30.1.09

Στο έρεβος της εμπειρίας


Γράφει ο Τάσος Γουδέλης | Βιβλιοθήκη (»),
Ελευθεροτυπία | Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2009

Μπάρρυ Μάιλς • Ουίλιαμ Μπάροουζ

Ένα επιστημονικό εγχείρημα με περιπετειώδη αφήγηση

Ο αναγνώστης αυτής της διεισδυτικά σχολαστικής βιογραφίας της θεμελιακής μορφής του κινήματος της αμερικανικής μπιτ γενιάς (beat generation) Ουίλιαμ Μπάροουζ (1914-1997) ίσως να νιώσει μια έλλειψη, από την απουσία μεγαλύτερης συμμετοχής του συγγραφέα αυτού του βιβλίου Μπάρι Μάιλς στα εξιστορούμενα: να μην του αρκεί, δηλαδή, όσα ο τελευταίος καταθέτει πολύ γενικά στον πρόλογό του γύρω από τη φιλική του σχέση με τον βιογραφούμενο, με τον οποίο μαθαίνουμε ότι συνεργάστηκε επί χρόνια για την ολοκλήρωση της παρούσης μελέτης.

Σημειώνεται αυτή η πιθανή παράμετρος επειδή η γραφή του Μάιλς είναι πυκνή και λεπτομερής, με αφηγηματικά χαρακτηριστικά τα οποία προσδίδουν μυθιστορηματική υφή στα περιγραφόμενα, με το βλέμμα του συγγραφέα να είναι συνεχώς παρόν. Έτσι περιμέναμε λιγότερη «ουδετερότητα», όσον αφορά την προσωπική εμπλοκή του Μάιλς, κατά την εκδίπλωση της φοβερά ταραγμένης ζωής του Μπάροουζ, αλλά και αυτό που έχουμε παραλάβει δεν είναι αξιοκαταφρόνητο. Κάθε άλλο μάλιστα...


Ο Άγγλος δοκιμιογράφος Μπάρι Μάιλς (1943) είναι ένας δοκιμασμένος μελετητής της γενιάς των μπιτ αλλά και μοντέρνων μουσικών γκρουπ ή μεμονωμένων προσωπικοτήτων της ποπ σκηνής. Τα δοκίμιά του για τον Γκίνσμπεργκ και τον Κέρουακ είναι σχεδόν κλασικά. Οσο για τον Μπάροουζ, να πούμε ότι η ενασχόλησή του Μάιλς με τον βίο και την παραγωγή του συγκεκριμένου συγγραφέα είναι έργο ζωής. Σπάνια συναντάς μια τόσο ενδελεχή διερεύνηση της «μυστικής» και δημιουργικής προσωπικότητας ενός καλλιτέχνη, η οποία με άκρα προσήλωση στο αντικείμενο, μεγάλο εποπτικό έλεγχο και πλούσια αναγωγικά αντανακλαστικά αποδίδει εξαιρετικούς καρπούς.

Ο βιογράφος γνωρίζοντας τα μυστικά της «αμερικανικής σχολής» του είδους προτείνει το κείμενό του, όπως υπαινίχτηκα, ως ένα περιπετειώδες αφήγημα κατ' αρχάς, και παράλληλα ως ένα επιστημονικό εγχείρημα. Σε αυτή του τη χειρονομία τον ενισχύει, βέβαια, τα μέγιστα το πρωτογενές υλικό του: η «καταραμένη» (κατά μια άλλη άποψη: απελευθερωτική) στάση ζωής του Μπάροουζ, η οποία ασυζητητί αποτελεί ερέθισμα για δεκάδες μυθοπλασίες και συνεχώς αναδιατυπούμενες βιογραφίες.

Δεν χρειάζεται να σημειωθεί ότι η, διαφεύγουσα μέσα στην πολυπλοκότητά της, προηγούμενη αφετηρία είναι μία δυσχερής υπόθεση, η οποία μπορεί να σε οδηγήσει σε υπεραπλουστεύσεις, (περι)γραφικότητες και ηχηρότητες, σε ένα είδος γραφής φτηνό (pulp), αν θέλετε, στο οποίο πιθανόν να στραφείς εφόσον είσαι ένας επιπόλαιος θαυμαστής της πρόζας του Μπάροουζ: γιατί αυτή η, από πρώτη ματιά, «εύκολη» διαχείριση των λαϊκών θεμάτων εκ μέρους του τελευταίου και η γενικότερα «αφελής» προβληματική των έργων του στο επίπεδο των ιδεών (η υιοθέτηση π.χ. της σαϊεντολογίας, μιας μαγικής, ας την πούμε έτσι, θεωρίας σε πολλά βιβλία του) είναι μια καλή παγίδα.

Ο Μάιλς, όμως, είναι σε θέση να αποφεύγει παρόμοιους κινδύνους και το αποτέλεσμα που έχουμε μπροστά μας είναι αναμφισβήτητα ενδιαφέρον. Χάρη ακριβώς στην αίσθηση μιας γλώσσας, η οποία δεν αποτίει, απλώς, έναν εξωτερικό φόρο τιμής στην μπαροουζική αντίληψη για μια μανιέρα σε διαρκή παρόξυνση, βασισμένη έξυπνα σε ηθελημένες κοινοτοπίες και μια σειρά άλλα ευρήματα, αλλά μπορεί και σε φέρνει πολύ κοντά στο κλίμα που περιγράφει.

Η διαπλοκή βίου και έργου γίνεται με έναν τρόπο αργό, γλαφυρό αλλά και ισοζυγισμένα εκδιπλούμενο, ούτως ώστε το ένα σκέλος να μην επικαλύπτει το άλλο: ο Μάιλς ξέρει ότι έχει να κάνει με έναν μύθο της αντεργκράουντ τέχνης, με έναν αβαγκαρντιανό συγγραφέα, που προσπάθησε, περνώντας μέσα από δαντικούς κύκλους εμπειριών (παραισθησιογόνοι ουσίες, ακραίες διανοητικές, ερωτικές, ηθικές και κοινωνικές συμπεριφορές) να μεταμορφωθεί κυριολεκτικά σε λόγο, σε λογοτεχνική έκφραση. Αυτή η ταυτότητα έχει μια εσωτερική λογική, τη δική της νομοθεσία, η οποία εξασφαλίζει αέρινες ισορροπίες. Εκείνος που θα θελήσει να εισέλθει στο άδυτο οφείλει να αντιμετωπίσει με τη δέουσα προσήλωση αυτούς τους δεσμούς και τις συνθήκες. Εάν απλώς μείνει στο εξωτερικό, ανεκδοτολογικό περίβλημα του «φαινομένου Μπάροουζ» (σε μια σημειολογία εντυπωσιακή, διόλου αμελητέα από επικοινωνιακή άποψη), με άλλα λόγια στις αυτονόητες διαφημιστικές προϋποθέσεις που είχε ένα έργο με σκανδαλιστικό, για τις αστικές συμβάσεις, περιεχόμενο, όπως αυτό του Χένρι Μίλερ, τότε δεν θα βρει δυσκολίες να το υπερβεί, αν όχι κατεδαφίζοντάς το: στην καλύτερη περίπτωση υποτιμώντας το. Τώρα, για να κάνουμε μια αναγκαία παρένθεση, είναι ένα άλλο θέμα το εάν έχει βοηθήσει ή όχι την καταξίωση ενός έργου η μυθολογία του συγγραφέα γενικά... Εν πάση περιπτώσει, ανοίγουμε μεγάλη συζήτηση που δεν είναι του παρόντος.

Επιστρέφοντας στον δημιουργό του «Γυμνού γεύματος», του «Απολυμαντή», των «Άγριων αγοριών» και άλλων ιδιαίτερων κειμένων της αντεργκράουντ λογοτεχνίας, να υπογραμμίσω ότι αναντίρρητα ο συγγραφέας τους υπήρξε μια νεωτερική φωνή με κύρος, το οποίο δεν εξασφαλίστηκε ασφαλώς μόνο μέσα από τις ευκολίες του εδάφους υποδοχής μιας μεταπολεμικής γενιάς, διαθέσιμης για ρήξεις και αμφισβητήσεις. Ο Μπάροουζ, όπως και να το κάνουμε (και αυτό συνοψίζει, πιστεύω, την έννοια κάθε πρωτοπορίας), ήταν στη σωστή στιγμή διαθέσιμος να ...προσφέρει τις υπηρεσίες του στον μοντερνισμό. Όταν άλλοι ομότεχνοί του έμεναν εφησυχασμένοι στην ευθύγραμμη αναπαράστασή τους, εκείνος ανακάλυπτε ή μάλλον, πιο σωστά, καθιέρωνε στη σύγχρονη εποχή την cut up γραφή (βλ. το μυθιστόρημά του «The soft machine»), δηλαδή μια αισθητική γραφής η οποία παρουσιαζόταν «ως ένας τρόπος αναπαραγωγής της επήρειας των ναρκωτικών: χωρίς γραμμική συνέχεια, παράγοντας ανορθολογικό ή παράλογο υλικό», αποτελώντας «μια μέθοδο "διασάλευσης των αισθήσεων" κατά τα πρότυπα του Ρεμπό...». Η μέθοδος αυτή ήταν ένα είδος κολάζ, μια κυβιστική πρόταση για νέους λογοτεχνικούς δρόμους, η οποία παρήγαγε κείμενα «όπου το νόημα κάποιες φορές διαλανθάνει και μεταστρέφεται, και όπου ο αφηγηματικός λόγος ουσιαστικά αντικαθίσταται από μια παρέλαση εικόνων σε συμπαράθεση...».

Αλλά δεν περιορίζεται η συνεισφορά του Μπάροουζ στον χώρο της νεωτερικότητας μόνο στην προηγούμενη τολμηρή χειρονομία του, αλλά σε μια σειρά άλλες εκφραστικές καινοτομίες, οι οποίες ολοκληρώνουν μια φιλοσοφία της γλώσσας αλλά και του σώματος, βασισμένης στη βιολογική, σεξουαλική θεωρία σύμφωνα με την οποία ο Λόγος και η Φύση βρίσκονται σε μια παράξενη συνύπαρξη ή μάλλον υφίστανται τις συνέπειες μιας σκοτεινής αλληλεπίδρασης. Η γλώσσα και η γραφή, σύμφωνα με κάποιες ιδεολογικές φάσεις του Μπ., υπήρξαν οι γεννήτορες του Σύμπαντος. Πολλά είναι τα κομβικά και αλληλοσυγκρουόμενα στοιχεία της πρόζας του, τα οποία, όμως, με τη βοήθεια της παραληρηματικά καταιγιστικής του φόρμας, νομιμοποιούνται πλήρως. Το μυστικό της λογοτεχνικής πειθούς του θα μείνει άλυτο: πώς μπόρεσε να εναρμονίσει στις αφηγήσεις του ένα σωρό αντιλήψεις: τη σαϊεντολογία, τον Ράιχ, τους ιπτάμενους δίσκους, την ιολογική θεωρία, τα cut up, τους σαμάνους, τους κώδικες των Μάγια, τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, την τράπεζα εικόνων της έντυπης δημοσιογραφίας, συνδεδεμένες όλες σε μια «ευρύτατη, προσωπική κοσμολογία»; Το έργο του Μπ. είναι διάστικτο από βασανιστικά, μέσα στην πολυδιάσπασή τους, μυστικά, τα οποία συνεχώς θα μας προκαλούν.

Ο πεπειραμένος, ιδίως σε μεταφράσεις κειμένων αντεργκράουντ, Γιώργος Γούτας πέτυχε να μεταφέρει στα καθ' ημάς με σεβασμό και επινοητικότητα τον βαρύ εκφραστικό οπλισμό ενός συγγραφέα, ο οποίος αναζήτησε με βαρύ τίμημα το κύρος των σωματικών του επιλογών σε πνευματικές, άυλες περιοχές, εισπράττοντας , όπως ο ίδιος έλεγε, ως απάντηση στα ερωτήματά του την ηχώ της σιωπής.

ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/01/2009
Copyright © 2008 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: