11.9.13

Ο ποιητής Σπύρος Μεϊμάρης

Beat και άλλες διαδρομές μιας κεντρικής μορφής.
Γράφει η Ευγενία Μίγδου | Athens Voice #449,
11 Σεπτεμβρίου 2013 »»
Σπύρος Μεϊμάρης
Σαλαμίνα. Σημείο μηδέν για τον επαναπροσδιορισμό της ποιητικής πορείας του Σπύρου Μεϊμάρη. «Αινιγματική» και μεμονωμένη περίπτωση στο χώρο της ποίησης στην Ελλάδα, διακριτή φυσιογνωμία, μιας που οι περιστάσεις το θέλησαν να είναι ο κεντρικός σύνδεσμος της θρυλικής Beat Generation στον ελληνικό χώρο. Προσωπικός και διαχρονικός φίλος των Άλεν Γκίνσμπεργκ, Γκρέγκορι Κόρσο, Ουίλιαμ Μπάροουζ, Χάρολντ Νορς, Πολ και Τζέιν Μπόουλς, Σίνκλερ Μπέιλς και πολλών άλλων, αποτύπωσε το πνεύμα και τα μηνύματά τους στην Ελλάδα, έχοντάς τα ήδη ενστερνιστεί από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60. Ταυτισμένος με τα ποιητικά πρότυπα μιας άλλης χώρας (ΗΠΑ), ανένταχτος και ιδιαιτέρως χαμηλού προφίλ, αποδέχεται – σχηματικά και μόνο – την ένταξή του στο αθηναϊκό Underground.
Το 1951 βγαίνει στην Αμερική το βιβλίο «Στο δρόμο» του Τζακ Κέρουακ, το 1955 το «Ουρλιαχτό» του Άλεν Γκίνσμπεργκ. Και τα δύο τάραξαν τα λογοτεχνικά ύδατα, αλλά και τα κοινωνικά δεδομένα στην Αμερική. Πότε έρχεσαι σε επαφή με το «πνεύμα» των beat;
Το 1959 ήταν μία χρονιά συγκλονιστική στην Αμερική. Τα γεγονότα, πολιτικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά, ήταν φοβερά. Έχει γραφτεί και σχετικό βιβλίο. Βρίσκομαι λοιπόν εκείνη τη χρονιά, σε ηλικία 17 ετών, για πρώτη φορά εκεί, κοντά στο Σαν Φρανσίσκο, χάρη σ’ ένα πρόγραμμα ανταλλαγής σπουδαστών. Πέφτω, δηλαδή, πάνω σε μια χρονική στιγμή όπου ο αντίκτυπος αυτών των δύο έργων είναι τεράστιος. Με το που τα διάβασα άνοιξε ο ουρανός για μένα. Βρήκα σε αυτά μια καθαρά προσωπική γραφή και ποίηση, κάτι το οποίο δεν είχα ξανασυναντήσει σε τέτοιο εύρος. Διάβασα το «Ουρλιαχτό» στο πρωτότυπο, γιατί είναι γραμμένο σε μια γλώσσα καθημερινή. Εάν προσπαθούσα εκείνη την εποχή να διαβάσω τους αναγνωρισμένους ποιητές των ΗΠΑ, Ρόμπερτ Φροστ, Άρσιμπαλ Μακ Λις, οι οποίοι ήταν καθιερωμένοι και ακαδημαϊκοί, ως ένα βαθμό, δεν θα τους καταλάβαινα. Αυτή ήταν μια μεγάλη επανάσταση στα αμερικανικά γράμματα: η ποίηση να μπορεί να απαγγέλλεται, να ακούγεται, όχι μόνο να διδάσκεται στο πανεπιστήμιο ή στο σχολείο.
Ποια ήταν η δική σου σχέση με την ποίηση μέχρι την αποκαλυπτική εκείνη στιγμή που διάβασες το «Ουρλιαχτό»;
Με την ποίηση δεν είχα καθόλου σχέση. Στα γυμνασιακά μου χρόνια είχα διαβάσει δύο ποιητές, λίγο Καβάφη, λίγο Καρυωτάκη. Είχα διαβάσει, επίσης, σε μετάφραση Μποντλέρ και Ουόλτ Ουίτμαν. Η ζωγραφική και η μουσική με απασχολούσαν πολύ περισσότερο. Η ζωγραφική, ιδίως, ήταν η μεγάλη μου αγάπη. Κι αυτό φάνηκε με τις σχέσεις που είχα στην πορεία με ζωγράφους. Με τον Αλέξη Ακριθάκη, τον Αλέξη Ταμπουρά. Μπορούσα πάντα να συμμετέχω στην πραγματικότητα που έβλεπαν οι ζωγράφοι. Κάποια στιγμή, όμως, στην Αμερική, αφού είχα ζωγραφίσει δύο πίνακες, συνειδητοποίησα ότι δεν κάνω για ζωγράφος κι έτσι την άφησα. Παραμένω λάτρης, θιασώτης. Όπως και με τη μουσική. Τι είχε συμβεί; Επηρεασμένος βαθιά από τη γραφή αυτών των ανθρώπων, αποφάσισα να γράψω κι εγώ. Επειδή ήθελα αυτό που θα γράψω να το διαβάσει κάποιος και να μου πει τη γνώμη του, έπρεπε να γράψω στα αγγλικά, που όμως ήταν περιορισμένα. Έτσι προέκυψε μια σειρά από ποιήματα στα αγγλικά, τα οποία τα έδειχνα στους φίλους μου που τους άρεσαν και με ενθάρρυναν.
Είναι η περίοδος που έρχεσαι σε επαφή με τον Λόρενς Φερλινγκέτι, τον εκδότη των City Lights Books.
Πράγματι, του είχα στείλει ορισμένα ποιήματα στα αγγλικά και είχε δημοσιεύσει κάποια από αυτά.
Στην εισαγωγή του βιβλίου σου «Δηλώσεις της Σιγαλιάς», γράφεις ότι μετά από αυτή την αμερικανική εμπειρία γύρισες στην Ελλάδα, εν έτει 1960, νιώθοντας «ξένος». Ότι το ταξίδι στην Καλιφόρνια δεν ήταν μόνο ταξίδι στο χώρο αλλά, κυρίως, στο χρόνο. Κάνεις λόγο για μια «οδυνηρή προσγείωση» στην ελληνική πραγματικότητα.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ήμουν σαν εξωγήινος και παρέμεινα έτσι. Στην Αμερική έπαθα την πλάκα της ζωής μου. Εμφάνιζε ένα πολύ σαφές κομμάτι της πραγματικότητας, όπως το ζούσε η γενιά μου. Ο κινηματογράφος και, ειδικότερα, το Rock n’ Roll, ήταν μία αποκάλυψη πριν από την ποίηση. Αυτοί οι ποιητές για μένα ήταν σαν Rock n’ Roll ποιητές. Δηλαδή προηγούντο των ανθρώπων που έγραψαν στίχους στα ροκ συγκροτήματα στη συνέχεια. Ό,τι ενδιαφέρον συνέβαινε εκείνη την εποχή, συνέβαινε στην Αμερική. Ζωγραφική λόγου χάριν, abstract expressionism, που εγώ λάτρευα, Ρόθκο, Μάδεργουελ, Πόλοκ… Όταν επέστρεψα, ένιωσα εντελώς εκτός χρόνου. Με τους γονείς μου υπήρχαν πάντα συγκρούσεις, το περιβάλλον του σπιτιού ήταν νοσογόνο. «Κάτι έχει αυτός ο άνθρωπος», λέγανε, «πρέπει να τον πάμε στους ψυχιάτρους». Αφού δεν θέλει να δουλέψει, κάθεται και διαβάζει και κρατάει σημειώσεις (ημερολόγιο), δεν είναι καλά. Δραπέτευα κατά καιρούς, μόλις γύριζα όμως πάθαινα κατάθλιψη.
Οι «δραπετεύσεις» αυτές πού σε οδήγησαν;
Αφού έμεινα πολύ λίγο στην Ελλάδα, ένα χρόνο περίπου, αποφασίζω να πάω στο Λονδίνο να σπουδάσω κινηματογράφο, όπου μάλιστα είχα γίνει δεκτός σε μια σχολή. Ο πατέρας μου δεν με αφήνει και προτιμάει να με στείλει στο American University of Beirut, να σπουδάσω λογοτεχνία στη Βηρυτό. Πηγαίνω λοιπόν εκεί, έχοντας χρήματα για να γραφτώ και να φοιτήσω για ένα χρόνο. Φτάνοντας, όμως, κάτι μου λέει να μη γραφτώ, να κρατήσω τα χρήματα. Εκεί πέφτω πάνω στον Πίτερ Ορλόφσκι, ο οποίος είχε έρθει από την Ταγγέρη. Εντωμεταξύ, μόλις είχα δει τον Γκίνσμπεργκ στην Αθήνα. (Ο Φερλινγκέτι, πριν την επίσκεψη του Γκίνσμπεργκ στην Ελλάδα, εν έτει 1961, του είχε δώσει ονόματα ανθρώπων να δει εδώ, εμένα και τον Βασίλη τον Βασιλικό). Κάνουμε παρέα, του λέω τα καθέκαστα. Δύο εβδομάδες στη Βηρυτό και μου έρχεται η ιδέα να πάω στο Παρίσι. Φτάνω στη Μασσαλία, φτάνω και στο Παρίσι, όπου ήξερα ένα Βρετανό ζωγράφο, και μένω μαζί του για δύο με τρεις μήνες. Μετά έκανα διάφορα ταξίδια, πήγα Ιταλία, Μαρόκο, Ισπανία, είδα στην Ταγγέρη τον Πολ Μπόουλς και την Τζέιν Μπόουλς. Στο Παρίσι, πήγαινα στην οδό Git le Coeur, στο ξενοδοχείο γνωστό ως «Beat Hotel». Είχα επαφές με τον Χάρολντ Νορς, τον Ουίλιαμ Μπάροουζ, τη Νάζλι Νουρ, τον Σίνκλερ Μπέιλς. Κανείς από τους beat δεν ήταν τότε γνωστός στην Ευρώπη. Ο Μπάροουζ δεν είχε βγάλει καν το «Γυμνό γεύμα». Ήμασταν λίγοι τότε όσοι είχαμε πιάσει με τις κεραίες μας τη σημαντικότητα αυτών των ανθρώπων.
Ήσουν τότε, εκτός από ανήσυχος, πολύ νεότερός τους. Πώς σε αντιμετώπιζαν εκείνοι;
Ήμουν πολύ νέος, 19 χρονών. Ο Γκίνσμπεργκ 36, ο Μπάροουζ ακόμα μεγαλύτερος, ο Κόρσο λίγο μικρότερος. Ο Κόρσο ήταν πάντα πολύ τρυφερός μαζί μου. Με τον Γκίνσμπεργκ αλληλογραφούσαμε μέχρι που πέθανε. Για μένα ήταν μια άγια μορφή. Φαίνεται πως βλέπανε σε μένα μια ανεπιτήδευτη στάση. Ήταν αλεπούδες, αν ήσουν κανένα ψώνιο και τους έκανες τον έξυπνο, σε απέφευγαν όπως ο διάβολος το λιβάνι. Εντωμεταξύ, συνέχιζα να γράφω στα αγγλικά. Τους τα έδειχνα, τους άρεσαν και μου τα χτύπαγαν στη γραφομηχανή. Η Κέι Τζόνσον, μία πολύ καλή ποιήτρια, η οποία έχει εξαφανιστεί, αυτή μου τα χτύπαγε… Κάποια στιγμή, ο Κόρσο, θυμάμαι, μου λέει «γιατί γράφεις στα αγγλικά, έχεις μια τόσο ωραία γλώσσα, γράψε ελληνικά». Αυτό ήταν ένα σοκ. Λέω, πράγματι, τα αγγλικά δεν είναι η γλώσσα μου. Ό,τι και να κάνω, τα πιο βαθιά μου συναισθήματα δεν μπορώ να τα εκφράσω, οπότε άρχισα, γυρίζοντας στην Ελλάδα πια, μιλάμε το ’61-62, να γράφω στα ελληνικά. Είχα δημοσιεύσει τότε δύο ποιηματάκια σε ένα περιοδικό της εποχής που λεγόταν «Ηνίοχος», ακαδημαϊκό λίγο-πολύ, τα οποία πέρασαν έτσι. Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να αρχίσω να γράφω πάλι, γιατί με την επιστροφή μου στην Ελλάδα έπεσα ξανά σε σιωπή.
Απότομη προσγείωση και πάλι;
Μετά από αυτά τα ταξίδια, τα πράγματα που φανταζόμουν και τους ανθρώπους που είχα γνωρίσει, η επιστροφή στην Ελλάδα, αρχές του ’60, δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση. Με συνομήλικους δεν μπορούσα να επικοινωνήσω. Ήταν όλοι συνεπαρμένοι με την αριστερά, είχαν κολλήσει με τον Μαρξ και τον Ρίτσο (κι εγώ, βέβαια, διάβαζα Ρίτσο), δεν μας συνέδεε τίποτε επί της ουσίας. Μοναξιές φοβερές. Δεν μπορούσα να μιλήσω με κανέναν. Κάτι δεσμοί με κοπέλες τύπου Μάρθα Βούρτση, που θέλανε να παντρευτούμε και τέτοια. Ήμουνα σε μια φοβερή κατάσταση. Ο μόνος φίλος που είχα ήταν ο Μίμης ο Γλέζος, ο αδερφός του Γιάννη Γλέζου και της Δέσποινας. Αυτός ο άνθρωπος όχι μόνον είχε μια φοβερή ευαισθησία, ήταν και ο μόνος που όταν γύρισα από την Αμερική έπιασε το μήνυμα από τους beat αμέσως, το ενστερνίστηκε. Από την άλλη, εκείνη την περίοδο, η μία πλευρά του εαυτού μου θεωρούσε, έτσι όπως είχα ανατραφεί μέσα σε μια μικροαστική οικογένεια, ότι αυτά που έκανα ήταν τρελά πράγματα. Αυτή βέβαια ήταν και η γνωμάτευση των ψυχιάτρων: «Αυτά που κάνεις είναι τρελά πράγματα, να βρεις μια δουλειά». Οπότε είπα και εγώ απεταξάμην το σατανά, θα γίνω ένας χειρώναξ. Και πράγματι δούλεψα σε γκαράζ αυτοκινήτων και σε σιδεράδικο.
Η ελληνική πραγματικότητα, όπως τη βίωσες πριν την Αμερική αλλά και μετά, είχε αντίκτυπο στην ποίησή σου;
Φαίνεται ότι τα πρώτα μου γραπτά στα αγγλικά, πέρα από το να μπορούν να με διαβάζουν οι άλλοι όσο ήμουν στην Αμερική, ήταν κυρίως μια προσπάθεια να ξεπεράσω την ελληνικότητά μου. Την ελληνικότητα όχι με την εθνική σημασία αλλά με την προσωπική, ως προσωπικό βίωμα. Αυτό δεν το έχω πει πουθενά, αλλά είναι η αλήθεια. Προσπαθούσα γράφοντας ή διαβάζοντας να μεταφερθώ σε ένα άλλο σύμπαν.
Για σένα, δηλαδή, οι σύγχρονοι Έλληνες ποιητές είναι ταυτισμένοι με την ελληνική εμπειρία, την ελληνικότητα εν γένει από την οποία ήθελες να ξεφύγεις. Εσένα τι σε συγκινούσε, τι έψαχνες να βρεις;
Οι ποιητές της σύγχρονης Ελλάδας, ας πούμε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μεν αριστεροί Ρίτσος, Λειβαδίτης, Βρεττάκος, περιγράφουν τις δυστυχίες/εμπειρίες της απομόνωσης των στρατοπέδων με υπερρεαλιστικό τρόπο και τον αποκλεισμό και την καταπίεση της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας, ενώ συγκεκριμένα ο Ρίτσος καταφέρνει να μιλήσει ιδιαίτερα προσωπικά, χρησιμοποιώντας σε μεγάλο βαθμό σύμβολα και αλληγορίες. Οι άλλοι τώρα, απολιτικοί ως επί το πλείστον, Σεφέρης, Ελύτης, Εγγονόπουλος, Εμπειρίκος, μιλούν για την Ελλάδα σαν σύμβολο και θεματολογία, αλλά και ως έννοια φιλοσοφική και μεταφυσική, την εποχή που αυτές οι έννοιες είχαν μία αλήθεια και μία ισχύ. Οι νεότεροι ποιητές που ακολουθούν, επηρεασμένοι από τους προκατόχους τους αλλά και από ξένους ποιητές, όπως ο Τ.Σ. Έλιοτ, γράφουν αφηρημένα, γεγονός που θαμπώνει την εικόνα της ποίησής τους και κρύβει το πρόσωπό τους πίσω από ένα χείμαρρο επιτηδευμένων λέξεων, με σκοπό τον εντυπωσιασμό του αναγνώστη. Εγκεφαλική ποίηση ως επί το πλείστον.
Οι πρώτες σου δημοσιεύσεις ξεκινούν το 1968 σε underground εκδόσεις;
Γενικά, είμαι απών από τα ποιητικά τεκταινόμενα και τους αντιπροσώπους τους από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μέχρι σήμερα, με εξαίρεση τη συμμετοχή μου σε ορισμένα περιοδικά. Τα πρώτα αυτά γραπτά δημοσιεύονται το 1968. Στον Κούρο βγαίνει το «Αρνάκι άσπρο και παχύ» και ακολουθούν τα «Όνειρα πραγματικότητας» στο «Panderma», και τα δύο εκδόσεις του Λεωνίδα Χρηστάκη. Αυτές οι δημοσιεύσεις, πράγματι, κυκλοφόρησαν κάπως subterranean, υπογείως. Άλλα ποιήματα είχαν βγει στο «Πάλι», στο «Σήμα», στο «Residue» και το «Interim Pad». Η ποίηση μέσα στην απομόνωσή μου ήταν ένας τρόπος να εκφραστώ. Δεν είχα άλλο σημείο αναφοράς, η ποίηση κι εγώ και ο υπόλοιπος κόσμος εχθρικός. Άρχισα να εκφράζομαι όπως μπορούσα στα ελληνικά και αυτά τα γραπτά βγαίνανε λίγο ακατέργαστα. Ωστόσο, όψιμα αντιλήφθηκα ότι είχαν δημιουργήσει κάποια αίσθηση. Μικρές αναφορές στην ποίησή μου, ως μεμονωμένη περίπτωση, υπάρχουν σε διάφορες ποιητικές ανθολογίες και μελέτες εκείνης της εποχής.
Συνειδητά, η ποιητική έκφρασή σου διαφοροποιείται εντελώς από ό,τι παρουσίαζε η ελληνική ποιητική σκηνή μέχρι εκείνη τη στιγμή;
Δεν ξέρω καμία ποίηση που να αξίζει και να μην είναι προσωπική. Ήδη από το «Αρνάκι άσπρο και παχύ» εξερευνώ άμεσα και καυτά προσωπικά προβλήματα και βιώματα, χρησιμοποιώντας ένα ποιητικό ύφος σαφώς επηρεασμένο από το «Ουρλιαχτό» του Γκίνσμπεργκ, ένα βαθιά εξομολογητικό ύφος. Αυτό συνεχίζεται πιο έντονα με τα «Όνειρα πραγματικότητας». Κατόπιν, παρεμβάλλεται μια μεγάλη χρονική περίοδος όπου γράφω μεν αλλά δεν δημοσιεύω τίποτε, πειραματιζόμενος με το στίχο. Έτσι βγαίνουν τα «Γραφτά» (1998), με εντελώς διαφορετικό ύφος. Ξανά σιωπή έως τη δημοσίευση των «Δηλώσεων της Σιγαλιάς» (2011). Σ’ αυτά, πιστεύω πως έχω βρει ένα μεγάλο μέρος από την προσωπική, δική μου φωνή, με πολλές ενδο-κειμενικές αναφορές σε άλλους ποιητές που με έχουν επηρεάσει, αλλά και αναφορές σε μουσικές και μουσικούς.
Μέσα από ποιες διεργασίες βρίσκεις την προσωπική σου φωνή;
Η επίδραση της Beat ποίησης πάνω μου ήταν καθοριστική, παρόλο που αργότερα τροποποιήθηκε έχοντας σχέση με μια αυτο-αναφορικότητα και εδραίωση των προσωπικών βιωμάτων, ως κύριο θέμα της ποίησής μου. Επίσης, δόθηκε η ευκαιρία για την ανάπτυξη απόψεων, ακόμη και μιας πολεμικής απέναντι στα κακά της κοινωνικής και όχι μόνο πραγματικότητας. Η υποβόσκουσα θλίψη και/ή απαισιοδοξία πυροδοτείται από την κοινωνική απομόνωση, λόγω της ηθικής και πνευματικής κατάπτωσης που επικρατεί και που κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος σε ολόκληρη την οικουμένη. Η κατάσταση ξεπερνιέται, εν τέλει, μέσω μαγικών πράξεων την ώρα της γραφής. Ο ποιητής γράφοντας μέσα από μία σκοτεινή και άμορφη κατάσταση, όπου το Εγώ βρίσκεται σε ύφεση, επιχειρεί την ανασύσταση του εαυτού του, ελαφρά παραλλαγμένου μέσα από τον καταιγισμό εικόνων, ήχων και άλλων αισθητηριακών προσλήψεων που μεταβάλλουν το ρυθμό του κόσμου. Η κατάσταση τελικά ξεπερνιέται μέσα από «μαγικές πράξεις», οι οποίες συνοψίζονται στο γράψιμο ως απελευθέρωση του εσωτερικού κόσμου από τους κανόνες του ρασιοναλισμού και στην εγκατάσταση –στο ποίημα τουλάχιστον– ενός ιδανικού, αρχετυπικού κόσμου που έχει τη δύναμη να συμπαρασύρει τον ποιητή και, πιθανότατα τον αναγνώστη, σε μία άνωση προς ανώτερες σφαίρες, ένα είδος πλατωνισμού της γραφής.
Παρότι η ποίησή σου περνάει από αυτά τα στάδια εξέλιξης, οι αναφορές σε σένα συνοδεύονται συνήθως από χαρακτηρισμούς όπως «ο μόνος Έλληνας beat ποιητής»…
Γενικότερα, παρατηρείται μια έλλειψη σοβαρότητας και ακρίβειας στην καταγραφή των καλλιτεχνικών φαινομένων στην Ελλάδα. Το Beat είναι ένα φαινόμενο καθαρά αμερικανικό. Άλλο οι επιρροές. Το Beat δεν συστηματοποιείται θεωρητικά, όπως ο «σουρεαλισμός», ο «εξπρεσιονισμός» κτλ. Το επίμαχο στοιχείο είναι από πού κι ως πού η ποίηση του Μεϊμάρη είναι beat ή ότι ο Μεϊμάρης είναι beat. Ή τι καθορίζει τη beat ποίηση. Θα μπορούσαμε να μιλάμε μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία για το θέμα. Αυτοί που λένε ότι είμαι beat, πρέπει να πάρουν την ευθύνη να μου πουν κι εμένα τι σημαίνει αυτό, πέρα από το ιστορικό και το ανεκδοτολογικό πλαίσιο. Αποδέχομαι το χαρακτηρισμό, στο βαθμό που έχει να κάνει με τις γνωριμίες και τις σχέσεις που είχα με διακριτά μέλη αυτής της σκηνής και την ιστορικότητα της υπόθεσης. Τίποτε παραπάνω. Αν αυτό γίνεται αφορμή ώστε να διαβάσει κανείς άλλους συγγραφείς και ποιητές, είναι οπωσδήποτε κάτι θετικό.
Το γεγονός ότι εμφανίστηκες αρχικά σε underground έντυπα, θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως μια στάση/θέση που κράτησες ως προς τα καλλιτεχνικά, ποιητικά ιδιαίτερα τεκταινόμενα στην Ελλάδα;
Δεν ήμουν ποτέ προσκολλημένος σε κάποια ακαδημαϊκή ή άλλη κοινότητα. Δεν αισθανόμουν ποτέ ότι ήμουν μέρος οποιουδήποτε γκρουπ. Ούτε της «Σκηνής», του περίφημου αθηναϊκού αντεργκράουντ. Βέβαια, εκ των πραγμάτων είμαι και δεν το αρνούμαι. Ήξερα αυτούς τους ανθρώπους (σημ. Δημ. Πουλικάκος, Πάνος Κουτρουμπούσης, Μαρία Μήτσορα, Τάσος Δενέγρης), ήμασταν μια παρέα, είχαμε κοινά ενδιαφέροντα. Αλλά δεν θα μπορούσα ποτέ να ανήκω σε ένα γκρουπ. Από την άλλη, η συμμετοχή μου στα έντυπα που ανέφερα, με καθιστά μέρος του αθηναϊκού underground. Όμως, οι καταβολές μου ήταν beat. Και είναι γεγονός ότι το beat συνετέλεσε περισσότερο από όλες τις άλλες τάσεις για την εμφάνιση του underground.
Ποια είναι η δική σου ερμηνεία σχετικά με το «Underground», την underground τέχνη γενικότερα;
Μιλώντας για «Underground» στην Ελλάδα, για «Υπόγεια Τέχνη» δηλαδή, παραφράζοντας το «Notes from the Underground» του Ντοστογιέφσκι, που μεταφράσθηκε ως το «Υπόγειο» στην Ελλάδα, πράγμα που το έκανε να χάσει τη σημασία του, καλούμεθα να ορίσουμε μία Τέχνη που ασκείται κάτω ή πέρα από την ευρέως αποδεκτή πραγματικότητα, χωρίς την επιδίωξη οποιασδήποτε αναγνώρισης ή καταξίωσης. Το ότι η τέχνη σε όλες τις εκφράσεις της χάνει μεγάλο μέρος από το μήνυμά της αμέσως μόλις ενταχθεί στο κοινωνικό-πολιτικό σύστημα είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός. Έτσι η «Underground» τέχνη επιθυμεί έντονα να διατηρήσει τον οξύ της χαρακτήρα και να μη νοθευτεί. Όσο «ερμητική» κι αν είναι, όμως, έχει την ανάγκη να δημοσιοποιηθεί ως ένα βαθμό, να αγγίξει κάποιους ανθρώπους. Πόσο εύκολο είναι να διατηρηθεί μια ισορροπία μεταξύ της «ερμητικής» αυτής ιδιαιτερότητας του έργου και της διοχέτευσής του στο κοινό ή σε ένα ιδιαίτερο κοινό; Αυτό απαιτεί ικανότητες ισορροπιστή, αλλά και κάποιες ευνοϊκές συγκυρίες, κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές. Δυστυχώς, τις περισσότερες φορές, το καλλιτεχνικό έργο προδίδεται και ευτελίζεται από τους ίδιους τους φορείς που έχουν αναλάβει την ανάδειξή του. Κι αυτό οφείλεται στην ασχετοσύνη που επικρατεί και στις μωροφιλοδοξίες διαφόρων παραγόντων που δεν έχουν καμία σχέση με την Τέχνη, αλλά τη χρησιμοποιούν για την αναρρίχησή τους. Παρόλα αυτά, η αρχική και ουσιαστική δύναμη του καλλιτεχνικού μηνύματος καθαυτού έχει την τάση να υπερτερεί χρονικά και να καθιερώνεται τουλάχιστον στις συνειδήσεις εκείνων που διαθέτουν τους απαραίτητους δέκτες. Αντίθετα, τα ευκαιριακά εκθέματα και οι προβολές αναπόφευκτα θα εξαφανιστούν με το χρόνο. Γι’ αυτό, παραμένω αισιόδοξος αν και βαθύτατα απαισιόδοξος.
Στο «Δηλώσεις της Σιγαλιάς» λες ότι η γραφή ποίησης είναι για σένα μια μεγαλοπρεπής κατάφαση της ύπαρξης.
Η ποίησή μου είναι η συμβολική πράξη ενός ανθρώπου μέσα στο μηδέν, μέσα σε μια κοινωνία όπου βλέπεις ότι τα πράγματα δεν λειτουργούν. Γράφοντας, βάζω τα πράγματα σε μια τάξη για μένα τον ίδιο. Αντικαθιστά, κατά κάποιο τρόπο, μία θρησκευτική κατάσταση. Αν δεν είναι θρησκευτική δεν είναι τίποτε. Βέβαια, λέγοντάς το αυτό, κάπου θα σε καταχωρίσουν. Δεν γλιτώνεις. 
_____________
Η Ευγενία Μίγδου είναι απόφοιτη της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών (πτυχίο και μεταπτυχιακό δίπλωμα από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών). Έχει διδάξει ιστορία και θεωρία του θεάτρου σε δραματικές σχολές και ΚΕΚ, ενώ για λίγο, εργάστηκε ως θεατρολόγος στο ελεύθερο θέατρο. To 2003, της απονεμήθηκε βραβείο από την Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας. Από το 2004 εργάζεται ως δημοσιογράφος/αρθρογράφος (freelance), παρουσιάζοντας, κυρίως, θέματα σχετικά με την κουλτούρα, τον πολιτισμό και ενίοτε την πολιτική. Υπό έκδοση είναι το βιβλίο της, Το Θέατρο στα Γιάννενα τις πρώτες δεκαετίες μετά την Απελευθέρωση – 1913-1940.

Δεν υπάρχουν σχόλια: