1.5.98

Ιβάν Τουργκένιεφ • Η Μουμού

 Σειρά: Κλασική βιβλιοθήκη #4
Μετάφραση (από τη γαλλική): Έφη Κορομηλά
Εικονογράφηση: Λάζαρος Ζήκος
Επίμετρο: ­Pierre Lartigue
σσ. 72, σχήμα 13 × 20,5 εκ., έκδοση χαρτόδετη
I S B N: 960-537-007-7,
Απόπειρα, Μάιος 1998


­Pierre ­Lartigue
Ένα σύντομο γάβγισμα
(Το Επίμετρο της έκδοσης)
Ιδιοκτήτρια του Σπασκόγιε, ενός από τα πιο πλούσια  κτή­μα­τα του ­Οριόλ, η Βαρ­βά­ρα Πε­τρόβ­να, η μη­τέ­ρα τού Τουρ­γκέ­νιεφ, δια­φε­ντε­ύ­ει τον κό­σμο της με σι­δε­ρέ­νια πυγ­μή.
Κα­θι­σμέ­νη σε μια με­γά­λη, μα­λα­κιά πο­λυ­θρό­να, το­πο­θε­τη­μέ­νη πά­νω σ’ ένα βά­θρο, πα­ρα­χω­ρεί ακρο­ά­σεις παί­ζο­ντας στα δά­χτυ­λά της ένα κο­μπο­λόι.  Χα­ρί­ζει την εύ­νοιά της σε κά­ποιον από τους αν­θρώ­πους της για να τον χτυ­πή­σει μετά με τη δυ­σμέ­νειά της. Μοι­ρά­ζει σω­μα­τι­κές ποι­νές. Πότε φωνάζει, πότε  κλαί­ει, όπως κά­νουν, φαί­νε­ται, οι ρω­σί­δες κυ­ρίες της τά­ξης της.
Εδώ πρέ­πει να πο­ύ­με ότι η ιστο­ρία της ­ήταν τρα­γι­κή : στα δε­κα­έ­ξι της χρό­νια ο πα­τριός της προ­σπά­θη­σε να τη βιά­σει. Εκεί­νη ανα­γκά­στη­κε να φύ­γει με τα πό­δια μέ­σα στο χιό­νι και να κα­τα­φύ­γει στο Σπα­σκό­γιε. Διω­κό­με­νη, διώκ­τρια, το θύ­μα έγι­νε τύ­ραν­νος. Στα τε­λευ­ταία της χρό­νια, σε βα­θιά γη­ρα­τειά, προ­σπα­θεί ακό­μη να απο­κλη­ρώ­σει τον γιο της, αλ­λά τε­λι­κά πε­θαί­νει τον Νο­έμ­βριο του 1850.
Συγκλονισμέ­νος από την ανά­γνω­ση του προ­σω­πι­κού ημε­ρο­λο­γί­ου της μη­τέ­ρας του, ο Τουρ­γκέ­νιεφ γρά­φει σε μια επι­στο­λή του ­στην ­Pauline ­Viardot :
Τι γυ­ναί­κα, φί­λη μου, τι γυ­ναί­κα ! Όλη τη νύ­χτα δεν μπό­ρε­σα να κλεί­σω μά­τι. Ας τη συγ­χω­ρέ­σει ο Θεός… Όμως, τι ζωή !
Όσον αφο­ρά τον ­ίδιο, ο Τουρ­γκέ­νιεφ ­έχει δια­λέ­ξει στρα­τό­πε­δο : θέ­λει τη χει­ρα­φέ­τη­ση των δου­λο­πά­ροι­κων.
Οι θλι­βε­ρές ανα­μνή­σεις των παι­δι­κών του χρό­νων δεν τον απο­κό­βουν τε­λείως από το Σπα­σκό­γιε, που θα το αγα­πά πά­ντα :
Ο κή­πος του κτή­μα­τος […] ­ήταν πο­λύ πα­λιός και πο­λύ με­γά­λος κι από τη μια πλευ­ρά τε­λεί­ω­νε σε μια λί­μνη με τρε­χο­ύ­με­νο νε­ρό γεμάτη κω­βιούς, καθώς και πραγ­μα­τι­κές κω­βί­τες,* που σή­με­ρα ­έχουν σχε­δόν εξα­φα­νι­στεί.
Κά­θε φο­ρά που επι­στρέ­φει από την Ευ­ρώ­πη, έρ­χε­ται εδώ για να κυ­νη­γή­σει μπε­κά­τσες στα δά­ση με τις φλα­μου­ριές, και να φλυα­ρή­σει με τους κυ­νη­γούς. Του αρέ­σει η ρώ­σι­κη γλώσ­σα που μι­λά­νε ­στον κά­μπο.
Από την ­Αγία Πε­τρο­ύ­πο­λη, τον Φε­βρου­ά­ριο του 1852, ανα­κοι­νώ­νει ­στην Πω­λίν Βιαρ­ντό ένα γε­γο­νός, που μέ­σα από διά­φο­ρες εξε­λί­ξεις, τον οδη­γεί να γρά­ψει τη Μουμού :
Μας χτύ­πη­σε μια πο­λύ με­γά­λη δυ­στυ­χία. Ο Γκό­γκολ πέ­θα­νε στη Μό­σχα· πέ­θα­νε ­αφού τα έκα­ψε όλα, όλο το δε­ύ­τε­ρο τό­μο των Νε­κρών ψυ­χών, ένα σω­ρό πράγ­μα­τα ήδη τε­λειω­μέ­να ή αρ­χι­νι­σμέ­να, τα πά­ντα τέ­λος πά­ντων.
Για μας ­ήταν πο­λύ πα­ρα­πά­νω από ένας ­απλός συγ­γρα­φέας — μας απο­κά­λυ­ψε τον ­ίδιο μας τον εαυ­τό — ­ήταν, κα­τά πολλές έν­νοιες, ο συ­νε­χι­στής του Με­γά­λου Πέ­τρου…
Στις 4 Μαρ­τί­ου δί­νει λε­πτο­μέ­ρειες για τις συν­θή­κες αυ­τού του θα­νά­του :
Τα έκα­ψε όλα και ­αφού τέ­λειω­σε την ηθι­κή αυ­τή αυ­το­κτο­νία, ξά­πλω­σε για να μην ξα­να­ση­κω­θεί πο­τέ. Μου εί­ναι αδύ­να­το να σου μι­λή­σω για τις αι­τίες αυ­τής της τρο­με­ρής από­φα­σης· αρ­κεί να ξέ­ρεις ότι ο θά­να­τός του ­ήταν τρα­γι­κός, για­τί ­ήταν ηθε­λη­μέ­νος. Ήταν το απο­τέ­λε­σμα μιας μα­κράς οδυ­νη­ρής και σπαρακτικής πά­λης.
Δεν άφη­σαν να βά­λουν το φέ­ρε­τρο στη νε­κρο­φό­ρα. Ο κό­σμος το σή­κω­σε ­στους ­ώμους και το πή­γε ως το νε­κρο­τα­φείο, που απέχει έξι βέρ­στια από την εκ­κλη­σία.
Φα­ντά­σου ότι η εδώ λο­γο­κρι­σία απα­γο­ρε­ύ­ει ήδη να ανα­φέ­ρε­ται το όνο­μά του.
Αυ­τό το εκτε­τα­μέ­νο από­σπα­σμα ρί­χνει φως στα γε­γο­νό­τα που ακο­λου­θο­ύν. Μην μπο­ρώ­ντας να μεί­νει σιω­πη­λός, ο Τουρ­γκέ­νιεφ γρά­φει ένα άρ­θρο για την εφη­με­ρί­δα  Νέα της ­Αγίας Πε­τρο­ύ­πο­λης.
Η λο­γο­κρι­σία το κό­βει. Εμ­φα­νί­ζε­ται όμως σύ­ντο­μα ­στην Εφη­με­ρί­δα της Μό­σχας. Στις 16 Απρι­λί­ου, συλ­λαμ­βά­νε­ται.
Μέ­σα στη φυ­λα­κή της Πετρούπολης, ­όπου τον έκλει­σαν έως τις 16 ­Μαΐου, γρά­φει τη  Μου­μού.
Το διή­γη­μα στη­ρί­ζε­ται σε δύο χα­ρα­κτή­ρες και μία μι­κρή σκυ­λί­τσα. Η χή­ρα αρι­στο­κρά­τισ­σα με το πο­λυά­ριθ­μο υπη­ρε­τι­κό προ­σω­πι­κό μοιά­ζει σαν δυο στα­γό­νες νε­ρό με την τρο­με­ρή μη­τέ­ρα του Τουρ­γκέ­νιεφ, ενώ, κω­φά­λα­λος εκ γε­νε­τής, ο Γε­ρά­σι­μος, ένα εί­δος αρ­κο­ύ­δας, εί­ναι ο τέ­λειος εκ­πρό­σω­πος της τά­ξης των μου­ζί­κων, που δεν ­έχει δι­καί­ω­μα λό­γου αλ­λά εί­ναι κα­λή για να κά­νει όλες τις δου­λειές.
Η χή­ρα απο­φα­σί­ζει για όλα. Πα­ντρε­ύ­ει τους υπη­ρέ­τες. «… θα γί­νει ό,τι απο­φα­σί­σεις εσύ, κυ­ρά». Έτσι, ο Γε­ρά­σι­μος ερω­τε­ύ­ε­ται μια γυ­ναί­κα που τη δί­νουν σε άλ­λον σύ­ζυ­γο, και ύστε­ρα μια σκυ­λίτσα που την πνί­γει στο πο­τά­μι και η ­οποία ακο­ύ­ει στο συ­νη­θι­σμέ­νο και οι­κείο όνο­μα Μου­μο­ύ­να. Ας μη διηγηθούμε όμως την ιστο­ρία.
Όταν βγαί­νει από τη φυ­λα­κή, εί­ναι ανα­γκα­σμέ­νος να μεί­νει στο κτή­μα του στο Σπα­σκό­γιε.
Χω­ρίς με­γά­λες ελ­πί­δες προ­τεί­νει τη  Μου­μού ­στους εκ­δό­τες, αλ­λά δεν θα ήταν καλύτερα να σω­πά­σει για λί­γο και­ρό ;
Όταν, τον Μάρ­τιο του 1854, η  Μου­μού εμ­φα­νί­ζε­ται ­στο περιοδικό  Ο Σύγ­χρο­νος (Σοβρεμέννικ), ­στον λο­γο­κρι­τή που την άφη­σε να πε­ρά­σει απαγ­γέλ­λε­ται κα­τη­γο­ρία. Δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ο ­ίδιος ο Γκον­τσά­ρωφ δεν τολ­μά να επι­τρέ­ψει την επα­ναδημο­σίευ­σή της.
Η καρ­διά όμως του ανα­γνώ­στη χτυ­πά μα­ζί μ’ αυ­τή του κα­τα­πιε­σμέ­νου χω­ρι­κού. Το σύ­ντο­μο γά­βγι­σμα της φτω­χής Μου­μού οδη­γεί ­στον επα­να­προσ­διο­ρι­σμό των σχέ­σε­ων με­τα­ξύ δου­λο­πά­ροι­κων και αφε­ντά­δων.
Αλ­λά αυ­τό θα γί­νει αρ­γό­τε­ρα. Καη­μέ­νη Ρω­σία !
Ο Τουρ­γκέ­νιεφ βά­ζει ένα γκρί­ζο σα­κά­κι για να πα­ρου­σια­στεί μπρο­στά ­στην Πω­λίν.
___________
* Κω­βί­τη η οφιο­ει­δής : ψά­ρι των γλυ­κών νε­ρών — σ.τ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: