Σειρά: Κλασική βιβλιοθήκη #4
Μετάφραση (από τη γαλλική): Έφη Κορομηλά
Εικονογράφηση: Λάζαρος Ζήκος
Επίμετρο: Pierre Lartigue
σσ. 72, σχήμα 13 × 20,5 εκ., έκδοση χαρτόδετη
I S B N: 960-537-007-7,
Απόπειρα, Μάιος 1998
Pierre Lartigue
Ιδιοκτήτρια του Σπασκόγιε, ενός από τα πιο πλούσια κτήματα του Οριόλ, η Βαρβάρα Πετρόβνα, η μητέρα τού Τουργκένιεφ, διαφεντεύει τον κόσμο της με σιδερένια πυγμή.
Καθισμένη σε μια μεγάλη, μαλακιά πολυθρόνα, τοποθετημένη πάνω σ’ ένα βάθρο, παραχωρεί ακροάσεις παίζοντας στα δάχτυλά της ένα κομπολόι. Χαρίζει την εύνοιά της σε κάποιον από τους ανθρώπους της για να τον χτυπήσει μετά με τη δυσμένειά της. Μοιράζει σωματικές ποινές. Πότε φωνάζει, πότε κλαίει, όπως κάνουν, φαίνεται, οι ρωσίδες κυρίες της τάξης της.
Εδώ πρέπει να πούμε ότι η ιστορία της ήταν τραγική : στα δεκαέξι της χρόνια ο πατριός της προσπάθησε να τη βιάσει. Εκείνη αναγκάστηκε να φύγει με τα πόδια μέσα στο χιόνι και να καταφύγει στο Σπασκόγιε. Διωκόμενη, διώκτρια, το θύμα έγινε τύραννος. Στα τελευταία της χρόνια, σε βαθιά γηρατειά, προσπαθεί ακόμη να αποκληρώσει τον γιο της, αλλά τελικά πεθαίνει τον Νοέμβριο του 1850.
Συγκλονισμένος από την ανάγνωση του προσωπικού ημερολογίου της μητέρας του, ο Τουργκένιεφ γράφει σε μια επιστολή του στην Pauline Viardot :
Τι γυναίκα, φίλη μου, τι γυναίκα ! Όλη τη νύχτα δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Ας τη συγχωρέσει ο Θεός… Όμως, τι ζωή !
Όσον αφορά τον ίδιο, ο Τουργκένιεφ έχει διαλέξει στρατόπεδο : θέλει τη χειραφέτηση των δουλοπάροικων.
Οι θλιβερές αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων δεν τον αποκόβουν τελείως από το Σπασκόγιε, που θα το αγαπά πάντα :
Από την Αγία Πετρούπολη, τον Φεβρουάριο του 1852, ανακοινώνει στην Πωλίν Βιαρντό ένα γεγονός, που μέσα από διάφορες εξελίξεις, τον οδηγεί να γράψει τη Μουμού :
Μας χτύπησε μια πολύ μεγάλη δυστυχία. Ο Γκόγκολ πέθανε στη Μόσχα· πέθανε αφού τα έκαψε όλα, όλο το δεύτερο τόμο των Νεκρών ψυχών, ένα σωρό πράγματα ήδη τελειωμένα ή αρχινισμένα, τα πάντα τέλος πάντων.
Για μας ήταν πολύ παραπάνω από ένας απλός συγγραφέας — μας αποκάλυψε τον ίδιο μας τον εαυτό — ήταν, κατά πολλές έννοιες, ο συνεχιστής του Μεγάλου Πέτρου…
Στις 4 Μαρτίου δίνει λεπτομέρειες για τις συνθήκες αυτού του θανάτου :
Η λογοκρισία το κόβει. Εμφανίζεται όμως σύντομα στην Εφημερίδα της Μόσχας. Στις 16 Απριλίου, συλλαμβάνεται.
Μέσα στη φυλακή της Πετρούπολης, όπου τον έκλεισαν έως τις 16 Μαΐου, γράφει τη Μουμού.
Το διήγημα στηρίζεται σε δύο χαρακτήρες και μία μικρή σκυλίτσα. Η χήρα αριστοκράτισσα με το πολυάριθμο υπηρετικό προσωπικό μοιάζει σαν δυο σταγόνες νερό με την τρομερή μητέρα του Τουργκένιεφ, ενώ, κωφάλαλος εκ γενετής, ο Γεράσιμος, ένα είδος αρκούδας, είναι ο τέλειος εκπρόσωπος της τάξης των μουζίκων, που δεν έχει δικαίωμα λόγου αλλά είναι καλή για να κάνει όλες τις δουλειές.
Η χήρα αποφασίζει για όλα. Παντρεύει τους υπηρέτες. «… θα γίνει ό,τι αποφασίσεις εσύ, κυρά». Έτσι, ο Γεράσιμος ερωτεύεται μια γυναίκα που τη δίνουν σε άλλον σύζυγο, και ύστερα μια σκυλίτσα που την πνίγει στο ποτάμι και η οποία ακούει στο συνηθισμένο και οικείο όνομα Μουμούνα. Ας μη διηγηθούμε όμως την ιστορία.
Όταν βγαίνει από τη φυλακή, είναι αναγκασμένος να μείνει στο κτήμα του στο Σπασκόγιε.
Χωρίς μεγάλες ελπίδες προτείνει τη Μουμού στους εκδότες, αλλά δεν θα ήταν καλύτερα να σωπάσει για λίγο καιρό ;
Όταν, τον Μάρτιο του 1854, η Μουμού εμφανίζεται στο περιοδικό Ο Σύγχρονος (Σοβρεμέννικ), στον λογοκριτή που την άφησε να περάσει απαγγέλλεται κατηγορία. Δυο χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Γκοντσάρωφ δεν τολμά να επιτρέψει την επαναδημοσίευσή της.
Η καρδιά όμως του αναγνώστη χτυπά μαζί μ’ αυτή του καταπιεσμένου χωρικού. Το σύντομο γάβγισμα της φτωχής Μουμού οδηγεί στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων μεταξύ δουλοπάροικων και αφεντάδων.
Αλλά αυτό θα γίνει αργότερα. Καημένη Ρωσία !
Ο Τουργκένιεφ βάζει ένα γκρίζο σακάκι για να παρουσιαστεί μπροστά στην Πωλίν.
___________
* Κωβίτη η οφιοειδής : ψάρι των γλυκών νερών — σ.τ.μ.
Μετάφραση (από τη γαλλική): Έφη Κορομηλά
Εικονογράφηση: Λάζαρος Ζήκος
Επίμετρο: Pierre Lartigue
σσ. 72, σχήμα 13 × 20,5 εκ., έκδοση χαρτόδετη
I S B N: 960-537-007-7,
Απόπειρα, Μάιος 1998
Pierre Lartigue
Ένα σύντομο γάβγισμα
(Το Επίμετρο της έκδοσης)
Ιδιοκτήτρια του Σπασκόγιε, ενός από τα πιο πλούσια κτήματα του Οριόλ, η Βαρβάρα Πετρόβνα, η μητέρα τού Τουργκένιεφ, διαφεντεύει τον κόσμο της με σιδερένια πυγμή. Καθισμένη σε μια μεγάλη, μαλακιά πολυθρόνα, τοποθετημένη πάνω σ’ ένα βάθρο, παραχωρεί ακροάσεις παίζοντας στα δάχτυλά της ένα κομπολόι. Χαρίζει την εύνοιά της σε κάποιον από τους ανθρώπους της για να τον χτυπήσει μετά με τη δυσμένειά της. Μοιράζει σωματικές ποινές. Πότε φωνάζει, πότε κλαίει, όπως κάνουν, φαίνεται, οι ρωσίδες κυρίες της τάξης της.
Εδώ πρέπει να πούμε ότι η ιστορία της ήταν τραγική : στα δεκαέξι της χρόνια ο πατριός της προσπάθησε να τη βιάσει. Εκείνη αναγκάστηκε να φύγει με τα πόδια μέσα στο χιόνι και να καταφύγει στο Σπασκόγιε. Διωκόμενη, διώκτρια, το θύμα έγινε τύραννος. Στα τελευταία της χρόνια, σε βαθιά γηρατειά, προσπαθεί ακόμη να αποκληρώσει τον γιο της, αλλά τελικά πεθαίνει τον Νοέμβριο του 1850.
Συγκλονισμένος από την ανάγνωση του προσωπικού ημερολογίου της μητέρας του, ο Τουργκένιεφ γράφει σε μια επιστολή του στην Pauline Viardot :
Τι γυναίκα, φίλη μου, τι γυναίκα ! Όλη τη νύχτα δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Ας τη συγχωρέσει ο Θεός… Όμως, τι ζωή !
Όσον αφορά τον ίδιο, ο Τουργκένιεφ έχει διαλέξει στρατόπεδο : θέλει τη χειραφέτηση των δουλοπάροικων.
Οι θλιβερές αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων δεν τον αποκόβουν τελείως από το Σπασκόγιε, που θα το αγαπά πάντα :
Ο κήπος του κτήματος […] ήταν πολύ παλιός και πολύ μεγάλος κι από τη μια πλευρά τελείωνε σε μια λίμνη με τρεχούμενο νερό γεμάτη κωβιούς, καθώς και πραγματικές κωβίτες,* που σήμερα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί.Κάθε φορά που επιστρέφει από την Ευρώπη, έρχεται εδώ για να κυνηγήσει μπεκάτσες στα δάση με τις φλαμουριές, και να φλυαρήσει με τους κυνηγούς. Του αρέσει η ρώσικη γλώσσα που μιλάνε στον κάμπο.
Από την Αγία Πετρούπολη, τον Φεβρουάριο του 1852, ανακοινώνει στην Πωλίν Βιαρντό ένα γεγονός, που μέσα από διάφορες εξελίξεις, τον οδηγεί να γράψει τη Μουμού :
Μας χτύπησε μια πολύ μεγάλη δυστυχία. Ο Γκόγκολ πέθανε στη Μόσχα· πέθανε αφού τα έκαψε όλα, όλο το δεύτερο τόμο των Νεκρών ψυχών, ένα σωρό πράγματα ήδη τελειωμένα ή αρχινισμένα, τα πάντα τέλος πάντων.
Για μας ήταν πολύ παραπάνω από ένας απλός συγγραφέας — μας αποκάλυψε τον ίδιο μας τον εαυτό — ήταν, κατά πολλές έννοιες, ο συνεχιστής του Μεγάλου Πέτρου…
Στις 4 Μαρτίου δίνει λεπτομέρειες για τις συνθήκες αυτού του θανάτου :
Τα έκαψε όλα και αφού τέλειωσε την ηθική αυτή αυτοκτονία, ξάπλωσε για να μην ξανασηκωθεί ποτέ. Μου είναι αδύνατο να σου μιλήσω για τις αιτίες αυτής της τρομερής απόφασης· αρκεί να ξέρεις ότι ο θάνατός του ήταν τραγικός, γιατί ήταν ηθελημένος. Ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς οδυνηρής και σπαρακτικής πάλης.Αυτό το εκτεταμένο απόσπασμα ρίχνει φως στα γεγονότα που ακολουθούν. Μην μπορώντας να μείνει σιωπηλός, ο Τουργκένιεφ γράφει ένα άρθρο για την εφημερίδα Νέα της Αγίας Πετρούπολης.
Δεν άφησαν να βάλουν το φέρετρο στη νεκροφόρα. Ο κόσμος το σήκωσε στους ώμους και το πήγε ως το νεκροταφείο, που απέχει έξι βέρστια από την εκκλησία.
Φαντάσου ότι η εδώ λογοκρισία απαγορεύει ήδη να αναφέρεται το όνομά του.
Η λογοκρισία το κόβει. Εμφανίζεται όμως σύντομα στην Εφημερίδα της Μόσχας. Στις 16 Απριλίου, συλλαμβάνεται.
Μέσα στη φυλακή της Πετρούπολης, όπου τον έκλεισαν έως τις 16 Μαΐου, γράφει τη Μουμού.
Το διήγημα στηρίζεται σε δύο χαρακτήρες και μία μικρή σκυλίτσα. Η χήρα αριστοκράτισσα με το πολυάριθμο υπηρετικό προσωπικό μοιάζει σαν δυο σταγόνες νερό με την τρομερή μητέρα του Τουργκένιεφ, ενώ, κωφάλαλος εκ γενετής, ο Γεράσιμος, ένα είδος αρκούδας, είναι ο τέλειος εκπρόσωπος της τάξης των μουζίκων, που δεν έχει δικαίωμα λόγου αλλά είναι καλή για να κάνει όλες τις δουλειές.
Η χήρα αποφασίζει για όλα. Παντρεύει τους υπηρέτες. «… θα γίνει ό,τι αποφασίσεις εσύ, κυρά». Έτσι, ο Γεράσιμος ερωτεύεται μια γυναίκα που τη δίνουν σε άλλον σύζυγο, και ύστερα μια σκυλίτσα που την πνίγει στο ποτάμι και η οποία ακούει στο συνηθισμένο και οικείο όνομα Μουμούνα. Ας μη διηγηθούμε όμως την ιστορία.
Όταν βγαίνει από τη φυλακή, είναι αναγκασμένος να μείνει στο κτήμα του στο Σπασκόγιε.
Χωρίς μεγάλες ελπίδες προτείνει τη Μουμού στους εκδότες, αλλά δεν θα ήταν καλύτερα να σωπάσει για λίγο καιρό ;
Όταν, τον Μάρτιο του 1854, η Μουμού εμφανίζεται στο περιοδικό Ο Σύγχρονος (Σοβρεμέννικ), στον λογοκριτή που την άφησε να περάσει απαγγέλλεται κατηγορία. Δυο χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Γκοντσάρωφ δεν τολμά να επιτρέψει την επαναδημοσίευσή της.
Η καρδιά όμως του αναγνώστη χτυπά μαζί μ’ αυτή του καταπιεσμένου χωρικού. Το σύντομο γάβγισμα της φτωχής Μουμού οδηγεί στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων μεταξύ δουλοπάροικων και αφεντάδων.
Αλλά αυτό θα γίνει αργότερα. Καημένη Ρωσία !
Ο Τουργκένιεφ βάζει ένα γκρίζο σακάκι για να παρουσιαστεί μπροστά στην Πωλίν.
___________
* Κωβίτη η οφιοειδής : ψάρι των γλυκών νερών — σ.τ.μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου