Μυθιστόρημα/νουβέλα σσ. 125, σχήμα 13 × 20,5 εκ., έκδοση χαρτόδετη, Απόπειρα, Αθήνα, 2005 I S B N: 960-537-078-6 I S B N: 978-960-537-078-7 |
Η νουβέλα Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς (1853) θεωρείται από τα σημαντικότερα έργα του Χέρμαν Μέλβιλλ. Ο ομώνυμος χαρακτήρας έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης του Ζιλ Ντελέζ (Bartleby, ou la formule, 1989), αφετηρία για το Μπάρτλεμπυ και Σία τού Ενρίκε Βίλα-Μάτας (Καστανιώτης, 2002) και θέμα πολυπληθών πανεπιστημιακών εργασιών. Το παρόν βιβλίο εντάσσεται σε μία νέα τάση διασκευής της κλασικής λογοτεχνίας, με χαρακτηριστικό τη μεταφορά της πλοκής και την απόδοση κλασικών μύθων στο σημερινό πλαίσιο. Για παράδειγμα, το μυθιστόρημα Dorian τού Will Self (2004) μεταφέρει το μύθο του Ντόριαν Γκρέυ στο σύγχρονο Λονδίνο, με τον Ντόριαν να ποζάρει όχι για πίνακα αλλά για video-installation.
Στο Μπάρτλεμπυ ο κομπιουτεράς, ο νευρωσικός γραφιάς του 19. αιώνα αποδίδεται ως αντικοινωνικός και μονήρης κομπιουτεράς, χάκερ που συχνάζει στη «Σίλικον Στριτ», τη γειτονιά μιας ανώνυμης μητρόπολης στην οποία χωροθετούνται τα καταστήματα που πωλούν ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Ο Μπάρτλεμπυ προσλαμβάνεται σε ένα μαγαζάκι που εμπορεύεται παρανόμως αντίγραφα ηλεκτρονικών παιχνιδιών, και ειδικεύεται στο σπάσιμο προγραμμάτων. Η εντυπωσιακή του παραγωγικότητα και η πεισματική του άρνηση να αντιγράφει CD (συνοδευόμενη από τη χαρακτηριστική του φράση «Θα προτιμούσα όχι» τον καθιστούν το επίκεντρο της προσοχής του καταστηματάρχη-αφηγητή.
Ο αφηγητής παρατηρεί και καταγράφει την ιδιότυπη συμπεριφορά του Μπάρτλεμπυ, και, βαθμηδόν, καταλαμβάνεται από ψύχωση για την προσωπικότητα του εκκεντρικού υπαλλήλου του και τελικά έρχεται σε γόνιμη διαλεκτική με την έως τώρα ζωή του, που είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Η αναπόφευκτη σύγκρουση του Μπάρτλεμπυ με το περιβάλλον του γραφείου του έχει ως αποτέλεσμα τη δραπέτευση του αινιγματικού χάκερ. Κλέβει ένα λάπτοπ και υιοθετεί τον τρόπο ζωής του global nomad, techno freak που περιπλανιέται στις μητροπόλεις συμμετέχοντας και κερδίζοντας διαγωνισμούς ηλεκτρονικών παιχνιδιών, ώστε να εξασφαλίζει τα προς το ζην και να χρηματοδοτεί το αέναο ταξίδι του.
Η ιστορία είναι γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, από τη σκοπιά του καταστηματάρχη, μανιώδη κομπιουτερά. Ο τρόπος που αφηγείται προσομοιώνει τη χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Έχει συνηθίσει να βλέπει τον κόσμο μέσα από μια οθόνη, αναλυμένον σε πίξελ. Χαρακτηριστικές εκφράσεις, οικείες σε κάθε χρήστη computer (double click, copy-paste κτλ.), ξεπηδούν από τα monitor στο κείμενο, προσδίδοντάς του μια γλωσσική ιδιαιτερότητα.
Μέσα από τις ομοιότητες του χάκερ με τον γραφιά τού 19ου αιώνα, αναδεικνύεται η διαχρονικότητα του ακραίου και μοναχικού χαρακτήρα, σχεδόν καφκικού, του οποίου η στάση προδίδει μια βαθιά άρνηση του κόσμου. Μέσα από τις διαφορές τους, διατυπώνεται ένα κοινωνικό σχόλιο για μία ακόμη ανεξερεύνητη κατηγορία των σύγχρονων αστικών ψυχώσεων.
Έγραψαν
Νέος σχετικά, γεννήθηκε το 1973, ο συγγραφέας (από προσωπικό μεράκι ή πιθανώς από απλή επινοητικότητα) περιγράφει το πάθος για τους υπολογιστές με ερωτική κυριολεκτικά έξαρση. Το κεντρικό κόλπο του βιβλίου είναι η σταδιακή και περιπαθής καταβύθιση στη φωτεινή οθόνη που κατακτά το χρήστη ή μάλλον τον χειραγωγούμενο μυούμενο μέχρι σημείου απολύτου παραδόσεως. Ο Μπάρτλεμπυ (όπως ξέρει η δημοκρατία των αναγνωστών του Μέλβιλ) είναι ένας ήρωας που θυμίζει Κάφκα πριν από τον Κάφκα. Αυτή την εμμονή δανείζεται το βιβλίο και την αξιοποιεί δεξιοτεχνικά: ο γραφιάς του Αμερικανού εδώ γίνεται κομπιουτεράς. Οι ρέκτες των κομπιούτερ θα βρουν πολλά από το νεοπαγές χάλι τους, καθώς μάλιστα οι σελίδες είναι κατάσπαρτες από την τρέχουσα ορολογία — Κωστής Παπαγιώργης, Αθηνόραμα #304, 9-16 Μαρτίου 2006.
Kαλώς ήρθες στη Σίλικον Στριτ, εκεί όπου η πραγματικότητα είναι εικονική, οι γκόμενες digital, τα πρότυπα ήρωες του Matrix, οι νύχτες άυπνες. Kαλώς ήρθες στον κόσμο του Mπάρτλεμπυ, του κομπιουτερά που σαν άλλος νευρωσικός ήρωας του Mέλβιλ από το μέλλον, αντικοινωνικός και μοναχικός, προσλαμβάνεται για να «σπάει» προγράμματα σε ένα μαγαζί με ηλεκτρονικούς υπολογιστές. O πρωταγωνιστής-ιδιοκτήτης του καταστήματος, νερντ φανατικός με τα games και ο ίδιος, διηγείται την παράξενη ιστορία του εκκεντρικού υπαλλήλου του που εξαφανίζεται σαν περιπλανώμενος global νομάδας στις μητροπόλεις του κόσμου, σαρώνοντας σε videogames διαγωνισμούς, και με την ευκαιρία ο συγγραφέας σχολιάζει τη γενιά του playstation. Θα αποφασίσεις τελικά να ζήσεις στον πραγματικό κόσμο ή θα συνεχίσεις σε πίξελ;» — Αγγελική Μπιρμπίλη, Athens Voice
Η νουβέλα Μπάρτλεμπυ ο κομπιουτεράς του Νίκου Βλαντή δεν αποτελεί μια απλή συνομιλία με το κλασικό έργο του Μέλβιλ. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι εδώ έχουμε μία διασκευή και μια — από τη φύση της τολμηρή — απόδοση της ιδιότυπης νουβέλας του Μέλβιλ στη σύγχρονη εποχή. Εδώ ο Μπάρτλεμπυ είναι ένας αντικοινωνικός και μονήρης κομπιουτεράς, ένας χάκερ που σπάει και αντιγράφει προγράμματα στη «Σίλικον Στρητ», τη γειτονιά μιας ανώνυμης μητρόπολης στην οποία στοιβάζονται τα καταστήματα που πωλούν ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Ο Μπάρτλεμπυ προσλαμβάνεται σε ένα μαγαζάκι που εμπορεύεται παρανόμως αντίγραφα ηλεκτρονικών παιχνιδιών και ειδικεύεται στο σπάσιμο προγραμμάτων. Ωστόσο, τις εντυπωσιακές του ικανότητες διαδέχεται η πεισματική του άρνηση να αντιγράφει προγράμματα, συνοδευόμενη από τη χαρακτηριστική του φράση «θα προτιμούσα όχι», κάτι που αναπόφευκτα τον καθιστά το επίκεντρο της προσοχής του καταστηματάρχη-αφηγητή, καθώς και των υπόλοιπων εργαζομένων. Ο αφηγητής παρατηρεί και καταγράφει την άκρως εκκεντρική συμπεριφορά του Μπάρτλεμπυ με τρόπο εύγλωττο. «Μέσα στη νωχελική του απραξία, την εκνευριστική του αταραξία, την αγενή του αδιαφορία, ενέδρευε κάτι το τρομακτικό» (σελ.37). Και κάπου αλλού θα αποφανθεί: «Φάνταζε διασωληνωμένος με το μηχάνημα […]. Κάθε ανθρώπινη λειτουργία του λες και είχε ανασταλεί. Επικοινωνούσε ελάχιστα με τους άλλους και δεν ενδιαφερόταν για τίποτε» (σελ.51). Βαθμηδόν, λοιπόν, επέρχεται η αναμενόμενη σύγκρουσή του με το περιβάλλον του γραφείου, ο συστηματικός εξευτελισμός του από τους άλλους και η τελική δραπέτευση του αινιγματικού αυτού προσώπου. Κάποια μέρα θα κλέψει ένα λάπτοπ και θα αρχίσει να περιπλανιέται στις μητροπόλεις συμμετέχοντας και κερδίζοντας διαγωνισμούς ηλεκτρονικών παιχνιδιών, εξασφαλίζονας τα προς το ζην και χρηματοδοτώντας ακατάπαυστα το ταξίδι του, μέχρι το οριστικό του τέλος. Ο Ν. Βλαντής με εξαίρετη οικονομία λόγου και λιτά μέσα αναπλάθει ικανοποιητικά τον ψυχισμό των χαρακτήρων του, ενώ συνειδητά επιβάλλει ένα φρενήρη ρυθμό ανάγνωσης που συμβαδίζει με τις ταχύτητες της εποχής μας. Ο τρόπος που αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, προσιδιάζει με την οπτική και φρασεολογία εκείνου που βλέπει τον κόσμο μέσα από μία οθόνη, αναλυμένου σε πίξελ. Επίσης, γίνεται αφειδώς χρήση (αλλά και κατάχρηση) εκφράσεων και λέξεων οικείων σε οποιονδήποτε ασχολείται με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, επιτυγχάνοντας μία κουραστική αληθοφάνεια του όλου εγχειρήματος. Εκείνο, όμως, που σίγουρα επιτυγχάνει μέσα από τις αδιάσειστες ομοιότητες του χάκερ και του γραφιά του 19ου αιώνα είναι η εντυπωσιακή ανάδειξη της διαχρονικότητας του ακραίου και μοναχικού χαρακτήρα, του κωμικοτραγικού σχεδόν καφκικού εκείνου ανθρώπου, του οποίου η στάση διακηρύσσει μια βαθιά άρνηση του κόσμου. Αντιστρόφως, διατυπώνει ένα εύστοχο και αιχμηρό σχόλιο: το εκάστοτε κοινωνικό σύνολο τείνει να συνθλίψει το διαφορετικό. Και ενίοτε τα καταφέρνει… — Γιώργος Βαϊλάκης, περιοδικό Highlights.
Έναυσμα για το παρόν αφήγημά του αποτελεί η νουβέλα του Χέρμαν Μέλβιλ Μπάρτλεμπι ο γραφιάς, μια ιστορία της Γουόλ Στριτ, που πρωτοεκδόθησε το 1853. Ο Ν. Βλαντής εμπνεύστηκε από τη νουβέλα αυτή και δημιούργησε τη σύγχρονη εκδοχή της. Αφηγητής της ιστορίας είναι ένας μανιώδης με τους υπολογιστές καταστηματάρχης. Στο μαγαζάκι του — εδρεύει στη Σίλικον Στριτ — γίνεται παράνομο εμπόριο ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Προσλαμβάνει ως υπάλληλο τον χαρισματικό Μπάρτλεμπι, εξαιρετικό ταλέντο στο «σπάσιμο προγραμμάτων», μα εκκεντρική προσωπικότητα. Οι ιδιορρυθμίες του μονόχνοτου αλλά ευφυή Μπάρτλεμπι κεντρίζουν το ενδιαφέρον τού καταστηματάρχη, ο οποίος παρακολουθεί αδιάλειπτα κάθε κίνηση του αινιγματικού κομπιουτερά» — «Βιβλιοθήκη» Ελευθεροτυπίας.
Ο συγγραφέας διασκευάζει τη νουβέλα του Χέρμαν Μέλβιλ Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς, μεταφέροντας τη βασική υπόθεση στο σύγχρονο κόσμο που ρυθμίζεται και καθορίζεται από τους υπολογιστές. Ο ήρωας είναι και πάλι αντιγραφέας. Ο Μπάρτλεμπυ του εικοστού πρώτου αιώνα είναι ένας άσος στο χειρισμό των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ο καλύτερος χάκερ, ο ικανότερος στο σπάσιμο κωδικών και προγραμμάτων και ο πιο χαρισματικός παίχτης των πολύπλοκων ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Όμως παραμένει το ίδιο αντικοινωνικός και αλλόκοτος, δίνοντας ένα τόνο μυστηρίου στο κείμενο. Ένα μοντέρνο βιβλίο, πρωτίστως για κομπιουτεράδες, διανθισμένο από την ιδιαίτερη «ψηφιακή» γλώσσα των τεχνικών όρων που χρησιμοποιούν» — Δημήτρης Μαμαλούκας, Η κυριακάτικη Αυγή.
Μπάρτλεμπυ ονομαζόταν ο χαρακτήρας ενός από τα σημαντικότερα έργα του Χέρμαν Μέλβιλλ (Μπάρλτεμπυ ο γραφιάς, 1853). Ο Νίκος Βλαντής στο τελευταίο του βιβλίο επιχειρεί τη διασκευή του κλασσικού λογοτεχνικού έργου του Μέλβιλλ, τοποθετώντας το χαρακτήρα του στην εποχή της ηλεκτρονικής επανάστασης, να δουλεύει σε μαγαζί εμπορίας παρανόμων αντίγραφων ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Ο σύγχρονος Μπάρτλεμπυ ειδικεύεται στο σπάσιμο προγραμμάτων, έως ότου δραπετεύσει από το περιβάλλον για ν’ αρχίσει τη μοναχική του περιπλάνηση σε διάφορες μητροπόλεις.
Η ιστορία είναι γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο από τη σκοπιά του καταστηματάρχη, ενώ η χρήση χαρακτηριστικών εκφράσεων που χρησιμοποιούν οι χρήστες computer προσδίδουν στο κείμενο μια ιδιαίτερη γλωσσική πρωτοτυπία. Αφού κάνουμε Shut down στον υπολογιστή μας αξίζει να ανοίξουμε με double click το βιβλίο του Νίκου Βλαντή — Σιδέρης Ντιούδης, Περιοδικό Υποβρύχιο, Τεύχος 26, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2005.
To Cyborg δημιούργημα του Νίκου Βλαντή — συμβολικά και αφηγηματικά — έρχεται να προσθέσει ένα ανυπέρβλητο κενό στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας και να αποδείξει ότι υπάρχουν ακόμη λογοτέχνες με μαεστρία και ταλέντο. Οι τρισδιάστατοι χαρακτήρες του είναι μια καλή απάντηση στις μικροαστικές φιγούρες της εγχώριας λογοτεχνικής αγοράς, ενώ η μοντέρνα γλώσσα του δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από τον Ίρβιν Γουέλς ή τον Τζορτζ Πελεκάνος. Αν μάλιστα ο Νίκος Βλαντής έφτανε τις καταστροφολογικές αλλά απολύτως ειρωνικές (σε αρκετά σημεία θυμίζουν Κάφκα) εμπνεύσεις του μέχρι τέλους, τότε θα μιλούσαμε για ένα βιβλίο κλασικό. Όσο για το θέμα: τα όσα παράδοξα και ευτράπελα διαδραματίζονται σε ένα μικρό μαγαζάκι της Σίλικον Στρητ με ήρωα τον Μπάρτλεμπυ τον κομπιουτερά, και αφηγητή τον ίδιο τον καταστηματάρχη. Βιβλίο με εμπνευσμένη λιτότητα, χωρίς τις εύκολες λύσεις του science fiction — Τίνα Μανδηλαρά, εφημερίδα Πρώτο Θέμα, 5 Μαρτίου 2006.
Σε μεγάλα κέφια ο ταλαντούχος Νίκος Βλαντής διασκευάζει εδώ με απολαυστικό τρόπο την κλασική νουβέλα του Χέρμαν Μέλβιλ: Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς — μετατρέποντας πολύ έξυπνα τον νευρωτικό γραφιά του δέκατου ένατου αιώνα σε αντικοινωνικό και μονόχνωτο χάκερ που δρα στη Σίλικον Στριτ μιας ανώνυμης μητρόπολης- έναν χάκερ που διαθέτει ασύλληπτες ικανότητες, που θα τον μετατρέψουν τάχιστα σε θρύλο ενός εφιαλτικά δικτυωμένου σύμπαντος. Το βιβλίο έχει γρήγορο ρυθμό, ενδιαφέρουσα πλοκή και μια πρωτότυπη ιστορία να διηγηθεί- αποτελεί ταυτόχρονα ένα σχεδόν καφκικού τύπου σχόλιο πάνω στις σύγχρονες ηλεκτρονικά ελεγχόμενες νευρώσεις και ψυχώσεις των σύγχρονων αστών. Η γλώσσα είναι νευρώδης και περιεκτική, αν όμως κάποιος δεν γνωρίζει από υπολογιστές (και υπάρχουν αρκετοί), θα δυσκολευτεί να το διαβάσει- ένα σχετικό γλωσσάρι θα ήταν καλή ιδέα σε ενδεχόμενη επανέκδοση — Γιώργος Χρηστέας, περιοδικό Οδός Πανός, Τεύχος 131, Ιανουάριος-Μάρτιος 2006.
Η παρακμή της ηλεκτρονικής εποχής
Στην οδό Στουρνάρη, ή ας την πούμε στη Σίλικον Στριτ, υπάρχει ένα μικρό μαγαζάκι που πουλάει ηλεκτρονικά παιχνίδια «σπασμένα», φθηνότερα από τα επίσημα και απευθύνεται σε όλους τους «ηλεκτρονικούς freaks». Στο μαγαζάκι δουλεύει ο Σάιμποργκ, πίσω από το ταμείο, ο Νίο, ένας σπουδαίος χάκερ, ο Πάκμαν, ένας κομπιουτεράς της προηγούμενης γενιάς, και ένας αντικοινωνικός νεαρός ονόματι Μπάρτλεμπυ, όνομα παρμένο από το ομώνυμο διήγημα του Χέρμαν Μέλβιλ.
Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος προσπαθεί να κουμαντάρει όλους αυτούς τους αντικοινωνικούς τύπους αλλά αδυνατεί να κουμαντάρει την ίδια του τη ζωή.
Κερδίζει αρκετά χρήματα από την παράνομη αυτή δουλειά αλλά ζει σε ένα περιθωριακό κοινωνικό περιβάλλον.
Θα εκμεταλλευτεί τις άπειρες δυνατότητες του Μπάρτλεμπυ για να κερδίσει κι άλλα χρήματα, οργανώνοντας ομαδικά electronic games όπου — όπως στους αγώνες σιμουλτανέ στο σκάκι — ο Μπάρλτεμπυ, μόνος εναντίον όλος, θα νικάει κάθε φορά.
Ο Μπάρτλεμπυ ο κομπιουτεράς, χωμένος βαθιά, χειμώνα καλοκαίρι, μέσα στο παλτό του, ζει μόνον για την οθόνη και εξαιτίας αυτής.
Ο μαγαζάτορας και αφηγητής της ιστορίας θα προσπαθήσει να εξερευνήσει τον μυστικό κόσμο του Μπάρτλεμπυ αλλά θα συναντήσει έναν απροσπέλαστο ηλεκτρονικό τοίχο. Ο Μπάρτλεμπυ είναι τόσο βαθιά χωμένος στην οθόνη που η ψυχή του βρίσκεται μέσα εκεί. Ο Νίκος Βλαντής έχει γράψει κατά καιρούς μυθιστορήματα εμπνευσμένα από τον κόσμο της ηλεκτρονικής εποχής, αλλά σε αυτό το πεζό απογειώνεται καθώς καταφέρνει να παραλληλίσει τον κόσμο της οθόνης με όρους ανθρώπινης ζωής και το αντίθετο.
Είναι από τις λίγες φορές που η οθόνη και η ζωή διαμορφώνουν τη σύγχρονη ζοφερή εν πολλοίς, πραγματικότητα. Η ίδια η μορφή του πεζού έχει συνδιαμορφωθεί από λογοτεχνικά μέτρα που προσιδιάζουν στα electronic games, χωρίς να ψεύδονται, δημιουργώντας νέες αισθητικές φόρμες.
Ο Μπάρτλεμπυ ο κομπιουτεράς είναι ένας ήρωας που μπορεί να στηρίζεται στη μονόχνωτη φιγούρα του Μέλβιλ, αλλά πάει πιο πέρα καθώς γίνεται το όχημα για τη δημιουργία ενός ήρωα — έστω και με ακραία χαρακτηριστικά — της σημερινής εποχής — Γιάννης Μπασκόζος, εφημερίδα Express, 12 Μαρτίου 2006.
Εν αρχή είναι το χαοτικό ψηφιακό σύμπαν, ο κόσμος των chat rooms και των games, η καταβύθιση σε εικονικές πραγματικότητες, οι εν διαμορφώσει υπο-κουλτούρες του Διαδικτύου. Ο Νίκος Βλαντής έκανε ένα pastiche της γνωστής νουβέλας του Χέρμαν Μέλβιλ, Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς, φορώντας στον γνωστό ήρωα μοντερνίζουσα φορεσιά. Αφηγηματολογικά, ο σύγχρονος Μπάρτλεμπυ αποδεικνύεται καθ���’ όλα κλασικότροπος: πρωτοπρόσωπη αφήγηση, στρωτή ροή, καταστάσεις αναγνωρίσιμες, αν και σε καινοφανές πλαίσιο. Στο πρόσωπο του ακοινώνητου Μπάρτλεμπυ, ο Βλαντής πλάθει μια συγκινητική φιγούρα. Παράλληλα, δίνει μια γλαφυρή αναπαράσταση του, ανεξερεύνητου για την πεζογραφία μας, κόσμου των ομαδικών games. Ο παραλληλισμός του τρόπου σκέψης και λειτουργίας του αφηγητή με το «περιβάλλον» των Windows καταλήγει σχηματικός. Ο Βλαντής βλέπει τους ήρωές του με μεγαλύτερη τρυφερότητα, κερδίζοντας, παρά το επίπεδο ύφος του, το στοίχημα της παραστατικότητας — Κώστας Κατσουλάρης, περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 462, Απρίλιος 2006, σ.56.
__________________________
Ο Νίκος Βλαντής γεννήθηκε το 1973 στην Αλεξανδρούπολη (με το όνομα Νίκος Μπαρμπόπουλος). Σπούδασε πολιτικός μηχανικός κι έκανε το διδακτορικό του στο ΕΜΠ με θέμα τον σχεδιασμό της πόλης. Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα Αλκιβιάδης Δεσμώτης (Απόπειρα, 2000), το αστυνομικό, σαρκαστικό θρίλερ www.tospitimas.gr (Περίπλους, 2002), το σατιρικό αφήγημα Θέλω να μείνω λίγο μόνη μου να σκεφτώ (Περίπλους, 2003) και τα μυθιστορήματα Greek Psycho, η απόλυτη νεοελληνική ψύχωση (Οξύ, 2004), Η ανυπαρξία που σου αξίζει (Οξύ, 2004), Writersland: το νησί των συγγραφέων (Κέδρος, 2006) και Λήθη (Κέδρος, 2008). Μαζί με τον Παύλο Μπαλτά, εξέδωσε ένα βιβλίο με θέμα τις αναπαραστάσεις της πόλης και τη μυθολογία της: Επόμενη στάση: Χαμένες λεωφόροι, μια περιδιάβαση στην κοσμογονία της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής μητρόπολης (Futura, 2004). Συνεργάτης του δωρεάν περιοδικού βιβλίου Index, το άφησε το 2006 για να ιδρύσουν, μαζί με τη Μαρία Λεκάκη, τον εκδοτικό οίκο Μαγικό Κουτί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου