Γιάννης Καραντώνης,
Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι,
Απόσπασμα από το βιβλίο Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, σσ. 170-174. Απόπειρα, Ιούνιος 2000.
Εππηρεασμένος από αρνεπάλληλα τρομοκρατικά όνειρα, ταινίες με θέμα ιδεολόγους απαγωγείς που συμπτωματικά μαζεμένες είδα δυό τρεις, αλλά και παρακινούμενος από ημιτελή κείμενα μου και ξεκάρφωτες σημειώσεις απ’ αυτές που βρίσκεις σε ξεκάρφωτα σημεία και, αδυνατώντας πλέον κι ο ίδιος να τις αποκρυπτογραφήσεις, τις σιχτιρίζεις και τις πετάς, αποφάσισα να επιχειρήσω — και ενώ όξω ένας κοπρόσκυλος γκάριζε κυνηγώντας τη σκουπιδιάρα, πράγμα που σημαίνει ότι η ώρα ήταν τέσσερις με τέσσερις και τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα — να προβώ στη συγγραφή του αδικοχαμένου θύματος της βαρεμάρας του συγγραφέως διηγήματός μου, με τίτλο
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΛΗΣΤΕΙΑ.
Γιατί πράγματι, μέσα σε κάτι χαρτιά μέσα, κι ανάμεσα στην ορφανή παράγραφο “Μην κοροϊδεύετε τους γέροι”, τη λυρική σονάτα με τίτλο “Ερωτηματολόγιο”, το ορχηστρικό “The Three Seas”, και το από σπόντα προφητικό “Anamae Sh’ Ash Allah!” (ένα φτοβιογραφικό γραφτό, θύμα κι αυτό της βαρεματαιότητας), βρήκα τον άταφο σκελετό τού γραπτού εκείνου που θα έφερε τον τίτλο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΛΗΣΤΕΙΑ.
Ο σκελετός ενός διηγήματος, οφείλω να πω, διαφέρει από (και προς) το σκελετό ενός πλάσματος ως προς το εξής: Ενώ ο σκελετός του πλάσματος συνήθως προσδιορίζει ό,τι έχει απομείνει από ένα ολόκληρο σώμα, του οποίου το δέρμα, τη σάρκα και τα όργανα ο σκελετός αποβάλλει μετά το πέρας της λειτουργίας των, ή -αν προτιμάτε- ευγενικά παραχωρεί προς ανααποσύνθεση, ο σκελετός του διηγήματος αντιθέτως αναμένει/αδημονεί να ενδυθεί τη “σάρκα” που του επιφυλάσσεται, καθώς και όλα εκείνα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά που θα του προσδώσουν ξεκάθαρη και οριστική μορφή και υφή, τις οποίες προς το παρόν σχηματικά μόνο υπαινίσσεται` συνεπώς ο σκελετός ενός διηγήματος προσδιορίζει κάτι το οποίο πρόκειται να γίνει (αν γίνει), και άρα ομοιάζει περισσότερο με εμβρυακό ον παρά με ον πεθαμένο και λιωμένο. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για το σκελετό των τραγουδιών, το σκελετό των οικοδομών, όχι όμως και για το σκελετό των γυαλιών.
Πάντως, ξαναντικρίζοντας το σκελετό της “Πνευματικής Ληστείας” να κείτεται ξεκάρφωτος σ’ ένα χαρτί ξ’ανανατρίχιασα. Γιατί είχα ψιλοξεχάσει ότι αυτός ο σκελετός υπήρχε τόσα χρόνια κάπου εδώθε φιλοδοξώντας να υπάρξει, και το άχαρο καθήκον που είχα — να τον κάνω να υπάρξει εγώ, να τον ντύσω με λογοτεχνική σάρκα — σε συνδιασμό με την αντανακλαστική βαρεμάρα και το αβυσσαλύχτημα του σκύλου απ’ έξω που είχε λυσσάξει να μου σπάσει τ’ αρχίδια, με καταφρίκαραν!
Δεν άντεξα στιγμή περισσότερο να γράφω σκυμμένος πάνω από ένα σκέλεθρο ακούγοντας το γάβγισμα του αλήτη του θανάτου, και όρμηξα έξω να κυνηγήσω -ή και να βρίσω- το σκύλο. Αλλά την ίδια ώρα, η σκουπιδιάρα που -λογω της πληθώρας ντενεκέδων στην εγγύς περιοχή μας- κόβει βόλτες επί το μίνιμουμ δεκαπέντε εφιαλτικά λεπτά γαμώντας μας τα ψυχικά μας πρέκια, έσκασε πάλι μύτη στη γωνιά. Αυτόν λοιπόν που παράτησε το άδειο μπουκάλι μπύρα στα σκαλιά μας δεν τον συγχωρώ μονάχα, τον ευχαριστώ θερμά. Το άρπαξα με ω, τι χαρά, αδιαφόρησα για το σκύλο, και στόχευσα κατευθείαν στην αιτία του κακού. Ωραίο πράγμα ο ήχος του εύστοχου γυαλιού, όταν προσκρούει αλάθητα και δίκαια στο μέταλλο` γαμώ το κέρατο μου! Το παράξενο είναι ότι ενώ εγώ (αμέσως μόλις έσκασε το μπουκάλι στη σκουπιδιάρα) τη σκαπούλαρα συνετά πίσω απ’ τη μάντρα, κανείς δεν έσπευσε να με κυνηγήσει ή να με ψάξει. Δεν αποκλείεται να μην έδωσαν καν σημασία μέσα στην τόση εκκωφαντική φασαρία. Όπως και να ‘χει, εγώ περίμενα ν’ απομακρυνθούνε προτού ξεταμπουρωθώ, γιατί άλλωστε δεν έχω τίποτα με τους σκουπιδιάρηδες, εγώ τη σκουπιδιάρα κατηγοράω, όχι όμως και να τις φάω…
Επιστρέφοντας μέσα, κοίταξα το σκελετό με μεγαλύτερη ηρεμία και πήγα σιγά-σιγά να τον ψηλαφίσω, αλλά κόντευε πέντε και άρχισαν τσούπου-τσούπου τα πουλάκια να κελαηδούν.
Τα πουλάκια δεν μ’ ενοχλούν, πουλάκια είναι, γιατί να μην κελαηδούν; Να κελαηδούν όσο θέλουν, πολύ το χαίρομαι` απλώς είναι που όταν αρχίζουν λάου λάου να τιτιβίζουν σημαίνει πως η ώρα πήγε πιά πέντε με πέντε και, και άρα τα πουλάκια προϋπαντάνε τα φορτηγάκια που έρχονται.
Τα φορτηγά αρχίζουν να ‘ρχονται λίγο μετά τις πέντε για ν’ ανεφοδιάσουν το απέναντι σούπερ μάρκετ (όπως επίσης και άλλα γειτονικά μαγαζιά), και όσο να ‘ναι, δεν είναι αθόρυβα. Περ’ απ’ αυτό, όμως, νιώθω την ανάγκη να σημειώσω και τα εξής: Εν πρώτοις, τα φορτηγά που έρχονται κάθε μέρα να με ταράξουν και να με πρήξουν αδυσώπητα, ανήκουν σε μια εταιρία η οποία συμπτωματικά φέρει το ίδιο όνομα με τον τίτλο κάτω απ’ τον οποίο στεγάζω τις φωτογραφικές και λοιπές οπτικές μου δραστηριότητες -τους βιντεοπίνακες, τα λεγόμενα “εικονόφωνα” κλπ- που εδώ επιτρέψτε μου να ονομάσω σχηματικά “Φ-Χ-Ψ”. Και κατά δεύτερον, πρέπει να πω ότι δεν έμενα πάντα εδώ που μένω τώρα. Παλιότερα έμενα σ’ ένα διαμέρισμα στην εκ διαμέτρου αντίθετη πλευρά της πόλεως μας, μακριά, πολύ μακριά. Εκεί λοιπόν δεν ήταν άσχημα, μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα: Ακριβώς φάτσα από το σπίτι μου βρισκόντουσαν τα υπόστεγα της εταιρίας “Φ-Χ-Ψ” (!), απ’ όπου και εξορμούσαν καθημερινά -μεσ’ στα μαύρα μεσάνυχτα- καμαρω΄τα μαρσάρωντας, ακριβώς τα ίδια φορτηγά που έρχονται και τώρα -για να γαμήσουν το φτωχό μυαλό μου- μπροστά στη νέα κατοικία μου! Αυτό τι σας λέει;!!!; Βέβαια, αν κανείς σκεφτεί ότι εκεί που έμενα παλιά το κακό ήταν διπλό μια και τα φορτηγά όχι μόνο εξορμούσαν ηρωικά το πρωί, αλλά και επανεφορμούσαν θριαμβευτικά το μεσημεροαπόγευμα, θα μπορούσε να υποθέσει πως εδώ που μένω τώρα έχω επιτύχει μια σημαντική βελτίωση, και άρα έχω ενισχύσει την ψυχική μου ηρεμία -ή έστω έχω γιατρέψει την ψυχική μου παράνοια- κατά ποσοστό της τάξεως του 50%. Όμως ένας τέτοιος υπολογισμός δε θα ήταν ακριβής, γιατί δε συνυπολογίζει τα λεωφορεία!..
Και πράγματι, μέχρι προτίνος δεν περνούσε από τη γειτονιά μας -ούτε και σε ακτίνα τριών τετραγώνων- κανένα λεωφορείο. Φέτος όμως μεταφέρθηκε όλη μαζί η αφετηρία των λεωφορείων -κορμού και τοπικών- λίγα μόλις μέτρα έξω απ’ την πόρτα μου. Πιό συγκεκριμένα, τα λεωφορεία για να φύγουν, ακολουθώντας την πορεία τους πρέπει πρώτα να κάνουν μια επιτόπια στροφή 180 μοιρών κλάνοντας καυσαέριο και μουγκρίζοντας αισχρά, πράγμα που φυσικά συμβαίνει έξω ακριβώς από το παραθύρι μου (γιατί όχι και μέσα;). Επειδή όμως στο σημείο αυτό σταθμεύουν αναρίθμητα αυτοκίνητα -λόγω της ύπαρξης του supermarket και πλήθους άλλων καταστημάτων- καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας προκαλούνται ατελείωτα και παροιμιώδη μπλοκαρίσματα, διαπληκτισμοί, και εξωπραγματοφρενικά χορωδιακά κορναρίσματα. Δύο πράγματα λοιπόν είναι προφανή: Πρώτον, σε ποιό δρόμο μένω (*Κολάσεως και κλαπαταγής γωνία), και δεύτερον ότι είμαι/ανήκω σ’ αυτούς που παροτρύνουν-εκλιπαρούν τους λεωφορειατζήδες να απεργήσουν.
Ευτυχώς όμως, κατά τα μεσάνυχτα τα δρομολόγια σταματούν, και απομένει μόνο ο θόρυβος από το μηχανοκίνητο στόλο της απέναντι πιτσαρίας, θόρυβος ο οποίος μόνο τότε γίνεται ενοχλητικός, μιας και κατά τις προηγούμενες ώρες υπερσκεπάζεται από άλλους δυνατότερους, και στη δομή της industrial ενορχήστρωσης περιορίζεται σε ρόλο σεκόντου. Γύρω στις μία με μιάμιση, τα μηχανάκια, αφού ολοκληρώσουν κι αυτά το solo τους παύουν να πηγαινοέρχονται και με ένα εντυπωσιακό γκαζοφινάλε αποσύρονται, επανερχόμενα όμως συχνά για encore, παρ’ όλο που κανείς δεν τα μπίζαρε.
Κάπου μέχρι τις δυόμισι και βάλε, σχολνάνε κι οι τελευταίοι μεθύστακες του γωνιακού ουζερί. Βγαίνουν απέ το ουζερί, τα χώνουν όσο μπορούν, μπαίνουν στ’ αμάξια τους, τσιτώνουν το volume στα σουξέ της εποχής, ρίχνουν και μερικά σπινιαρίσματα-πλατείες-γενικές κωλιές, και εξαφανίζονται. Καλώς εχόντων των πραγμάτωνε λοιπόν, (η ώρα τρεις), έχουμε γύρω στη μία, πολύτιμη και μονάκριβη ώρα ησυχίας ημερησίως. Στις τέσσερις ξανασκάει μύτη η σκουπιδιάρα, έρχονται τρέχοντας να την υποδεχτούνε οι σκύλοι, φτάνουν τα φορτηγά, αρχινίζουν τα λεωφορεία, και ούτω καθεξής. Κάθε Τρίτη έχουμε και λαϊκή αγορά.
Τουτέστιν, τέλος πάντων, επειδή είναι βουβός ο πόνος και επειδή γίναμε γραφικοί, να το πω απλά:
Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να κάτσω σαν άνθρωπος και να γράψω το πτωχό αφιλόδοξο μου διήγημα με τίτλο
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΑΛΑΚΙΑ,
αλλά θα πρέπει πρώτα να μετακομίσω ξανά, γι’ αυτό και επιφυλάσσομαι. Όταν έχω -ο Θεός πρώτα- κάτι νεότερο, αμέσως θα σας ενημερώσω. Ζητώ την κατανόηση σας, ή έστω τη συνδρομή σας με ένα καλό ζευγάρι ωτοασπίδες, γιατί οι φτηνές του εμπορίου μου προκαλέσανε αλλεργίες στ’ αυτιά.
Για την ιστορία θα αναφέρω ότι η ιστορία της “Πνευματικής ληστείας”, όπως μαρτυρά ο δόλιος σκελετός της -που λίγο πριν σκάσει μύτη η σκουπιδιάρα ανακάλυψα- αφορά μιά φανατική και ταγμένη σπείρα εθελοντών ηλιθίων, που προβαίνει σε σπίτια διανοιοσόφων, δικηγόρων, κριτικών τέχνης και άλλων κακοποιών του κόσμου των γραμμάτων ή/και του πνεύματος καθώς και των πάντος είδους φορέων και ασθενών της κουλτούρας και υπό την απειλή της φράσεως “το μυαλό σου ή τη ζωή σου”, τους αποβλακώνει για το καλό το δικό τους και της ανθρωπότητας. Το τι συμβαίνει με τα λάφυρα αλλά και την παραιτέρω πλοκή της υπόθεσης επιτρέψτε μου προς το παρών να το αποκρύψω, αφού δεν εντόπισα τίποτε σχετικό εις τις πρόχειρες σημειώσεις μου.
Από την άλλη, όλο αυτό το εφιαλτικά ηχορρυπαντικό σκηνικό, αυτό το τσίρκο του θορύβου που είμαι αναγκασμένος καθημερινά να υφίσταμαι, δεν αποτελεί εναντίον μου πνευματικό έγκλημα; Δεν είναι εντέλει μια εις βάρος μου,
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΛΗΣΤΕΙΑ;
Ιωάννηζζζ Παραντώνης.
Καραψυχολόγος, φραγκαναλυτής.
Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι,
Απόσπασμα από το βιβλίο Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, σσ. 170-174. Απόπειρα, Ιούνιος 2000.
Εππηρεασμένος από αρνεπάλληλα τρομοκρατικά όνειρα, ταινίες με θέμα ιδεολόγους απαγωγείς που συμπτωματικά μαζεμένες είδα δυό τρεις, αλλά και παρακινούμενος από ημιτελή κείμενα μου και ξεκάρφωτες σημειώσεις απ’ αυτές που βρίσκεις σε ξεκάρφωτα σημεία και, αδυνατώντας πλέον κι ο ίδιος να τις αποκρυπτογραφήσεις, τις σιχτιρίζεις και τις πετάς, αποφάσισα να επιχειρήσω — και ενώ όξω ένας κοπρόσκυλος γκάριζε κυνηγώντας τη σκουπιδιάρα, πράγμα που σημαίνει ότι η ώρα ήταν τέσσερις με τέσσερις και τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα — να προβώ στη συγγραφή του αδικοχαμένου θύματος της βαρεμάρας του συγγραφέως διηγήματός μου, με τίτλο
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΛΗΣΤΕΙΑ.
Γιατί πράγματι, μέσα σε κάτι χαρτιά μέσα, κι ανάμεσα στην ορφανή παράγραφο “Μην κοροϊδεύετε τους γέροι”, τη λυρική σονάτα με τίτλο “Ερωτηματολόγιο”, το ορχηστρικό “The Three Seas”, και το από σπόντα προφητικό “Anamae Sh’ Ash Allah!” (ένα φτοβιογραφικό γραφτό, θύμα κι αυτό της βαρεματαιότητας), βρήκα τον άταφο σκελετό τού γραπτού εκείνου που θα έφερε τον τίτλο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΛΗΣΤΕΙΑ.
Ο σκελετός ενός διηγήματος, οφείλω να πω, διαφέρει από (και προς) το σκελετό ενός πλάσματος ως προς το εξής: Ενώ ο σκελετός του πλάσματος συνήθως προσδιορίζει ό,τι έχει απομείνει από ένα ολόκληρο σώμα, του οποίου το δέρμα, τη σάρκα και τα όργανα ο σκελετός αποβάλλει μετά το πέρας της λειτουργίας των, ή -αν προτιμάτε- ευγενικά παραχωρεί προς ανααποσύνθεση, ο σκελετός του διηγήματος αντιθέτως αναμένει/αδημονεί να ενδυθεί τη “σάρκα” που του επιφυλάσσεται, καθώς και όλα εκείνα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά που θα του προσδώσουν ξεκάθαρη και οριστική μορφή και υφή, τις οποίες προς το παρόν σχηματικά μόνο υπαινίσσεται` συνεπώς ο σκελετός ενός διηγήματος προσδιορίζει κάτι το οποίο πρόκειται να γίνει (αν γίνει), και άρα ομοιάζει περισσότερο με εμβρυακό ον παρά με ον πεθαμένο και λιωμένο. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για το σκελετό των τραγουδιών, το σκελετό των οικοδομών, όχι όμως και για το σκελετό των γυαλιών.
Πάντως, ξαναντικρίζοντας το σκελετό της “Πνευματικής Ληστείας” να κείτεται ξεκάρφωτος σ’ ένα χαρτί ξ’ανανατρίχιασα. Γιατί είχα ψιλοξεχάσει ότι αυτός ο σκελετός υπήρχε τόσα χρόνια κάπου εδώθε φιλοδοξώντας να υπάρξει, και το άχαρο καθήκον που είχα — να τον κάνω να υπάρξει εγώ, να τον ντύσω με λογοτεχνική σάρκα — σε συνδιασμό με την αντανακλαστική βαρεμάρα και το αβυσσαλύχτημα του σκύλου απ’ έξω που είχε λυσσάξει να μου σπάσει τ’ αρχίδια, με καταφρίκαραν!
Δεν άντεξα στιγμή περισσότερο να γράφω σκυμμένος πάνω από ένα σκέλεθρο ακούγοντας το γάβγισμα του αλήτη του θανάτου, και όρμηξα έξω να κυνηγήσω -ή και να βρίσω- το σκύλο. Αλλά την ίδια ώρα, η σκουπιδιάρα που -λογω της πληθώρας ντενεκέδων στην εγγύς περιοχή μας- κόβει βόλτες επί το μίνιμουμ δεκαπέντε εφιαλτικά λεπτά γαμώντας μας τα ψυχικά μας πρέκια, έσκασε πάλι μύτη στη γωνιά. Αυτόν λοιπόν που παράτησε το άδειο μπουκάλι μπύρα στα σκαλιά μας δεν τον συγχωρώ μονάχα, τον ευχαριστώ θερμά. Το άρπαξα με ω, τι χαρά, αδιαφόρησα για το σκύλο, και στόχευσα κατευθείαν στην αιτία του κακού. Ωραίο πράγμα ο ήχος του εύστοχου γυαλιού, όταν προσκρούει αλάθητα και δίκαια στο μέταλλο` γαμώ το κέρατο μου! Το παράξενο είναι ότι ενώ εγώ (αμέσως μόλις έσκασε το μπουκάλι στη σκουπιδιάρα) τη σκαπούλαρα συνετά πίσω απ’ τη μάντρα, κανείς δεν έσπευσε να με κυνηγήσει ή να με ψάξει. Δεν αποκλείεται να μην έδωσαν καν σημασία μέσα στην τόση εκκωφαντική φασαρία. Όπως και να ‘χει, εγώ περίμενα ν’ απομακρυνθούνε προτού ξεταμπουρωθώ, γιατί άλλωστε δεν έχω τίποτα με τους σκουπιδιάρηδες, εγώ τη σκουπιδιάρα κατηγοράω, όχι όμως και να τις φάω…
Επιστρέφοντας μέσα, κοίταξα το σκελετό με μεγαλύτερη ηρεμία και πήγα σιγά-σιγά να τον ψηλαφίσω, αλλά κόντευε πέντε και άρχισαν τσούπου-τσούπου τα πουλάκια να κελαηδούν.
Τα πουλάκια δεν μ’ ενοχλούν, πουλάκια είναι, γιατί να μην κελαηδούν; Να κελαηδούν όσο θέλουν, πολύ το χαίρομαι` απλώς είναι που όταν αρχίζουν λάου λάου να τιτιβίζουν σημαίνει πως η ώρα πήγε πιά πέντε με πέντε και, και άρα τα πουλάκια προϋπαντάνε τα φορτηγάκια που έρχονται.
Τα φορτηγά αρχίζουν να ‘ρχονται λίγο μετά τις πέντε για ν’ ανεφοδιάσουν το απέναντι σούπερ μάρκετ (όπως επίσης και άλλα γειτονικά μαγαζιά), και όσο να ‘ναι, δεν είναι αθόρυβα. Περ’ απ’ αυτό, όμως, νιώθω την ανάγκη να σημειώσω και τα εξής: Εν πρώτοις, τα φορτηγά που έρχονται κάθε μέρα να με ταράξουν και να με πρήξουν αδυσώπητα, ανήκουν σε μια εταιρία η οποία συμπτωματικά φέρει το ίδιο όνομα με τον τίτλο κάτω απ’ τον οποίο στεγάζω τις φωτογραφικές και λοιπές οπτικές μου δραστηριότητες -τους βιντεοπίνακες, τα λεγόμενα “εικονόφωνα” κλπ- που εδώ επιτρέψτε μου να ονομάσω σχηματικά “Φ-Χ-Ψ”. Και κατά δεύτερον, πρέπει να πω ότι δεν έμενα πάντα εδώ που μένω τώρα. Παλιότερα έμενα σ’ ένα διαμέρισμα στην εκ διαμέτρου αντίθετη πλευρά της πόλεως μας, μακριά, πολύ μακριά. Εκεί λοιπόν δεν ήταν άσχημα, μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα: Ακριβώς φάτσα από το σπίτι μου βρισκόντουσαν τα υπόστεγα της εταιρίας “Φ-Χ-Ψ” (!), απ’ όπου και εξορμούσαν καθημερινά -μεσ’ στα μαύρα μεσάνυχτα- καμαρω΄τα μαρσάρωντας, ακριβώς τα ίδια φορτηγά που έρχονται και τώρα -για να γαμήσουν το φτωχό μυαλό μου- μπροστά στη νέα κατοικία μου! Αυτό τι σας λέει;!!!; Βέβαια, αν κανείς σκεφτεί ότι εκεί που έμενα παλιά το κακό ήταν διπλό μια και τα φορτηγά όχι μόνο εξορμούσαν ηρωικά το πρωί, αλλά και επανεφορμούσαν θριαμβευτικά το μεσημεροαπόγευμα, θα μπορούσε να υποθέσει πως εδώ που μένω τώρα έχω επιτύχει μια σημαντική βελτίωση, και άρα έχω ενισχύσει την ψυχική μου ηρεμία -ή έστω έχω γιατρέψει την ψυχική μου παράνοια- κατά ποσοστό της τάξεως του 50%. Όμως ένας τέτοιος υπολογισμός δε θα ήταν ακριβής, γιατί δε συνυπολογίζει τα λεωφορεία!..
Και πράγματι, μέχρι προτίνος δεν περνούσε από τη γειτονιά μας -ούτε και σε ακτίνα τριών τετραγώνων- κανένα λεωφορείο. Φέτος όμως μεταφέρθηκε όλη μαζί η αφετηρία των λεωφορείων -κορμού και τοπικών- λίγα μόλις μέτρα έξω απ’ την πόρτα μου. Πιό συγκεκριμένα, τα λεωφορεία για να φύγουν, ακολουθώντας την πορεία τους πρέπει πρώτα να κάνουν μια επιτόπια στροφή 180 μοιρών κλάνοντας καυσαέριο και μουγκρίζοντας αισχρά, πράγμα που φυσικά συμβαίνει έξω ακριβώς από το παραθύρι μου (γιατί όχι και μέσα;). Επειδή όμως στο σημείο αυτό σταθμεύουν αναρίθμητα αυτοκίνητα -λόγω της ύπαρξης του supermarket και πλήθους άλλων καταστημάτων- καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας προκαλούνται ατελείωτα και παροιμιώδη μπλοκαρίσματα, διαπληκτισμοί, και εξωπραγματοφρενικά χορωδιακά κορναρίσματα. Δύο πράγματα λοιπόν είναι προφανή: Πρώτον, σε ποιό δρόμο μένω (*Κολάσεως και κλαπαταγής γωνία), και δεύτερον ότι είμαι/ανήκω σ’ αυτούς που παροτρύνουν-εκλιπαρούν τους λεωφορειατζήδες να απεργήσουν.
Ευτυχώς όμως, κατά τα μεσάνυχτα τα δρομολόγια σταματούν, και απομένει μόνο ο θόρυβος από το μηχανοκίνητο στόλο της απέναντι πιτσαρίας, θόρυβος ο οποίος μόνο τότε γίνεται ενοχλητικός, μιας και κατά τις προηγούμενες ώρες υπερσκεπάζεται από άλλους δυνατότερους, και στη δομή της industrial ενορχήστρωσης περιορίζεται σε ρόλο σεκόντου. Γύρω στις μία με μιάμιση, τα μηχανάκια, αφού ολοκληρώσουν κι αυτά το solo τους παύουν να πηγαινοέρχονται και με ένα εντυπωσιακό γκαζοφινάλε αποσύρονται, επανερχόμενα όμως συχνά για encore, παρ’ όλο που κανείς δεν τα μπίζαρε.
Κάπου μέχρι τις δυόμισι και βάλε, σχολνάνε κι οι τελευταίοι μεθύστακες του γωνιακού ουζερί. Βγαίνουν απέ το ουζερί, τα χώνουν όσο μπορούν, μπαίνουν στ’ αμάξια τους, τσιτώνουν το volume στα σουξέ της εποχής, ρίχνουν και μερικά σπινιαρίσματα-πλατείες-γενικές κωλιές, και εξαφανίζονται. Καλώς εχόντων των πραγμάτωνε λοιπόν, (η ώρα τρεις), έχουμε γύρω στη μία, πολύτιμη και μονάκριβη ώρα ησυχίας ημερησίως. Στις τέσσερις ξανασκάει μύτη η σκουπιδιάρα, έρχονται τρέχοντας να την υποδεχτούνε οι σκύλοι, φτάνουν τα φορτηγά, αρχινίζουν τα λεωφορεία, και ούτω καθεξής. Κάθε Τρίτη έχουμε και λαϊκή αγορά.
Τουτέστιν, τέλος πάντων, επειδή είναι βουβός ο πόνος και επειδή γίναμε γραφικοί, να το πω απλά:
Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να κάτσω σαν άνθρωπος και να γράψω το πτωχό αφιλόδοξο μου διήγημα με τίτλο
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΑΛΑΚΙΑ,
αλλά θα πρέπει πρώτα να μετακομίσω ξανά, γι’ αυτό και επιφυλάσσομαι. Όταν έχω -ο Θεός πρώτα- κάτι νεότερο, αμέσως θα σας ενημερώσω. Ζητώ την κατανόηση σας, ή έστω τη συνδρομή σας με ένα καλό ζευγάρι ωτοασπίδες, γιατί οι φτηνές του εμπορίου μου προκαλέσανε αλλεργίες στ’ αυτιά.
Για την ιστορία θα αναφέρω ότι η ιστορία της “Πνευματικής ληστείας”, όπως μαρτυρά ο δόλιος σκελετός της -που λίγο πριν σκάσει μύτη η σκουπιδιάρα ανακάλυψα- αφορά μιά φανατική και ταγμένη σπείρα εθελοντών ηλιθίων, που προβαίνει σε σπίτια διανοιοσόφων, δικηγόρων, κριτικών τέχνης και άλλων κακοποιών του κόσμου των γραμμάτων ή/και του πνεύματος καθώς και των πάντος είδους φορέων και ασθενών της κουλτούρας και υπό την απειλή της φράσεως “το μυαλό σου ή τη ζωή σου”, τους αποβλακώνει για το καλό το δικό τους και της ανθρωπότητας. Το τι συμβαίνει με τα λάφυρα αλλά και την παραιτέρω πλοκή της υπόθεσης επιτρέψτε μου προς το παρών να το αποκρύψω, αφού δεν εντόπισα τίποτε σχετικό εις τις πρόχειρες σημειώσεις μου.
Από την άλλη, όλο αυτό το εφιαλτικά ηχορρυπαντικό σκηνικό, αυτό το τσίρκο του θορύβου που είμαι αναγκασμένος καθημερινά να υφίσταμαι, δεν αποτελεί εναντίον μου πνευματικό έγκλημα; Δεν είναι εντέλει μια εις βάρος μου,
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΛΗΣΤΕΙΑ;
Ιωάννηζζζ Παραντώνης.
Καραψυχολόγος, φραγκαναλυτής.
3 σχόλια:
Τον αγαπώ και δεν ξέρω που να τον βρω αυτόν τον άνθρωπο. Το πιο αγαπημένο μου βιβλίο.
Χριστίνα, γιατί δεν μας στέλνεις ένα μέιλ μήπως μπορέσουμε να κάνουμε κάτι;
Ο άνθρωπος είναι απλά κορυφαίος. Εξαιρετικά εφυές το γράψιμό του, όσο κι αν φαίνεται αστείο ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Χρήζει ιδιαίτερης φιλολογικής προσέγγισης. Δεν μπορώ να βρω καμιά πληροφορία για τον Γιάννη Καραντώνη!!! Και μάλλον μάταια περιμένω να εκδοθεί κάτι ακόμη από εκείνον.
Δημοσίευση σχολίου