Από το περιοδικό Big Bang,
Τεύχος 1: Χειμώνας 1996–1997 (Μάρτιος 97)
Εκδότης: Γιώργος Γούλας
via Altfactor »»
Kατά τον καιρόν εκείνον, την εποχή των οικοπεδοφάγων της Ανταρκτικής, αφήχθηκαν με ιπτάμενα πούρα, όλοι μαζί κι εκεί που δεν το περίμενε κανείς, κάθε καρυδιάς καρύδι διάφορες ράτσες εξωγήινοι πραγματευτάδες σε 333 μεριές του πλανήτη όπου και στήσανε τες βάσεις τους και καμαρώνανε σα γύφτικα σκεπάρνια γιατί, όπως εδηλώσανε απαυτοί τους, ήνταν οι πιο όμορφες ράτσες του Γαλαξία — ενώ ήτο φανερόν τοις πάσει πως όλοι τους ήνταν ο ένας χειρότερος απ' τον άλλον τερατομούτσουνοι και σκεβρωμένοι και τους ετρέχανε και ποικιλόχρωμα σάλια απ' το στόμα τους.
Στην αρχή, ολάκερη η μισογκρεμισμένη πλέον ανθρωπότης ενόμιζαν ότι επιάσαν την καλή και ότι η εμφάνιση των εξωγήινων θα πει πως η Γη ήνταν ώριμη να ενταχθεί σε καμιάν γαλαχτικήν ομοσπονδίαν να βολευτούνε.
Αλλά αυτοί οι μουρόχαυλοι απαντούσανε με υπεκφυγές σε κάθε τέτοια νύξη από κυβερνήσεις της πυρκαϊάς και οργανισμούς της αποσύνθεσης, λέγοντας πως δεν είναι αρμόδιοι και ουδεμίαν ευθύνην φέρουν παρά εγκαταστήθηκαν στη Γη έτσι δια εμπορίαν.
Απ' ότι δε εξηγήσαν στους πρώτους ανθρώπους όπου συναπάντησαν, όταν αριβάρανε αρχικά με τα πούρα, και που τους κοιτάγανε οι δικοί μας χάσκοντες, τα ονόματά τους- αδύνατον να τα προφέρει μάτε κανένας- ήταν σα να λέγαμε "Ο Μετρητής των Κόκκων της Αμμου", "Ο Μετρητής των Μεταχειρισμένων Ψυχών" και τέτοια διάφορα.
Αρχινήσανε λοιπόν να πουλάνε χωρίς πρόβλημα ιπτάμενους δίσκους ατμοσφαίρας διαφόρων μεγεθών σε επιχειρηματίες και πλούσιους με αντάλλαγμα ποικίλα εμπορεύματα παράλογα, όπως κουρτίνες, αμπαζούρ, καθρέφτες, ανθοδοχεία, εταζέρες και τέτοια και μερικοί εξυπνάκηδες διαδίδανε πως πρόκειται για κάποια μεγάλη ομάδα αποτυχημένων διακοσμητών του γαλαχτικού κενού. Από όταν εστηλώσαν τες βάσεις τους εδιώξαν και τα ιπτάμενα πούρα τους καθότι από πάρτη τους για τα σούρτα-φέρτα πηγαινοερχόνταν με συστήματα μυστήρια τηλεπορδαίησιον λεγόμενα, και απ' τη μια βάση τους στην άλλη επί του πλανήτου και ανάμεσα στη Γη και το διάστημα. Στες βάσεις αυτές ήνταν στημένα μόνο τα κουφώματα απ' τες τηλεπόρτες τους όπου διάφοροι πονηροί προσπάθησαν να τα ξηλώσουν για να τα βουτήξουν ή να τα χαλάσουν πλην όμως δεν εκουνιόνταν με τίποτις, ούτε με πυρηνικές εκρήξεις- που δοκιμάστηκαν σ' ένα τηλεκούφωμα στημένο εις τους ατελείωτους αμμόλοφους της ερήμου της τέως Νιουγιόρκης.
Ούτε και ημπορούσεν κανείς μα κανένας να μπουκάρει μέσα σε τηλεπόρτα, είτε στα μουλωχτά, πλησιάζοντας τάχατες αδιάφορα, είτε βίαια, παίρνοντας φόρα, καθότι εις αχτίναν 2 μέτρων γύρω-γύρω απ' το κούφωμα άρχιζε να γίνεται αισθητό ένα απωθητικό πεδίον ατομοπύκνωσης, σαν σφαίρα από αόρατο καουτσούκ, που όσο έσπρωχνες τόσο πύκνωνε, και το ρεκόρ σμπρωξίματος, με πανίσχυρο λαζεροτρύπανο, ήντανε μόνο εικοσπέντε πόντοι. Αυτή η μέθοδος δοκιμάστηκε στο κούφωμα που είχεν εγκαταστηθεί στην Κυριαρχία της Ζυρίχης, μπροστά στες κλειστές μεγάλες τράπεζες, όπου μάλιστα εκείνην την ώρα πλησιάσανε και δυο απ'αυτούς τους εμβαγάσηδες κρατώντας τρεις άδειες κορνίζες ροκοκό και μια παραδοσιακή γύφτικη πλαστική καρέκλα υπαίθρου άσπρη, που θέλανε να τηλεάρουνε, ποιος ξέρει για πού, αλλά έτσι που είδανε το τσούρμο των τεχνικών να μαστορεύουνε με τες μηχανές τους, πούβγαζαν και πολλούς ατμούς και σπίθες, επήγανε μια βόλτα στη λίμνη με το βαποράκι και εξαναγυρίσανε αργότερα, όταν είχαν φύγει οι ανθρώποι με την ουρά στα σκέλη απ' την πόρτα τους, και τηλεάρανε με την ησυχία τους. Φαίνεται ότι κάτι θα φοράγανε κατάσαρκα- ή στη γούνα τους ή στα λέπια τους- οι εξωγήινοι που τους άφηνε να περνάνε τες τηλεπόρτες για να εξαφανίζονται ή να εμφανίζονται σαν μπάστακες. Επίσης πρέπει να κρύβανε επάνω τους και φορητές μικρογεννήτριες πεδίου ατομοπύκνωσης καθότι ήνταν παντελώς αδύνατον να τους πλησιάσει κανείς κοντύτερα από μισό μέτρο. Ομπρός σε τέτοιες μυστικές εφευρέσεις, η ανθρώπινη επιστήμη, όση είχεν απομείνει, εσήκωνε τα χέρια της.
Το λοιπόν στην Αθήνα της χαώδους αναρχοεξαθλίωσης, που όπως ηξεύρομεν εγούσταραν τα μάλα ως κουλέρ λοκάλ οι Γιαπωνέζοι ιδιοχτήτες της Ακροπόλεως, ετούτοι οι μη μου άπτου και σνομπάκηδες εξωγήινοι είχαν περιέργως στηλώσει μια τηλεπόρτα τους εις την θλιβερήν πλέον και εφιαλτικήν γειτονιά του Ψυρρή όπου εδυνάστευε ο ζοφερός Χερρ Προφέσσορ Ούλτριχ Ντελαλουά με το σουρνάμενο συνάφι του από διεστραμμένα και ανώμαλα ξεβράσματα της κολάσεως.
Γιατί εδιαλέξανε εκεί, και μάλιστα την ρημαγμένη και ανήλιαστη κάποτε γνωστήν και ως πλατεία Ηρώων, για να εδραιώσουν τηλεπόρτα; Ετούτη η μικρούτσικη πλατεία, όπου εντούτοις καταλήγουν ούτε λίγο ούτε πολύ έξι δρόμοι απ' όλα τα σημεία του ορίζοντος, ήνταν να ευφραίνεται η ψυχή σου πριν τόσα και τόσα χρόνια , με τα μονόροφα ή το πολύ διόροφα ασβεστωμένα καφενεία και σπιτάκια της και τα παραθυράκια και τα μπαλκονάκια με τους βασιλικούς και τες γαζίες και τους βαρύμαγκες, τους κουραδόμαγκες και τα κουτσαβάκια με το γαρέφαλον στ' αυτί και το καβουράκι στραβά, και με τα όπα τους, τα καψουρηλίκια τους, τα φίκια και μεταξωτές κορδέλλες, τα γεια-σπασάν, τες κάμες, τες καφτές, τους μπουχέσες, τα μπεσαλίκια, τες μπαμπεσιές και τόσα άλλα ατελείωτα ... ένας ολάκερος εύμορφος κόσμος αλλεώτικος. Αχ-βαχ, έτος δίσεχτο!
Ενώ, τότε που λέμε, ο όλος μαχαλάς είχεν σχεδόν καταντήσει πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι η δε πλατεία ήνταν σαν τον πάτο σκοτεινού πηγαδιού μ' όλες τες καταθλιπτικές, μισογκρεμισμένες κι έρημες πρώην υπερμοντέρνες πανύψηλες πολυκατοικίες όπου την περισφίγγανε από παντού.
Άσε και τα εκτρωματικά τέρατα του Χερρ Προφέσσορ όπου λυμαίνονταν όλα τα πέριξ και, απ' τη μέρα που οι εξωγήινοι εγκατέστησαν το κούφωμα της τηλεπόρτας τους στην πλατεία, άρχισαν να προσπαθάνε ακατάπαυστα, μπουλούκια-μπουλούκια, μουγκρίζοντας και τσιρίζοντας, σμπρώχνοντας και χτυπώντας, να διαπεράσουν την τηλεπόρτα ή να την γκρεμίσουν. Ποτέ δεν έλειπε αυτό το πανδαιμόνιο απ' την πλατεία Ηρώων εικοσιτέσερεις ώρες το εικοσιτετράωρο και παρόλον το ότι οι εμβαγάσηδες οι εξωγήινοι δεν είχαν κανένα πρόσκομμα μέσα από τον απαισιόμορφον αυτόν όχλο- όχι πως αυτονών το σουλούπι ήταν καλύτερο, το κακό τους το χάλι είχανε, όπως είπαμε- προστατευμένοι με τ' απωθητικά τους και να κάνουν τη δουλειά τους, εν τούτοις ήνταν πολύ διεστραμμένη αυτή η εκλογή χώρου. Τρέχα γύρευε όμως τι μυαλά κουμαντάρουν οι εξωγήινοι.
Πάντως, καθώς επαίρναγαν οι μέρες, ένας υποτιθέμενος παρατηρητής θα πρόσεχε πως οι εξωγήινοι που κυκλοφορούσαν και εμπαινόβγαιναν στην τηλεπόρτα του Ψυρρή ανήκανε σε πέντε μόνον είδη? ενώ σ' ολάκερον τον πλανήτη είχαν ως τότε εμφανιστεί 200 και βάλε διαφορετικές ράτσες. Επίσης αρχίσανε να χαζολογάνε και να σουλατσάρουνε ασκόπως στη γειτονιά και μάλιστα ν' ανεβαίνουνε στες ταράτσες των μισογκρεμισμένων πολυκατοικιών , και όπου αλλού υπήρχεν θέα της Ακροπόλεως, και κουβαλώντας μαζί τους καρεκλάκια και μαξιλαράκια, να στρώνονται παρέες-παρέες με τες ώρες τα δειλινά και να αγναντεύουν τον Ιερόν Βράχον, αργοπίνοντας από γυάλινους σωλήνες κάτι σαν καφεδάκι δικό τους, μέχρις ότου τους έπαιρνεν ο ύπνος και γέρνανε στα μαξιλαράκια πάνω στα φθαρμένα τσιμέντα, παρεϊτσες όλοι, ως το ξημέρωμα.
Αργότερα, μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, δυο απ' αυτούς, φορτωμένοι με σύνεργα μυστήρια και τα εξαρτήματα μιας τηλεπόρτας μικρότερον μοντέλλον, μπήκαν στο χώρο των αρχαίων χωρίς να τους ιδούνε οι Γιαπωνέζικες περίπολοι κι ούτε οι κάμερες, και σκαρφαλώνοντας χώθηκαν στη μισοκρυμμένη οπή της μικρής σπηλιάς του άντρου του Πανός, στον βόρειο βράχο της Ακροπόλεως, πάνω απ' τα στέκια των ηλεκτροτσόγλανων. Σε λίγη ώρα βέβαια, με τέτοια μέσα όπου διαθέτανε, είχαν ανοίξει φαρδύ λαγούμι κατηφορικό και επί τόπου εστήσανε την τηλεπόρτα τους, ύστερα εξανάκλεισαν το λαγούμι, όπως ήνταν πριν, με το μηχανάκι εκσκαφής τους το οποίον ξερνούσε πάλι τα βράχια, πούχε προηγουμένως εξαφανίσει σε άλλη διάσταση, και περνώντας απ' την φρεσκοστημένη πόρτα τους βρέθηκαν αυτομάτως στην πλατεία Ψυρρή.
Μέσα σε δυο-τρεις μέρες, τηλεάροντας αρχικά στην πρώτη τηλεπόρτα και συνέχεια με το ίδιο σύστημα, δηλαδή εκσκάβοντας τουνέλι κατηφορικό, μετά στήνοντας άλλη τηλεπόρτα, μετά ξαναστουμπώνοντας το τουνέλι και ούτω καθ' εξής, εφτάσανε στην καρδιά του Ιερού Βράχου και τότες αρχίσανε εκεί, γύρω-γύρω στον πυρήνα του βράχου, να ανοίγουνε μικρούς χώρους σαν κελιά καλογήρων που τους επέρναγαν και δυο χέρια πίσσα, κι έτσι οι κλαπαρχίδηδες αυτοί κάνανε κόσκινο τα σπλάχνα της Ακροπόλεως με καμιάν 80ριά κελιά χωρίς καθόλου πρόσβαση ανάμεσά τους ή με τον όξω κόσμο, έτσι τυφλά μέσα στα κατάβαθα των πετρωμάτων, αλλά με μιαν τηλεπόρτα εντός το καθένα που, βεβαίως εξυπακούεται, επρομήθευε τον χώρο και με αέρα.
Και εν συνεχεία ελύθηκεν το μυστήριον, καθόπερ τα εξωγήινα αυτά του Ψυρρή ουδόλως ήνταν πέντε διάφορες ράτσες παρά ήνταν πέντε ξεχωριστά φύλα της ίδιας ράτσας, όπου για να γονιμοποιήσουν ήνταν ανάγκη να ανακατέψουν τα ζουμιά τους όλα μαζί, και το καθένα να καβαλήσει τες ανάλογες οπές ενός-ενός όλων των άλλων τεσσάρων και να καβαληθεί με τη σειρά του απ' τα υπόλοιπα και μάλιστα ούλες αυτές οι 20 συνουσίες εχρείαζε να γίνουνε με αυστηρή σειρά και κατ' επανάληψιν. Και τα κελιά μέσα στη γης τα φτειάξανε διότι πάντα έτσι κάνανε, από πολλές χιλιετηρίδες, όταν ήνταν στον καιρό τους. Δηλαδή κάτω από χώρους ιερούς ανοίγανε φωλιές.
Έτσι, μόλις τέλειωσαν και με τες πίσσες- ήνταν και πανσέληνος- επεράσανε όλοι απ' την τηλεπόρτα της πλατείας Ηρώων και μοιράστηκαν πεντάδες στους ερωτικούς τάφους τους με τους γυαλιστερούς μαύρους τοίχους και κει, στα έγκατα του Ιερού Βράχου, βαθιά κάτω απ' τα προαιώνια μνημεία της αρχαίας λαμπρό-τητας με τους Γιαπωνέζους ιδιοκτήτες, εμπουρδουκλώθηκαν κάθε πεντάδα στο κελί της, μια στοίβα κρέας και γούνες και λέπια, χέρια, πόδια, σώματα, κεφάλια, ουρές, σε αηδιαστικά συμπλέγματα με κάθε είδους μουγκρητά, λαχανιάσματα, στριγγλιές, ουρλιαχτά, και γίνονταν του σώσε και όργιον απερίγραπτον κουλουβάχατο που μετά από καμιάν ώρα κάθε κελί έζεχνε φρικιαστικά απ' τα ζουμιά και τα αέριά τους, πόσο μάλλον μετά από μίαν εβδομάδαν ολάκερην όπου χρειαζόνταν για να τελειώσουν επιτέλους. Mon dieu!
Σε μια βδομάδα λοιπόν ξεμπλέχτηκαν από μαλλιά-κουβάρια πούνταν τόσες μέρες και επέστρεψαν όλοι τους στην πλατεία και καταπιαστήκανε πάλι με τες συνηθισμένες απασχολήσεις και δοσοληψίες τους, ή τραβάγανε κατά την πλατεία Μοσάντ, όπου εκεί γύρω, σε δυο-τρεις ερειπωμένες αίθουσες θεαμάτων παραλήθειας, επαναλαμβάνονταν ατελείωτες παρουσιάσεις ανάκατων επεισοδίων απ' τα "Ταχυδράματα"- το τελευταίο μεγάλο σπονδυλωτό αριστούργημα του τελευταίου μεγάλου σκηνοθέτη φασματονευρωτικών έργων, του Εμιλιάνου Κρισγιαούρτι- από κάποιους παλιούς στραπατσαρισμένους φασματονευροκύβους που είχαν βρεθεί σ' ένα πυρπολημένο γεροκομείο.
Κι ούτε μπιτ χαμπάρι επήραν, ούτε οι Γιαπωνέζοι, ούτε οι ηλεκτροτσόγλανοι, ούτε ο παμπόνηρος Ντελαλουά, περί της ανωτέρω διαστρικών διαστάσεων ασέλγειας που ήνταν γραφτό της να υποστεί η φουκαριάρα η Ακρόπολις. Αλλά δεν πειράζει, υποτίθεται ότι στον έρωτα όλα συγχωρούνται.
Να υπάρχει όμως και κάποιο μέτρο.
______________________
Ο Πάνος Κουτρουμπούσης μικρός διάβαζε Καραγκιόζη, Μάσκα, αμερικάνικα κόμιξ και science fiction. Σπούδασε σκηνοθεσία στη Ρώμη. Αρχισε να δημοσιεύει γραφτά και εικαστικά απ' το 1958. Με τη δικτατορία καταλήγει στο Λονδίνο όπου για πολλά χρόνια φιλοτεχνεί εξώφυλλα και δουλεύει στο ραδιόφωνο. Δουλειά του δημοσιεύτηκε στο New Worlds, Oz, Guardian κ.α. Στην Ελλάδα στο Πάλι, Σήμα, Τραμ, Ιδεοδρόμιο, Βαβέλ κ.α. Δύο βιβλία διηγημάτων του είναι το ΕΝ ΑΓΚΑΛΙΑ DE ΚΡΙΣΓΙΑΟΥΡΤΙ ('78 και '87, AΠΟΠΕΙΡΑ) και ΣΤΟΝ ΘΑΛΑΜΟ ΤΟΥ ΜΥΘΟΓΡΑΦΦ ('92, ΑΠΟΠΕΙΡΑ) που περιέχουν πολλές ελληνο-s.f. ιστορίες.
Τεύχος 1: Χειμώνας 1996–1997 (Μάρτιος 97)
Εκδότης: Γιώργος Γούλας
via Altfactor »»
Kατά τον καιρόν εκείνον, την εποχή των οικοπεδοφάγων της Ανταρκτικής, αφήχθηκαν με ιπτάμενα πούρα, όλοι μαζί κι εκεί που δεν το περίμενε κανείς, κάθε καρυδιάς καρύδι διάφορες ράτσες εξωγήινοι πραγματευτάδες σε 333 μεριές του πλανήτη όπου και στήσανε τες βάσεις τους και καμαρώνανε σα γύφτικα σκεπάρνια γιατί, όπως εδηλώσανε απαυτοί τους, ήνταν οι πιο όμορφες ράτσες του Γαλαξία — ενώ ήτο φανερόν τοις πάσει πως όλοι τους ήνταν ο ένας χειρότερος απ' τον άλλον τερατομούτσουνοι και σκεβρωμένοι και τους ετρέχανε και ποικιλόχρωμα σάλια απ' το στόμα τους.
Στην αρχή, ολάκερη η μισογκρεμισμένη πλέον ανθρωπότης ενόμιζαν ότι επιάσαν την καλή και ότι η εμφάνιση των εξωγήινων θα πει πως η Γη ήνταν ώριμη να ενταχθεί σε καμιάν γαλαχτικήν ομοσπονδίαν να βολευτούνε.
Αλλά αυτοί οι μουρόχαυλοι απαντούσανε με υπεκφυγές σε κάθε τέτοια νύξη από κυβερνήσεις της πυρκαϊάς και οργανισμούς της αποσύνθεσης, λέγοντας πως δεν είναι αρμόδιοι και ουδεμίαν ευθύνην φέρουν παρά εγκαταστήθηκαν στη Γη έτσι δια εμπορίαν.
Απ' ότι δε εξηγήσαν στους πρώτους ανθρώπους όπου συναπάντησαν, όταν αριβάρανε αρχικά με τα πούρα, και που τους κοιτάγανε οι δικοί μας χάσκοντες, τα ονόματά τους- αδύνατον να τα προφέρει μάτε κανένας- ήταν σα να λέγαμε "Ο Μετρητής των Κόκκων της Αμμου", "Ο Μετρητής των Μεταχειρισμένων Ψυχών" και τέτοια διάφορα.
Αρχινήσανε λοιπόν να πουλάνε χωρίς πρόβλημα ιπτάμενους δίσκους ατμοσφαίρας διαφόρων μεγεθών σε επιχειρηματίες και πλούσιους με αντάλλαγμα ποικίλα εμπορεύματα παράλογα, όπως κουρτίνες, αμπαζούρ, καθρέφτες, ανθοδοχεία, εταζέρες και τέτοια και μερικοί εξυπνάκηδες διαδίδανε πως πρόκειται για κάποια μεγάλη ομάδα αποτυχημένων διακοσμητών του γαλαχτικού κενού. Από όταν εστηλώσαν τες βάσεις τους εδιώξαν και τα ιπτάμενα πούρα τους καθότι από πάρτη τους για τα σούρτα-φέρτα πηγαινοερχόνταν με συστήματα μυστήρια τηλεπορδαίησιον λεγόμενα, και απ' τη μια βάση τους στην άλλη επί του πλανήτου και ανάμεσα στη Γη και το διάστημα. Στες βάσεις αυτές ήνταν στημένα μόνο τα κουφώματα απ' τες τηλεπόρτες τους όπου διάφοροι πονηροί προσπάθησαν να τα ξηλώσουν για να τα βουτήξουν ή να τα χαλάσουν πλην όμως δεν εκουνιόνταν με τίποτις, ούτε με πυρηνικές εκρήξεις- που δοκιμάστηκαν σ' ένα τηλεκούφωμα στημένο εις τους ατελείωτους αμμόλοφους της ερήμου της τέως Νιουγιόρκης.
Ούτε και ημπορούσεν κανείς μα κανένας να μπουκάρει μέσα σε τηλεπόρτα, είτε στα μουλωχτά, πλησιάζοντας τάχατες αδιάφορα, είτε βίαια, παίρνοντας φόρα, καθότι εις αχτίναν 2 μέτρων γύρω-γύρω απ' το κούφωμα άρχιζε να γίνεται αισθητό ένα απωθητικό πεδίον ατομοπύκνωσης, σαν σφαίρα από αόρατο καουτσούκ, που όσο έσπρωχνες τόσο πύκνωνε, και το ρεκόρ σμπρωξίματος, με πανίσχυρο λαζεροτρύπανο, ήντανε μόνο εικοσπέντε πόντοι. Αυτή η μέθοδος δοκιμάστηκε στο κούφωμα που είχεν εγκαταστηθεί στην Κυριαρχία της Ζυρίχης, μπροστά στες κλειστές μεγάλες τράπεζες, όπου μάλιστα εκείνην την ώρα πλησιάσανε και δυο απ'αυτούς τους εμβαγάσηδες κρατώντας τρεις άδειες κορνίζες ροκοκό και μια παραδοσιακή γύφτικη πλαστική καρέκλα υπαίθρου άσπρη, που θέλανε να τηλεάρουνε, ποιος ξέρει για πού, αλλά έτσι που είδανε το τσούρμο των τεχνικών να μαστορεύουνε με τες μηχανές τους, πούβγαζαν και πολλούς ατμούς και σπίθες, επήγανε μια βόλτα στη λίμνη με το βαποράκι και εξαναγυρίσανε αργότερα, όταν είχαν φύγει οι ανθρώποι με την ουρά στα σκέλη απ' την πόρτα τους, και τηλεάρανε με την ησυχία τους. Φαίνεται ότι κάτι θα φοράγανε κατάσαρκα- ή στη γούνα τους ή στα λέπια τους- οι εξωγήινοι που τους άφηνε να περνάνε τες τηλεπόρτες για να εξαφανίζονται ή να εμφανίζονται σαν μπάστακες. Επίσης πρέπει να κρύβανε επάνω τους και φορητές μικρογεννήτριες πεδίου ατομοπύκνωσης καθότι ήνταν παντελώς αδύνατον να τους πλησιάσει κανείς κοντύτερα από μισό μέτρο. Ομπρός σε τέτοιες μυστικές εφευρέσεις, η ανθρώπινη επιστήμη, όση είχεν απομείνει, εσήκωνε τα χέρια της.
Το λοιπόν στην Αθήνα της χαώδους αναρχοεξαθλίωσης, που όπως ηξεύρομεν εγούσταραν τα μάλα ως κουλέρ λοκάλ οι Γιαπωνέζοι ιδιοχτήτες της Ακροπόλεως, ετούτοι οι μη μου άπτου και σνομπάκηδες εξωγήινοι είχαν περιέργως στηλώσει μια τηλεπόρτα τους εις την θλιβερήν πλέον και εφιαλτικήν γειτονιά του Ψυρρή όπου εδυνάστευε ο ζοφερός Χερρ Προφέσσορ Ούλτριχ Ντελαλουά με το σουρνάμενο συνάφι του από διεστραμμένα και ανώμαλα ξεβράσματα της κολάσεως.
Γιατί εδιαλέξανε εκεί, και μάλιστα την ρημαγμένη και ανήλιαστη κάποτε γνωστήν και ως πλατεία Ηρώων, για να εδραιώσουν τηλεπόρτα; Ετούτη η μικρούτσικη πλατεία, όπου εντούτοις καταλήγουν ούτε λίγο ούτε πολύ έξι δρόμοι απ' όλα τα σημεία του ορίζοντος, ήνταν να ευφραίνεται η ψυχή σου πριν τόσα και τόσα χρόνια , με τα μονόροφα ή το πολύ διόροφα ασβεστωμένα καφενεία και σπιτάκια της και τα παραθυράκια και τα μπαλκονάκια με τους βασιλικούς και τες γαζίες και τους βαρύμαγκες, τους κουραδόμαγκες και τα κουτσαβάκια με το γαρέφαλον στ' αυτί και το καβουράκι στραβά, και με τα όπα τους, τα καψουρηλίκια τους, τα φίκια και μεταξωτές κορδέλλες, τα γεια-σπασάν, τες κάμες, τες καφτές, τους μπουχέσες, τα μπεσαλίκια, τες μπαμπεσιές και τόσα άλλα ατελείωτα ... ένας ολάκερος εύμορφος κόσμος αλλεώτικος. Αχ-βαχ, έτος δίσεχτο!
Ενώ, τότε που λέμε, ο όλος μαχαλάς είχεν σχεδόν καταντήσει πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι η δε πλατεία ήνταν σαν τον πάτο σκοτεινού πηγαδιού μ' όλες τες καταθλιπτικές, μισογκρεμισμένες κι έρημες πρώην υπερμοντέρνες πανύψηλες πολυκατοικίες όπου την περισφίγγανε από παντού.
Άσε και τα εκτρωματικά τέρατα του Χερρ Προφέσσορ όπου λυμαίνονταν όλα τα πέριξ και, απ' τη μέρα που οι εξωγήινοι εγκατέστησαν το κούφωμα της τηλεπόρτας τους στην πλατεία, άρχισαν να προσπαθάνε ακατάπαυστα, μπουλούκια-μπουλούκια, μουγκρίζοντας και τσιρίζοντας, σμπρώχνοντας και χτυπώντας, να διαπεράσουν την τηλεπόρτα ή να την γκρεμίσουν. Ποτέ δεν έλειπε αυτό το πανδαιμόνιο απ' την πλατεία Ηρώων εικοσιτέσερεις ώρες το εικοσιτετράωρο και παρόλον το ότι οι εμβαγάσηδες οι εξωγήινοι δεν είχαν κανένα πρόσκομμα μέσα από τον απαισιόμορφον αυτόν όχλο- όχι πως αυτονών το σουλούπι ήταν καλύτερο, το κακό τους το χάλι είχανε, όπως είπαμε- προστατευμένοι με τ' απωθητικά τους και να κάνουν τη δουλειά τους, εν τούτοις ήνταν πολύ διεστραμμένη αυτή η εκλογή χώρου. Τρέχα γύρευε όμως τι μυαλά κουμαντάρουν οι εξωγήινοι.
Πάντως, καθώς επαίρναγαν οι μέρες, ένας υποτιθέμενος παρατηρητής θα πρόσεχε πως οι εξωγήινοι που κυκλοφορούσαν και εμπαινόβγαιναν στην τηλεπόρτα του Ψυρρή ανήκανε σε πέντε μόνον είδη? ενώ σ' ολάκερον τον πλανήτη είχαν ως τότε εμφανιστεί 200 και βάλε διαφορετικές ράτσες. Επίσης αρχίσανε να χαζολογάνε και να σουλατσάρουνε ασκόπως στη γειτονιά και μάλιστα ν' ανεβαίνουνε στες ταράτσες των μισογκρεμισμένων πολυκατοικιών , και όπου αλλού υπήρχεν θέα της Ακροπόλεως, και κουβαλώντας μαζί τους καρεκλάκια και μαξιλαράκια, να στρώνονται παρέες-παρέες με τες ώρες τα δειλινά και να αγναντεύουν τον Ιερόν Βράχον, αργοπίνοντας από γυάλινους σωλήνες κάτι σαν καφεδάκι δικό τους, μέχρις ότου τους έπαιρνεν ο ύπνος και γέρνανε στα μαξιλαράκια πάνω στα φθαρμένα τσιμέντα, παρεϊτσες όλοι, ως το ξημέρωμα.
Αργότερα, μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, δυο απ' αυτούς, φορτωμένοι με σύνεργα μυστήρια και τα εξαρτήματα μιας τηλεπόρτας μικρότερον μοντέλλον, μπήκαν στο χώρο των αρχαίων χωρίς να τους ιδούνε οι Γιαπωνέζικες περίπολοι κι ούτε οι κάμερες, και σκαρφαλώνοντας χώθηκαν στη μισοκρυμμένη οπή της μικρής σπηλιάς του άντρου του Πανός, στον βόρειο βράχο της Ακροπόλεως, πάνω απ' τα στέκια των ηλεκτροτσόγλανων. Σε λίγη ώρα βέβαια, με τέτοια μέσα όπου διαθέτανε, είχαν ανοίξει φαρδύ λαγούμι κατηφορικό και επί τόπου εστήσανε την τηλεπόρτα τους, ύστερα εξανάκλεισαν το λαγούμι, όπως ήνταν πριν, με το μηχανάκι εκσκαφής τους το οποίον ξερνούσε πάλι τα βράχια, πούχε προηγουμένως εξαφανίσει σε άλλη διάσταση, και περνώντας απ' την φρεσκοστημένη πόρτα τους βρέθηκαν αυτομάτως στην πλατεία Ψυρρή.
Μέσα σε δυο-τρεις μέρες, τηλεάροντας αρχικά στην πρώτη τηλεπόρτα και συνέχεια με το ίδιο σύστημα, δηλαδή εκσκάβοντας τουνέλι κατηφορικό, μετά στήνοντας άλλη τηλεπόρτα, μετά ξαναστουμπώνοντας το τουνέλι και ούτω καθ' εξής, εφτάσανε στην καρδιά του Ιερού Βράχου και τότες αρχίσανε εκεί, γύρω-γύρω στον πυρήνα του βράχου, να ανοίγουνε μικρούς χώρους σαν κελιά καλογήρων που τους επέρναγαν και δυο χέρια πίσσα, κι έτσι οι κλαπαρχίδηδες αυτοί κάνανε κόσκινο τα σπλάχνα της Ακροπόλεως με καμιάν 80ριά κελιά χωρίς καθόλου πρόσβαση ανάμεσά τους ή με τον όξω κόσμο, έτσι τυφλά μέσα στα κατάβαθα των πετρωμάτων, αλλά με μιαν τηλεπόρτα εντός το καθένα που, βεβαίως εξυπακούεται, επρομήθευε τον χώρο και με αέρα.
Και εν συνεχεία ελύθηκεν το μυστήριον, καθόπερ τα εξωγήινα αυτά του Ψυρρή ουδόλως ήνταν πέντε διάφορες ράτσες παρά ήνταν πέντε ξεχωριστά φύλα της ίδιας ράτσας, όπου για να γονιμοποιήσουν ήνταν ανάγκη να ανακατέψουν τα ζουμιά τους όλα μαζί, και το καθένα να καβαλήσει τες ανάλογες οπές ενός-ενός όλων των άλλων τεσσάρων και να καβαληθεί με τη σειρά του απ' τα υπόλοιπα και μάλιστα ούλες αυτές οι 20 συνουσίες εχρείαζε να γίνουνε με αυστηρή σειρά και κατ' επανάληψιν. Και τα κελιά μέσα στη γης τα φτειάξανε διότι πάντα έτσι κάνανε, από πολλές χιλιετηρίδες, όταν ήνταν στον καιρό τους. Δηλαδή κάτω από χώρους ιερούς ανοίγανε φωλιές.
Έτσι, μόλις τέλειωσαν και με τες πίσσες- ήνταν και πανσέληνος- επεράσανε όλοι απ' την τηλεπόρτα της πλατείας Ηρώων και μοιράστηκαν πεντάδες στους ερωτικούς τάφους τους με τους γυαλιστερούς μαύρους τοίχους και κει, στα έγκατα του Ιερού Βράχου, βαθιά κάτω απ' τα προαιώνια μνημεία της αρχαίας λαμπρό-τητας με τους Γιαπωνέζους ιδιοκτήτες, εμπουρδουκλώθηκαν κάθε πεντάδα στο κελί της, μια στοίβα κρέας και γούνες και λέπια, χέρια, πόδια, σώματα, κεφάλια, ουρές, σε αηδιαστικά συμπλέγματα με κάθε είδους μουγκρητά, λαχανιάσματα, στριγγλιές, ουρλιαχτά, και γίνονταν του σώσε και όργιον απερίγραπτον κουλουβάχατο που μετά από καμιάν ώρα κάθε κελί έζεχνε φρικιαστικά απ' τα ζουμιά και τα αέριά τους, πόσο μάλλον μετά από μίαν εβδομάδαν ολάκερην όπου χρειαζόνταν για να τελειώσουν επιτέλους. Mon dieu!
Σε μια βδομάδα λοιπόν ξεμπλέχτηκαν από μαλλιά-κουβάρια πούνταν τόσες μέρες και επέστρεψαν όλοι τους στην πλατεία και καταπιαστήκανε πάλι με τες συνηθισμένες απασχολήσεις και δοσοληψίες τους, ή τραβάγανε κατά την πλατεία Μοσάντ, όπου εκεί γύρω, σε δυο-τρεις ερειπωμένες αίθουσες θεαμάτων παραλήθειας, επαναλαμβάνονταν ατελείωτες παρουσιάσεις ανάκατων επεισοδίων απ' τα "Ταχυδράματα"- το τελευταίο μεγάλο σπονδυλωτό αριστούργημα του τελευταίου μεγάλου σκηνοθέτη φασματονευρωτικών έργων, του Εμιλιάνου Κρισγιαούρτι- από κάποιους παλιούς στραπατσαρισμένους φασματονευροκύβους που είχαν βρεθεί σ' ένα πυρπολημένο γεροκομείο.
Κι ούτε μπιτ χαμπάρι επήραν, ούτε οι Γιαπωνέζοι, ούτε οι ηλεκτροτσόγλανοι, ούτε ο παμπόνηρος Ντελαλουά, περί της ανωτέρω διαστρικών διαστάσεων ασέλγειας που ήνταν γραφτό της να υποστεί η φουκαριάρα η Ακρόπολις. Αλλά δεν πειράζει, υποτίθεται ότι στον έρωτα όλα συγχωρούνται.
Να υπάρχει όμως και κάποιο μέτρο.
______________________
Ο Πάνος Κουτρουμπούσης μικρός διάβαζε Καραγκιόζη, Μάσκα, αμερικάνικα κόμιξ και science fiction. Σπούδασε σκηνοθεσία στη Ρώμη. Αρχισε να δημοσιεύει γραφτά και εικαστικά απ' το 1958. Με τη δικτατορία καταλήγει στο Λονδίνο όπου για πολλά χρόνια φιλοτεχνεί εξώφυλλα και δουλεύει στο ραδιόφωνο. Δουλειά του δημοσιεύτηκε στο New Worlds, Oz, Guardian κ.α. Στην Ελλάδα στο Πάλι, Σήμα, Τραμ, Ιδεοδρόμιο, Βαβέλ κ.α. Δύο βιβλία διηγημάτων του είναι το ΕΝ ΑΓΚΑΛΙΑ DE ΚΡΙΣΓΙΑΟΥΡΤΙ ('78 και '87, AΠΟΠΕΙΡΑ) και ΣΤΟΝ ΘΑΛΑΜΟ ΤΟΥ ΜΥΘΟΓΡΑΦΦ ('92, ΑΠΟΠΕΙΡΑ) που περιέχουν πολλές ελληνο-s.f. ιστορίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου