει το νόημα των στιγμών, τις ανατέμνει και τις εμπλουτίζει ώστε να είναι ανθεκτικές απέναντι στην αναπότρεπτη φθορά. Τα ποιήματά του είναι ταυτοχρόνως φωτογραφίες και τραγούδια.
Ασπρόμαυρες φωτογραφίες και βραχνές μελωδίες των μπλουζ και του ροκ. Κι έτσι ανθίστανται κι αυτά στο βουητό του καταρράκτη του χρόνου, συνιστώντας το πνεύμα της άμυνας και την άμυνα του πνεύματος.
Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009. »»
Η απώλεια να μας χτυπάει βάναυσα την πόρτα, και μόνο βάλσαμο να είναι η άγρα αναμνήσεων και η απόπειρα να γράψεις για τον φίλο που έφυγε. Τούτη τη φορά ήταν ο Τάσος Δενέγρης, ο ποιητής που μας κέρδισε μέσα από τα τεύχη τού τόσο πρωτοποριακού για την εποχή του περιοδικού «Πάλι», και αργότερα με τις συλλογές που εξέδωσε στα αξέχαστα «Τραμάκια», τα τόσο περίκομψα και πολύτιμα, στον Άκμονα, στον Καστανιώτη, στον Πατάκη, στο ύψιλον/βιβλία, τα άπαντά του: Μιλάει ο Αγριόχειρος, ποιήματα, 1952-2008. Λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του.
Κάναμε παρέα, και πάντα με εντυπωσίαζε με τη βαθιά τρυφερή φωνή του, με τη ροκ διάθεσή του, με τη βαθύνοιά του, που φρόντιζε να την εκφράζει με λιτά μέσα, με απλές λέξεις, μα καλοδιαλεγμένες, με μια σκυταλοδρομία από κοφτές φράσεις γεμάτες σημασία και πείρα. Βρεθήκαμε ν' απαγγέλλουμε μαζί ποιήματα του Νίκου Καρούζου, σε μιαν εκδήλωση προς τιμήν του μεγάλου μας ποιητή, και αναρρίγησα από τον τρόπο με τον οποίο ο Δενέγρης εξέφερε τους στίχους του: η ακρίβεια και η σαφήνεια αντάλλασσαν, στην απαγγελία του, χειραψίες με τη νύξη, με τον υπαινιγμό.
Και πριν από μερικές εβδομάδες, ένας κοινός μας φίλος να μου τηλεφωνεί και να με πληροφορεί ότι ο Τάσος Δενέγρης έφυγε για τους λειμώνες του ουρανού, πήγε εκεί να συναντήσει τους ποιητές που λάτρεψε. Κι εγώ να τον θυμάμαι πάντα ολοζώντανο, με το μελαγχολικό του βλέμμα και το μόνιμο μειδίαμα του ανθρώπου που έχει ζήσει πολλά και ξέρει καλά τον κόσμο. Να τον θυμάμαι πρωτίστως ως ποιητή αλλά, συνάμα, και ως έξοχο, ανεπίληπτο μεταφραστή του Μπόρχες, και του Τζον Ντος Πάσος, και του Κορτάσαρ, και του Οκτάβιο Πας. Να τον θυμάμαι επίσης ως πρωταγωνιστή στην τόσο άρτια ποιητική ταινία «Σχετικά με τον Βασίλη» του Σταύρου Τσιώλη, στα 1986, στον κινηματογράφο «Έλλη». Κι ακόμα να τον θυμάμαι ως συνταξιδιώτη του ποιητή Θάνου Σταθόπουλου σ’ ένα περιπετειώδες ταξίδι-προσκύνημα στο παλιό καλό Βερολίνο. Ο Τάσος Δενέγρης, γεννημένος το 1934, έφυγε από τούτο τον κόσμο στις 9 Φεβρουαρίου του 2009, και τον αποχαιρέτησαν οι φίλοι του στις 11 Φεβρουαρίου, στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Ας θυμηθώ και πάλι την αγάπη του για τις γάτες, που τόσο τις τίμησε στην ποίησή του, ας θυμηθώ την αρχή από το Ποίημα Αχαλίνωτο, του 1996: «Κι εγώ που ενόμιζα στο καφενείο/ Πως το ποίημα/ Ο,τι θέλω το κάνω/ Σε ρυθμούς το υπάγω/ Και σε ήχους εξαίσιους/ Της ελληνικής/ Αντιλήφθηκα ξάφνου/ Πως εκείνο με πάει/ Απ' εδώ κι από εκεί».
Τέλος, ας θυμηθώ κι ας σας θυμίσω τι μπόρεσα να γράψω για την ποίηση του Τάσου Δενέγρη.
Σπάνια συναντάμε ποίηση τόσο δυναμική και συνάμα καμωμένη από τόσο λιτά υλικά. Εδώ και τέσσερις δεκαετίες, ο Τάσος Δενέγρης επιβεβαιώνει την περίφημη ρήση του Jean Paul Sartre «Ο ποιητής είναι κάποιος που τον εξόρισαν από την παιδική ηλικία», και επιμένει, όπως ο Guy Debord και η Michele Bernstein: Η παιδική ηλικία... ω, μα δεν βγήκαμε ποτέ από αυτήν...
Η επιμονή στην παιδική ηλικία είναι επιμονή σε όσα παραμένουν πολύτιμα, καίτοι οι αντιποιητικοί καιροί μας θέλουν να τα πνίξουν στη λίμνη της λήθης. Ο ποιητής ανασύρει σκηνές, εικόνες, μορφές, αισθήσεις, ιδέες και με τις λέξεις του δίνει ζωή εκ νέου σε ό,τι φαινομενικά έχει χαθεί. Ο Δενέγρης μάς θυμίζει πώς να μην ξεχνάμε, πώς να μιλάμε για ό,τι πια δεν έχει φωνή, πώς να ξαναδίνουμε στα γεγονότα τη μουσική που τους στέρησαν η αδιαφορία και η συνομήλικη αδελφή της, η βιασύνη, ή ακόμη κι εκείνος ο άκαμπτος ηθικισμός που θέλει να τσακίσει στα δύο την πένα του ποιητή. «Πρέπει να βγούμε από το έλος/ Κι αν είναι κάποιος να επιζήσει/ Αυτή είσαι εσύ που 'χεις το βέλος/ Σαν σύμβολο και έμβλημά σου/ Τώρα πληρώνεις το έγκλημά σου/ Και το ασυγχώρητο λάθος/ Να κρύβεις μέσα στην καρδιά σου/ Τόση ζωή και τόσο πάθος» (Εξω απ' το παράθυρό μου, Μεγάλη Τρίτη, 9 Απριλίου 1974).
Η συνέπεια του Δενέγρη ως προς τη χρήση των λέξεων που επιλέγει είναι αξιοθαύμαστη και επιτείνει ευπρόσδεκτα την αίσθηση της πικρής ειρωνείας και της ειρωνικής πίκρας που μας προσφέρουν τα ποιήματά του, χωρίς βεβαίως να απαρνιούνται το ποσοστό θυμού και βίας που τους αντιστοιχεί: «Οι καλπασμοί σπαθιών αιχμές/ Απ' του εδάφους τις σχισμές/ Διάχυτος βόγκος στον αέρα/ Μετράει το φως κλείνει τη μέρα/ Οι άγκυρες του πληγωμένου σκάφους/ Ιδιοι σταυροί πάνω στους τάφους» (Λευκός Ιππος, Απρίλιος 1953). Και: «Κι εμείς εζήσαμε καλά/ Με τον δικό μας τρόπο/ Μέχρι να σφίξουν οι καιροί/ Να γίνει κι άλλη μάχη» (Εγώ αγαπώ την ειρήνη, αλλ' όταν ομιλώ αυτοί ετοιμάζονται διά πόλεμον, 26 Δεκεμβρίου 1973).
Η ποίηση του Δενέγρη συνδυάζει τους σκληρούς ρυθμούς του ροκ, την έκπληξη που προκαλούν οι ακαριαίοι συνδυασμοί των χαϊκού, και την τρυφερή αφηγηματικότητα που συναντάμε στις μπαλάντες. Ενα εκτενές ποίημα αφηγείται τον βίο και την πολιτεία του γκάνγκστερ Λάκι Λουτσιάνο, ένα άλλο μας μιλάει για κάποιον ανώνυμο σωματέμπορο, και μερικές σελίδες πιο κάτω μας αιφνιδιάζει ένα «ακαριαίο» (όπως επέλεξε να αποκαλεί τα ποιήματά του ο Δενέγρης). Κι ακόμη, μια κινηματογραφική παιδεία, το βλέμμα του σκηνοθέτη, η ματιά αυτού που οργανώνει το χάος του χώρου και του χρόνου, είναι σημάδια ανεξίτηλα αυτής της ποίησης. Δεν λείπει το αποφθεγματικό στυλ, δεν λείπουν τα επιμύθια. «Φοβάσαι κάτι το μισείς/ κι ύστερα το μιμείσαι», μας λέει (ΛΑΚΙ ΛΟΥΤΣΙΑΝΟ, 11 Ιουλίου 1974). Κι ακόμη: «Πρόσεχε/ Ο φόβος είναι μπούμερανγκ/ Ο φόβος θα 'μπει μέσα σου/ Κι η γάτα στην καρδιά σου» (Η δεύτερη δολοφονία της γάτας, Iowa City, 21 Σεπτεμβρίου 1975).
Μετακινούμενος με ποιητική άνεση ανάμεσα στη μελαγχολία της καθημερινότητας και στην ανάταση ενός χρόνου που εκτείνεται πέρα από κάθε ορατό ορίζοντα, ο Δενέγρης επανακαθορίζει το νόημα των στιγμών, τις ανατέμνει και τις εμπλουτίζει ώστε να είναι ανθεκτικές απέναντι στην αναπότρεπτη φθορά. Τα ποιήματά του είναι ταυτοχρόνως φωτογραφίες και τραγούδια.
Ασπρόμαυρες φωτογραφίες και βραχνές μελωδίες των μπλουζ και του ροκ. Κι έτσι ανθίστανται κι αυτά στο βουητό του καταρράκτη του χρόνου, συνιστώντας το πνεύμα της άμυνας και την άμυνα του πνεύματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου