Πωλ Μπόουλς: ο γκουρού των Μπίτνικς βάζει τους Αμερικανούς περιηγητές σε δοκιμασία
Γράφει η Σοφία Νικολαΐδου [www.snikolaidou.gr] | Τα Νέα (Βιβλιοδρόμιο) 18 Ιουλίου 2009 »»
Ο δόκτωρ Σλέιντ και η νεώτατη σύζυγός του ταξιδεύουν στη Νότια Αμερική. Τα πράγματα στραβώνουν απ’ το τίποτα. Μα αυτό δεν γίνεται πάντοτε; Ο Πωλ Μπόουλς έγραψε ένα μυθιστόρημα που απέρριψαν οι εκδότες του, ο ίδιος όμως πίστευε πως ήταν ό,τι καλύτερο είχε γράψει.
Ο Πωλ Μπόουλς (1910–1999) ήταν πολυτεχνίτης. Ποιητής που δημοσίευε από τα δεκαεπτά του χρόνια, έγινε γνωστός ως συνθέτης τη δεκαετία του 1930. Εργάστηκε ως διηγηματογράφος και μεταφραστής τη δεκαετία του 1940, ώσπου εξέδωσε το περίφημο Τhe Sheltering Sky το 1949 και έκανε το μπουμ. Η κριτική τον ύμνησε. Οι Μπίτνικς τον θεώρησαν δάσκαλό τους. Το 1990 η ομότιτλη ταινία του Μπερτολούτσι (στα ελληνικά μεταφράστηκε ως Τσάι στη Σαχάρα) έφερε το βιβλίο — και τον συγγραφέα — ξανά στο προσκήνιο.
Ο Μπόουλς δημοσίευσε τέσσερα μυθιστορήματα και εξήντα διηγήματα. Το βιβλίο Ψηλά πάνω από τον κόσμο δημοσιεύθηκε το 1966 και ήταν το τελευταίο του μυθιστόρημα. Έκτοτε δημοσίευσε μία νουβέλα και αρκετά διηγήματα. Ο Μπόουλς έζησε 53 από τα 89 χρόνια της ζωής του στην Ταγγέρη. Εκεί έγραψε το διάσημο πρώτο του μυθιστόρημα, κατόπιν παραγγελίας.
Ο Πωλ Μπόουλς το 1967 στην Ταγγέρη, όπου είχε εγκατασταθεί από το 1947. |
Στις δημοσιευμένες συζητήσεις του με τον Richard Ρatteson, οι οποίες έλαβαν χώρα στην Ταγγέρη από το 1984 έως το 1988, ο Μπόουλς σημειώνει ότι ο τίτλος του βιβλίου του Ψηλά πάνω από τον κόσμο προέρχεται από ένα παιδικό τραγουδάκιγεγονός που δεν εντόπισε καμία κριτική. Σχολιάζει επίσης ότι στο κείμενό του δεν υπονοείται κάποιος συγκεκριμένος τόπος, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στο Sheltering Sky.
Η υπόθεση έχει ως εξής: ένα ζευγάρι Αμερικανών, ο συνταξιούχος γιατρός δρ Τέυλορ Σλέιντ και η νεώτατη και ωραιότατη σύζυγός του Ντέυ Σλέιντ ταξιδεύουν στη Νότια Αμερική. Όπως και στο Sheltering Sky, έτσι κι εδώ το ζεύγος τονίζει ότι δεν κάνει αγοραίο τουρισμό. Είναι περιηγητές χωρίς προκατασκευασμένο σχέδιο περιήγησης. Έχουν χρόνο και χρήματα — και σκοπεύουν να τα χαρούν.
Το πράγμα φαίνεται να στραβώνει, αρχικά με έναν ανάλαφρο τρόπο. Η κουραστική κυρία Ρέινμαντλ, μια συμπαθής ηλικιωμένη κυρία κατά την Ντέυ, μια ανυπόφορη γριά γκιόσα κατά τον Τέυλορ, τους γίνεται κολλιτσίδα. Αποτέλεσμα, στον πρώτο σταθμό του ταξιδιού τους, η Ντέυ καταλήγει να κοιμάται στο ίδιο υπνοδωμάτιο με την Ρέινμαντλ, ενώ ο Τέυλορ εξορίζεται στο δωμάτιο-αποθήκη όπου οι ξενοδόχοι πέταξαν την ανυπόφορη κυρία.
Οι Σλέιντ ξεφεύγουν αξημέρωτα και συνεχίζουν το ταξίδι τους. Μαθαίνουν πως η κυρία Ρέινμαντλ πέθανε στο ξενοδοχείο. Αιφνιδίως εμφανίζεται ένας πλούσιος αριστοκράτης, ο Γκρόβερ, αρσενικό εντυπωσιακής ομορφιάς. Φορτικός και φιλόξενος έως ασφυξίας. Οι Σλέιντ βρίσκονται χωρίς να το καταλάβουν στο σπίτι του. Ο νεαρός συγκατοικεί με τη Λουσίντα, μια ανήλικη ντόπια καλλονή, που ονειρεύεται να καταφύγει στο Παρίσι. Πουλάει τους πίνακές της στα μπαρ, έχει ένα πεντάχρονο αγόρι και η μόνη έγνοια της είναι να καπνίζει μαριχουάνα.
Οι Σλέιντ περιέργως ασθενούν, ο Γκρόβερ τους γιατροπορεύει. Υφαίνει ένα δίχτυ πνιγηρής προστασίας γύρω από το ζευγάρι. Η αρχικώς αφελής Ντέυ γίνεται καχύποπτη και μετράει τα δευτερόλεπτα που απομένουν μέχρι τη συμφωνημένη αποχώρησή τους. Αντίθετα, ο Τέυλορ απολαμβάνει την πλούσια φιλοξενία.
Ώσπου, τη νύχτα του τοπικού πανηγυριού που οι υπηρέτες λείπουν, η δράση πυκνώνει και οι κρυμμένες προθέσεις αποκαλύπτονται. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του βιβλίου, ο Μπόουλς είχε εξομολογηθεί στην αλληλογραφία του ότι ήθελε να γράψει ένα μυθιστόρημα «αγωνίας» διαφορετικό από τα άλλα του είδους. Οι εκδότες του το απέρριψαν επειδή, όπως αποκαλύπτει ο Μπόουλς, βρήκαν πολύ μηδενιστική την άποψή του. Ο συγγραφέας πίστευε ότι ήταν το πιο καλογραμμένο από τα βιβλία του και τελικά το εξέδωσε σε άλλον εκδοτικό οίκο.
Το ζευγάρι των Σλέιντ, με την τεράστια διαφορά ηλικίας, έχει τους τρόπους του να επικοινωνεί σιωπηλά. Φαίνεται πως ο ένας γνωρίζει τα χούγια του άλλου. Η αντιπαλότητα των φύλων και το παιχνίδι των ρόλων αναδεικνύονται με χιούμορ: «Περίεργο μέρος», είπε ο δόκτωρ Σλέιντ. Αν ήταν μόνος, θα είχε γυρίσει πίσω, ασφαλώς, αλλά τώρα που είχε τη γυναίκα του μαζί του, ήταν πιο δύσκολο να το κάνει. Η κυρία Σλέιντ θα φύλαγε την ανάμνηση της υπαναχώρησής του για να τη χρησιμοποιήσει ως πολεμοφόδιο, κάποια μέρα, σε άσχετο θέμα. «Ναι, αλλά εκείνην τη φορά στο Πουέρτο Φαρόλ, φοβήθηκες να διασχίσεις το έλος. Είχες απόλυτο δίκιο, φυσικά. Εγώ περίμενα να δω πόσο μακριά θα πας. Αλλά πρέπει να παραδεχτείς ότι φοβήθηκες , αγάπη μου».
• • •
Πληρώνουν ακριβά την άδολη αφέλεια
Στο πλαίσιο των κωμικών, αρχικά, ανατροπών η δήλωση της κυρίας Ρέινμαντλ, «Τίποτε δεν πήγε όπως έπρεπε να πάει», προκαλεί στο μυαλό της Ντέυ την αντίδραση «μα αυτό δε γίνεται πάντοτε;», φράση που δεν εκστομίζεται. Πάνω σ’ αυτόν τον καμβά εκτυλίσσονται τα γεγονότα, με την αγωνία να εντείνεται έως την τελική έκρηξη.Πράγματι, όλα πηγαίνουν κατά διαόλου. Η άδολη αφέλεια των Αμερικανών πληρώνεται ακριβά. Στην εξιστόρηση του Μπόουλς συγκρούονται δύο πολιτισμοί, οι οποίοι ποτέ δεν συνομιλούν. Και αυτό φαίνεται στις στιγμές που ξεσπά η ειλικρίνεια του Γκρόβερ ή στις στιγμές που εμφανίζονται υπηρέτες και Ινδιάνοι. Ο χορός των προσώπων είναι κουρδισμένος στην εντέλεια. Η αγωνία εντείνεται και μαζί της ο αφηγηματικός ρυθμός. Κάποιες γενικόλογες σκέψεις που αποδίδονται στους ήρωες με άρωμα υπαρξισμού φαλτσάρουν, αλλά αυτό δεν καταστρέφει τον γενικό τόνο.
Μαριχουάνα, LSD, μορφίνη, σκοπολαμίνη. Καθρέφτες στα κρεβάτια. Γητεύτρα φύση. Το ζεύγος των Αμερικανών περιηγητών ήταν πολύ αθώο — ή πολύ προνομιούχο — για να διακρίνει τον γκρεμό που τους χώριζε από τους συνομιλητές του. Δεν έδωσε σημασία. Και απέδειξε ότι, ναι, αυτό συμβαίνει πάντοτε: Τελικά, τίποτε δεν πηγαίνει όπως έπρεπε να πάει.
Paul Bowles, Ψηλά πάνω από τον κόσμο, Μτφ., Σημειώσεις: Χίλντα Παπαδημητρίου, Απόπειρα, 2009, σσ. 243 |
________________________
Τα Νέα (Βιβλιοδρόμιο), 18 Ιουλίου 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου