Με την ευκαιρία της έκδοσης σε cd από το συγκρότημα Της νύχτας τα βελούδα τής ποιητικής συλλογής του Νίκου Καρούζου Θρίαμβος χρόνου.
Ανταμώναμε τότε συχνά στον πάγκο ενός μπαρ τις ώρες κοντά στα χαράματα. Αφού πίναμε για λίγο σιωπηλοί του έδινα μια λέξη τέλους και μια αρχής κι έγραφε αστραπιαία ένα μικρό συμπυκνωμένο ποίημα που το χρησιμοποιούσαμε ως αντίτιμο για τα επόμενα ποτά. Όταν ήταν βέβαια σε υπηρεσία ο δικός μας ο μπάρμαν, γιατί όταν ήταν ο άλλος μας έστελνε από κει που ήρθαμε. Τα ποιήματα είχαν προορισμό τη Μαρία, ένα εννιάχρονο κορίτσι που δεν το ξέραμε, αλλά είχε το προνόμιο να είναι κόρη του ποτοδότη μας, ενός χαμηλότονου και πραγματικά ευαίσθητου ανθρώπου, πρώην ηθοποιού, που παρά τη μικρή σε διάρκεια σταδιοδρομία του σ’ αυτό το χώρο είχε καταφέρει ωστόσο να αφήσει πίσω του μια καλή προσωπική ιστορία.
Η ώρα της δημιουργίας είχε έρθει κι απόψε, οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά ευνοϊκές και ο ποιητής ζήτησε την κατάλληλη μουσική υπόκρουση, δηλαδή ρεμπέτικα της χρυσής εποχής, όπως ονόμαζε τα πρώτα μεταπολεμικά τραγούδια αυτού του είδους. Τα ηχεία άρχισαν να διαχέουν δυνατά το «Αντιλαλούνε οι φυλακές» και το χέρι σπρωγμένο λες από τη λιτή μελωδία άρχισε να καρφώνει με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο στο χαρτί τα επιμελημένα γράμματα ενός ποιήματος που θα ξεκινούσε με τη λέξη «αγνό» και θα κατέληγε στη λέξη «τέλος» που του είχα δώσει σ’ εκείνη την περίπτωση ως όρια της εκφραστικής του διαδρομής.
Ανταμώναμε τότε συχνά στον πάγκο ενός μπαρ τις ώρες κοντά στα χαράματα. Αφού πίναμε για λίγο σιωπηλοί του έδινα μια λέξη τέλους και μια αρχής κι έγραφε αστραπιαία ένα μικρό συμπυκνωμένο ποίημα που το χρησιμοποιούσαμε ως αντίτιμο για τα επόμενα ποτά. Όταν ήταν βέβαια σε υπηρεσία ο δικός μας ο μπάρμαν, γιατί όταν ήταν ο άλλος μας έστελνε από κει που ήρθαμε. Τα ποιήματα είχαν προορισμό τη Μαρία, ένα εννιάχρονο κορίτσι που δεν το ξέραμε, αλλά είχε το προνόμιο να είναι κόρη του ποτοδότη μας, ενός χαμηλότονου και πραγματικά ευαίσθητου ανθρώπου, πρώην ηθοποιού, που παρά τη μικρή σε διάρκεια σταδιοδρομία του σ’ αυτό το χώρο είχε καταφέρει ωστόσο να αφήσει πίσω του μια καλή προσωπική ιστορία.
Η ώρα της δημιουργίας είχε έρθει κι απόψε, οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά ευνοϊκές και ο ποιητής ζήτησε την κατάλληλη μουσική υπόκρουση, δηλαδή ρεμπέτικα της χρυσής εποχής, όπως ονόμαζε τα πρώτα μεταπολεμικά τραγούδια αυτού του είδους. Τα ηχεία άρχισαν να διαχέουν δυνατά το «Αντιλαλούνε οι φυλακές» και το χέρι σπρωγμένο λες από τη λιτή μελωδία άρχισε να καρφώνει με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο στο χαρτί τα επιμελημένα γράμματα ενός ποιήματος που θα ξεκινούσε με τη λέξη «αγνό» και θα κατέληγε στη λέξη «τέλος» που του είχα δώσει σ’ εκείνη την περίπτωση ως όρια της εκφραστικής του διαδρομής.
Αγνό που είναι το ηλιόφωτο βγαίνοντας χαράματα στη λεωφόρο. Σχεδόν αποκλείουμε τη ματαιότητα, την τροφό της κακιάς ευδαιμονίας. Τέλος.