16.5.11

Το πληθυντικό σώμα της αγάπης

Γράφει ο Σταύρος Σταυρόπουλος | Η Αυγή,
«Αναγνώσεις» | Κυριακή 15 Μαΐου 2011 »»

Μαρία Χρονιάρη, Εκεί που αλλάζω ζωές, Απόπειρα, σελ. 57

Πένυ Κωνσταντίνου- Φιγούρα Τα τοπία της Μαρίας Χρονιάρη συσπειρώνουν γύρω τους την διακύμανση μιας ταχυπαλμίας της μνήμης που πάλλεται προς το  αναπόδραστο της ύπαρξης. Κυρίως, όμως, είναι ανοιχτά στην αγάπη, με τον τρόπο και το μέτρο που η σημερινή κοινωνική συνθήκη αρνείται να ενστερνιστεί. Εδώ δεν πρόκειται για τη λέξη αγάπη που απλώς εγκολπώνεται την έννοια της εγκατάλειψης ή της ερημίας — εμφανώς επηρεασμένη από τη νεωτερικότητα — ή για μια ακόμα εκδοχή αναψηλάφησης του ρομαντισμού.



Το «Εκεί που αλλάζω ζωές» αναζητά, μέσω του αρθρωμένου λόγου του, τις αθέατες ρίζες αυτής της έννοιας, αναδιατυπώνοντας τα ερωτήματα που εξαιρούν την λαθροχειρία της σημερινής της ετυμολογίας. Το «εγώ» χαμηλώνει πολύ, κατέρχεται την χαίνουσα ιστορία του. Υποτάσσεται κάτω από το βάρος της επιθυμίας ζωής, που είναι τελικά και τελεσίδικα, επιθυμία αγάπης. Ο μοντερνισμός έκοψε αυτό τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε την αγάπη με την θυσία του «εγώ» σε αυτήν, αποκόπτοντάς την συγχρόνως, και από την ακρότατη πνευματική της διεκδίκηση.
Η Μαρία Χρονιάρη, στην πρώτη της συλλογή, εμμένει σθεναρά στην σχισματική υπεράσπιση αυτής της εγκαταλειμμένης θυσίας: «Τίποτα δεν έζησα χωρίς να φοβάμαι μην τσαλακωθείς» (σελ.54). Ή «Μην κλείσεις τα μάτια σου απόψε. Θα χαθώ» (σελ.41).
Ο τρόπος που το κάνει, αναθρώσκει μια αλχημεία φρεσκάδας. Η ένταση και το πεδίο του λόγου παραπέμπουν σε βύθεια εξομολόγηση: μια μικροπερίοδο από διαφάνειες που εμφανίζονται η μία κατόπιν της άλλης και φτάνουν να κορυφώσουν το όποιο νόημα, σχεδόν καρφιτσώνοντάς το εν είδει σημαίας. Αυτή η ένσαρκη στολή των λέξεων συγκροτεί τελικά το ποίημα, ως υποκείμενο της στιγμής, ως κοινωνία έλξης, αλλά και ως μορφή του άφατου, του αναρίθμητου, του ατελούς.
Ουσιαστικά, αυτό που κάνει τo ποίημα είναι να «διορίζει» με έναν ανακριβή τρόπο – ο Χάινερ Μίλλερ είχε πει ότι στην τέχνη όλα τα ακριβά είναι ανακριβή – τον έλεγχο των σιωπών πάνω στις καθημερινές λέξεις. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, το «Εκεί που αλλάζω ζωές» πλειοδοτεί σε σιωπές, αφού πότε με την δύναμη του αποφθέγματος, πότε με το θραύσμα της εντυπωμένης εικόνας, πότε με την αιχμή του συνθήματος, δημιουργεί ένα παλίμψηστο σημείων, ένα φασματοσκόπιο, όπου το μετέωρο συνοικεί με το κατασταλαγμένο. Οι λέξεις γίνονται επιγραφές: «Εκείνο που με πειράζει πιο πολύ είναι που μέσα στα μάτια σου σώπασαν τα συνθήματα» (σελ. 38). Η ζωή που γεννά ζωές και γυρίζουν, ως παραισθητικός μύλος, καταρρέει πάνω στα συμπτώματά της, για να ξαναγεννηθεί νεότερη. «Αύριο θα είναι όλα χτες. Αρκεί το αύριο να είναι σήμερα» (σελ. 11).
Κάθε άνθρωπος επισκέπτεται τις σκιές και τις επικαλείται. Σχεδόν διατάζει την παρουσία τους για να χαθεί μέσα σ’ αυτές, και να ζήσει ως αόριστα ζωντανός στην περιοχή τους. Εκείνο που τελικά εμφανίζεται μπροστά του είναι ένας ζωντανός ίσκιος, όπως το είπε ο Ρολάν Μπαρτ, στα «Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου». Ένα αποτύπωμα ονείρου, ένα «φάντασμα». «Δεν έχω πια άλλες απορίες για τη ζωή. Μου τις έλυσαν τα φαντάσματα» (σελ. 55).
Τμηματικά, στο βιβλίο, εκβάλλεται ένας διάλογος, μια υποψία επαφής μεταξύ δυο προσώπων που προσπαθούν να πλησιάσουν. Ακόμα και αν πρόκειται για φυσική παρουσία, η απεύθυνση της ποιήτριας αποκαθιστά εδώ τον βασικό – και αθέατο – κανόνα του έρωτα: Η συνάντηση είναι με τον εαυτό σου, όχι με τον άλλον. «Κάθε μέρα κατεβάζω τα συναισθήματά μου στον κάδο ανακύκλωσης. Με την ελπίδα κάποιος να βρεθεί να τα σώσει» (σελ. 49).
Δεν πρόκειται για την ίδια μορφή αποδοκιμασίας της πραγματικότητας. Πάλι ο Ρολάν Μπαρτ, κάνει τον εξαιρετικό διαχωρισμό ανάμεσα στο εξωπραγματικό και στο απραγματικό. Η απώλεια του πραγματικού συμπαρασύρει δυο ακόμη συνεκφράσεις πτώσης: Στη πρώτη περίπτωση, του εξωπραγματικού, το φαντασιακό ανατρέπει την αληθινή εικόνα, υποκαθιστώντας την. Στη δεύτερη, αποδέχεται το ανύπαρκτο, συντελώντας μοιραία στην απώλεια και του ονείρου. Η πράξη των ποιητών ανήκει, κατά κανόνα, στην πρώτη κατηγορία: «Σε έχω μάλλον επινοήσει» (σελ. 52).
Παρόλα αυτά: «Ο χρόνος της ζωής μου κουράστηκε να σε περιμένει. Και μ’ εγκατέλειψε» (σελ. 46). Ή «Έτσι κι αλλιώς τα όνειρα οι άλλοι τα σκοτώνουν. Δεν σου αφήνουν ούτε καν την επιλογή να τα σκοτώσεις εσύ» (σελ. 53). Έχω την αίσθηση ότι στην περίπτωση της Μαρίας Χρονιάρη η διαδρομή θα είναι μακριά.
____________________
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος είναι συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια: