Σκέψεις πάνω στη νουβέλα του Μιχάλη Αλμπάτη που μόλις κυκλοφόρησε
γράφει η Έλλη Μίσκινα | Cretazine,
Τρίτη 29 Μαΐου 2018, »»
Ο έμπειρος αναγνώστης θα αντιληφθεί από τις πρώτες κιόλας γραμμές ότι το κείμενο δεν στοχεύει να σκανδαλίσει ή να προκαλέσει, αλλά τον καλεί να σαρκάσει, να διακωμωδήσει, να σταθεί με ελαφρότητα και γνήσια αίσθηση του χιούμορ απέναντι στη ζωή, ώστε μέσα από αυτή την καθαρτήρια πτυχή του κωμικού να προσεγγίσει το τραγικό, και ίσως τελικά το απροσπέλαστο νόημα της ίδιας της ύπαρξης. Ο λόγος μακροπερίοδος, φορτωμένος με επίθετα κι επιρρήματα, με αλλεπάλληλα σχήματα λόγου, σχεδόν έμμετρος σε σημεία, με λεξιλόγιο παρωχημένο (φεγγάρι ολόγιομο, βλέμμα θαλερό, πιότερο φοβούνται, το μερτικό), όσο κι αν ενίοτε ξενίζει ή απέχει μακράν από τη μοντέρνα εκδοχή της λογοτεχνίας, εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο (ιδανικά θα λέγαμε) την αφήγηση αυτού του ανέκδοτου που ο συγγραφέας απευθύνει προς το κοινό, γελώντας ο ίδιος πρώτος από όλους.
Το χτίσιμο της πλοκής γίνεται με χειρουργική ακρίβεια. Η αλληλουχία των γεγονότων παρατίθεται με ένα ρυθμό φυσικό και φτάνει μέχρι την τελική κλιμάκωση ακολουθώντας την εξέλιξη του ήρωα. Ο χαρακτήρας του, σε άμεση αλληλεπίδραση με τις συνθήκες και τα πρόσωπα που τον περιβάλλουν αλλά ταυτόχρονα περιπλανώμενος στα μοναχικά μονοπάτια της προσωπικής του αναζήτησης, διέρχεται ποικίλα στάδια. Άχρωμος στην αρχή, κοινωνός της απροσδόκητης συγκίνησης στη συνέχεια, γίνεται εμμονικός και βίαια αντιδραστικός απέναντι σε ό,τι απειλεί να τον επαναφέρει στην πρωταρχική του κενότητα, για να καταλήξει στην παραφορά, αυτή που αφανίζει και ολοκληρώνει πιστούς και ερωτευμένους. Αυτός ο παραλληλισμός έρωτα και θρησκευτικής πίστης, δυο συναισθηματικών καταστάσεων που πηγάζουν από την ίδια μήτρα, φέρνει στο προσκήνιο την έντονη συνάφειά τους σε βαθμό που δεν ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο, ούτε αναγνωρίζονται στην απόλυτη καθαρότητά τους.
Η μοίρα που ο Μιχάλης Αλμπάτης επεφύλαξε στον ήρωα του είναι προφανέστατα η μοναδική κατάληξη της πορείας ενός βαθύτατα πιστού ή ερωτευμένου ανθρώπου. Μπροστά στην απελπισία του έρωτα που δεν χορταίνεται ή της πίστης που δεν είναι ποτέ αρκετή για να λυτρώσει, μόνη διέξοδος είναι η ένωση με το αντικείμενο της λατρείας, ο εκμηδενισμός εντός του. Είναι ο θάνατος που αναγεννά, το τέλος που σηματοδοτεί την απαρχή, ο φόβος που εκλύει τα μεγαλύτερα αποθέματα θάρρους. Γιατί απλούστατα η αγωνία για το θάνατο και η αγωνία για τη ζωή εναλλάσσονται αέναα σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, συνομιλούν διαλεκτικά και πυροδοτούν την αναζήτηση νοήματος, που βρίσκεται στην καρδιά της πίστης και του έρωτα.
Ο κώλος της Άννας και κάθε μηδαμινός λόγος ύπαρξης αρκεί για να κάνει τον άνθρωπο να αναφλεγεί, να διαρρήξει τα κελύφη της θνητότητάς του και να ενωθεί με την ουσία του προσβλέποντας στην αιωνιότητα. Το βιβλίο δεν γράφτηκε για τον κώλο της Άννας, αλλά εστιάζει πρωτίστως στην ενατένισή του μέσα σε συνθήκες έκστασης, στην αναγωγή του σε αντικείμενο λατρείας, στη ζωοποιό διάσταση της ίδιας της ύπαρξης. Θα μπορούσε να είναι το χέρι ή τα μάτια της Άννας, ένα ποίημα, μια μελωδία, ένα ευτελές χρηστικό αντικείμενο, μια πέτρα ή μια παιδική ζωγραφιά, που το καθένα τους εμπεριέχει τη βαθύτερη ουσία όσων συνέβησαν ή μέλλει να γίνουν σ’ αυτόν που τα κοινωνεί. Ο λόγος που επιλέχτηκε αυτό το απόκρυφο και συνδεδεμένο με ποταπές λειτουργίες μέρος του ανθρωπίνου σώματος ίσως ήταν τυχαίος, ή ίσως ηθελημένος, προκειμένου να γίνει σαφές ότι το νόημα που δίνουμε στα πράγματα δεν επιβεβαιώνει ποτέ την κυρίαρχη για αυτά αντίληψη, αλλά αντίθετα επενδύεται με όρους μη ορθολογικότητας και μετρησιμότητας, και οδηγεί σε κατευθύνσεις που δεν μπορούν να προβλεφθούν εκ των προτέρων. Σ’ αυτή την παράσυρση μας καλεί ο Μιχάλης Αλμπάτης, σ’ αυτή την επώδυνη αλλά πάντα εφικτή διαδικασία, σ’ αυτή την ανείδωτη αλλά εν δυνάμει παρούσα, την καταστροφική αλλά απολύτως απαραίτητη μέθεξη.
γράφει η Έλλη Μίσκινα | Cretazine,
Τρίτη 29 Μαΐου 2018, »»
Με ένα βλάσφημο τίτλο, ένα αμήχανο θέμα και μια γλώσσα που ανασύρθηκε από τη ρομαντική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, ο Μιχάλης Αλμπάτης μας παραδίδει μια νουβέλα που φιλοδοξεί να συζητηθεί και να διχάσει.
Ο έμπειρος αναγνώστης θα αντιληφθεί από τις πρώτες κιόλας γραμμές ότι το κείμενο δεν στοχεύει να σκανδαλίσει ή να προκαλέσει, αλλά τον καλεί να σαρκάσει, να διακωμωδήσει, να σταθεί με ελαφρότητα και γνήσια αίσθηση του χιούμορ απέναντι στη ζωή, ώστε μέσα από αυτή την καθαρτήρια πτυχή του κωμικού να προσεγγίσει το τραγικό, και ίσως τελικά το απροσπέλαστο νόημα της ίδιας της ύπαρξης. Ο λόγος μακροπερίοδος, φορτωμένος με επίθετα κι επιρρήματα, με αλλεπάλληλα σχήματα λόγου, σχεδόν έμμετρος σε σημεία, με λεξιλόγιο παρωχημένο (φεγγάρι ολόγιομο, βλέμμα θαλερό, πιότερο φοβούνται, το μερτικό), όσο κι αν ενίοτε ξενίζει ή απέχει μακράν από τη μοντέρνα εκδοχή της λογοτεχνίας, εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο (ιδανικά θα λέγαμε) την αφήγηση αυτού του ανέκδοτου που ο συγγραφέας απευθύνει προς το κοινό, γελώντας ο ίδιος πρώτος από όλους.
Το χτίσιμο της πλοκής γίνεται με χειρουργική ακρίβεια. Η αλληλουχία των γεγονότων παρατίθεται με ένα ρυθμό φυσικό και φτάνει μέχρι την τελική κλιμάκωση ακολουθώντας την εξέλιξη του ήρωα. Ο χαρακτήρας του, σε άμεση αλληλεπίδραση με τις συνθήκες και τα πρόσωπα που τον περιβάλλουν αλλά ταυτόχρονα περιπλανώμενος στα μοναχικά μονοπάτια της προσωπικής του αναζήτησης, διέρχεται ποικίλα στάδια. Άχρωμος στην αρχή, κοινωνός της απροσδόκητης συγκίνησης στη συνέχεια, γίνεται εμμονικός και βίαια αντιδραστικός απέναντι σε ό,τι απειλεί να τον επαναφέρει στην πρωταρχική του κενότητα, για να καταλήξει στην παραφορά, αυτή που αφανίζει και ολοκληρώνει πιστούς και ερωτευμένους. Αυτός ο παραλληλισμός έρωτα και θρησκευτικής πίστης, δυο συναισθηματικών καταστάσεων που πηγάζουν από την ίδια μήτρα, φέρνει στο προσκήνιο την έντονη συνάφειά τους σε βαθμό που δεν ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο, ούτε αναγνωρίζονται στην απόλυτη καθαρότητά τους.
Η μοίρα που ο Μιχάλης Αλμπάτης επεφύλαξε στον ήρωα του είναι προφανέστατα η μοναδική κατάληξη της πορείας ενός βαθύτατα πιστού ή ερωτευμένου ανθρώπου. Μπροστά στην απελπισία του έρωτα που δεν χορταίνεται ή της πίστης που δεν είναι ποτέ αρκετή για να λυτρώσει, μόνη διέξοδος είναι η ένωση με το αντικείμενο της λατρείας, ο εκμηδενισμός εντός του. Είναι ο θάνατος που αναγεννά, το τέλος που σηματοδοτεί την απαρχή, ο φόβος που εκλύει τα μεγαλύτερα αποθέματα θάρρους. Γιατί απλούστατα η αγωνία για το θάνατο και η αγωνία για τη ζωή εναλλάσσονται αέναα σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, συνομιλούν διαλεκτικά και πυροδοτούν την αναζήτηση νοήματος, που βρίσκεται στην καρδιά της πίστης και του έρωτα.
Ο κώλος της Άννας και κάθε μηδαμινός λόγος ύπαρξης αρκεί για να κάνει τον άνθρωπο να αναφλεγεί, να διαρρήξει τα κελύφη της θνητότητάς του και να ενωθεί με την ουσία του προσβλέποντας στην αιωνιότητα. Το βιβλίο δεν γράφτηκε για τον κώλο της Άννας, αλλά εστιάζει πρωτίστως στην ενατένισή του μέσα σε συνθήκες έκστασης, στην αναγωγή του σε αντικείμενο λατρείας, στη ζωοποιό διάσταση της ίδιας της ύπαρξης. Θα μπορούσε να είναι το χέρι ή τα μάτια της Άννας, ένα ποίημα, μια μελωδία, ένα ευτελές χρηστικό αντικείμενο, μια πέτρα ή μια παιδική ζωγραφιά, που το καθένα τους εμπεριέχει τη βαθύτερη ουσία όσων συνέβησαν ή μέλλει να γίνουν σ’ αυτόν που τα κοινωνεί. Ο λόγος που επιλέχτηκε αυτό το απόκρυφο και συνδεδεμένο με ποταπές λειτουργίες μέρος του ανθρωπίνου σώματος ίσως ήταν τυχαίος, ή ίσως ηθελημένος, προκειμένου να γίνει σαφές ότι το νόημα που δίνουμε στα πράγματα δεν επιβεβαιώνει ποτέ την κυρίαρχη για αυτά αντίληψη, αλλά αντίθετα επενδύεται με όρους μη ορθολογικότητας και μετρησιμότητας, και οδηγεί σε κατευθύνσεις που δεν μπορούν να προβλεφθούν εκ των προτέρων. Σ’ αυτή την παράσυρση μας καλεί ο Μιχάλης Αλμπάτης, σ’ αυτή την επώδυνη αλλά πάντα εφικτή διαδικασία, σ’ αυτή την ανείδωτη αλλά εν δυνάμει παρούσα, την καταστροφική αλλά απολύτως απαραίτητη μέθεξη.
6 σχόλια:
Και Αννα_ρωτιέται κανείς.. Αν κλάσει η Άννα... προκύπτει η Αννά_κλαση ?? και προφανώς αν μιλήσει η Άννα αντί να κλάσει, έχουμε την Αντ_Αννα_κλάση
Χαχαχα! Βλαμενοι κουλτουριάρηδες με τον κώλο της άννας... Χαχαχα
Διαστάσεις του κώλου έχουμε?
Η Άννα έχει instagram ? Για εκπαιδευτικούς σκοπούς, το ψάχνει ένας φίλος μου ...
Μιλάμε για κωλο ή κωλαρα ανναναναναανανανναα ε για σου να μουερ καλιεντε στο κρεβάτι μου την θέλω Άννα ουνανανααα
https://www.floridacityfl.gov/police/
- Θα το πιω το ποτο που με κερασε
αγνωστος αλητης
Θα το κρατησω το 💍
Τον στραβο δρομο πηρε σε ολα
Η Αθανασια Πενσακωλα👈
Παιδαγωγικο ΕΚΠΑ
...
Πενσακολα: πολη της Φλοριντας
Δημοσίευση σχολίου