5.2.19

Γιώργος Γούλας • Παίζεις σκάκι;

Η ομιλία του Γιώργου Γούλα για τον Σπύρο Φέγγο και το βιβλίο του Λήροι, στην Εκδήλωση που έγινε στην Καλαμάτα την 1η Φεβρουαρίου 2019.

      Κατ’ αρχήν να σας πω ποιος είμαι και τι σχέση έχω εδώ:
      Στο δεύτερο ερώτημα η απάντηση είναι ότι είμαι από το Βασιλίτσι Μεσσηνίας και γνώριζα τον Σπύρο από τα φοιτητικά μας χρόνια, εκείνος Πολιτικός Μηχανικός, εγώ Χημικός Μηχανικός, ενώ ήμασταν και συγκάτοικοι για κάπου τρία από τα εννέα συνολικά.
      Στο πρώτο ερώτημα: έχω ασχοληθεί κυρίως με τη λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας, με μεταφράσεις και επιμέλειες, έχω δημοσιεύσει και κάποια διηγήματα, ενώ ήμουν ο εκδότης ενός ερασιτεχνικού περιοδικού φανταστικού με το όνομα Big Bang, στο οποίο ο Σπύρος δημοσίευσε 5 Λήρους, ένα δοκίμιο και δύο μικρά διηγήματα. Εδώ και δυο χρόνια ετοιμάζω χωρίς ιδιαίτερη βιασύνη μια συλλογή με τα διηγήματά μου, με σημαντική βοήθεια από τον Σπύρο. Η συλλογή θα εκδοθεί επίσης από την Απόπειρα, κάποια στιγμή.

Στο πάνελ: Νίκος Ξυδάκης, Χρήστος Κυβέλος, Γιώργος Γούλας.


      Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι στη ζωή μας που ο ρόλος τους είναι τόσο σημαντικός ώστε να μας αλλάξει τον τρόπο που σκεφτόμαστε και λειτουργούμε, προς το καλύτερο.
      Μέσα σε αυτούς τους λίγους υπάρχουν κάποιοι σπανιότεροι και πολύτιμοι που έχουν παρόμοια επίδραση σε όλους όσους προσεγγίζουν, έστω και για λίγο.  Ο Σπύρος ήταν ένας από αυτούς τους σπάνιους ανθρώπους. Διέθετε το χάρισμα να λειτουργεί με θετικά καταλυτικό τρόπο σε οποιοδήποτε περιβάλλον.
      Όταν μου ζητήθηκε να πω δυο λόγια για τον Σπύρο Φέγγο σε αυτή τη σημαντική εκδήλωση, ένιωσα άβολα, ένιωσα απολύτως ανεπαρκής. Όμως κατάλαβα ότι ο Γιώργος Γιαννόπουλος που μου το ζήτησε γνώριζε ούτως ή άλλως την ανεπάρκεια ενός ατόμου, του οποιουδήποτε ενός ατόμου να περιγράψει τον κοινό φίλο μας. Αυτό που θα είχε νόημα, σκέφτηκα, ήταν να βάλω απλώς ακόμα μια ψηφίδα σε ένα πολυδιάστατο μωσαϊκό, που θα απεικονίζει τον Σπύρο που γνώρισα εγώ, προσωπικά. Με αυτή τη λογική δέχτηκα την πρόσκληση.

      Συναντηθήκαμε το 1976 σε ένα σπίτι στη Θεσσαλονίκη, σε μια παρέα Καλαματιανών φοιτητών. Καθώς οι συζητήσεις τραβούσαν σε μάκρος, χωρίς ιδιαίτερη συμμετοχή από τον Σπύρο κι εμένα, γυρνάει κάποια στιγμή και μου λέει: «Παίζεις σκάκι;» Κι εκεί μέσα στο σαματά στήσαμε τη σκακιέρα σε μια γωνιά και παίξαμε δυο παρτίδες, τις οποίες για την ιστορία κέρδισε ο Σπύρος.
      Συνεχίσαμε να βλεπόμαστε, και εξαρχής αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα, καθώς ήταν ολοφάνερα κάτι πολύ διαφορετικό από τις άλλες παρέες μου. Σε εκείνο το περιβάλλον της φοιτητικής Θεσσαλονίκης επιφανειακά ο Σπύρος  έμοιαζε απρόσιτος, ασυγκίνητος στα κοινά ενδιαφέροντα των πολλών. Δεν άντεχε το ευτελές, το προσποιητό, και μπορούσε να γίνει έντονα καυστικός και απότομος, ήταν όμως ταυτόχρονα απολύτως ανοιχτός και πρόθυμος να δώσει τη γνώμη του σε όποιον τον πλησίαζε με ειλικρίνεια. Με εντυπωσίαζε το γεγονός ότι σε κάθε προβληματισμό μου που του ανέφερα είχε έτοιμη την απάντηση, καθώς και τις απαντήσεις στις επόμενες δέκα ερωτήσεις που προέκυπταν.
      Τον συγκινούσε το αυθεντικό, το ατόφιο, το εμπνευσμένο, το παθιασμένο, το επαναστατικό. Ίσως είναι δύσκολο να φανταστεί και να  κατανοήσει κανείς τα στάδια από τα οποία πέρασε ο σοφός φίλος μας, πάντα με ενθουσιασμό και πάθος.
      Σημαντικό μέρος στη ζωή του αποτελούσε η μουσική. Όταν τον γνώρισα άκουγε κάτι κασέτες με άγνωστους σε μένα μπλουζίστες, όπως για παράδειγμα οι Sonny Terry and Brownie McGhee, καθώς και άλλα κάπως ασυνήθιστα πράγματα όπως οι Incredible String Band, μη δίνοντας ιδιαίτερη σημασία σε όσα ακούγαμε οι πολλοί, Pink Floyd, Bowie, Jethro Tull, Led Zeppelin κ.λπ.
      Και ξαφνικά, με την εμφάνιση του Never Mind the Bollocks, έγινε φανατικός ακροατής των Sex Pistols, και παρακολουθούσε το Punk, αλλά μόνον όσον αφορούσε την ιδέα της επανάστασης, της ενέργειας, της φρεσκάδας, διατηρώντας απόσταση από το φανταχτερό, προκλητικό κίνημα του πανκ, τις λαϊκίστικες εκκεντρικότητές του και την εμπορευματοποίησή του.
      Αυτό δεν κράτησε πολύ. Ένα βράδυ, σε μια ταβερνούλα της οδού Αγίου Δημητρίου πίναμε «υπερπαγωμένες μπίρες» με τον φίλο μας τον Γιάννη και ο Σπύρος ήταν ενθουσιασμένος όσο δεν τον είχαμε ξαναδεί. Έτσι από περιέργεια είχε πάει σε μια παμπ όπου έπαιζαν «αυτοσχεδιαζόμενη μουσική» ο σαξοφωνίστας  Ίβαν Πάρκερ και ο κοντραμπασίστας  Πίτερ Κόβαλντ, και ο Σπύρος ήταν ακόμα εκστασιασμένος, 24 ώρες μετά. «Σου δίνουν την ψυχή τους στο πιάτο και σου λένε φάε!» θυμάμαι ακόμα τη φράση του καθώς προσπαθούσε να μας περιγράψει την εμπειρία.
      Ήταν η πρώτη φορά που είδα τον Σπύρο τόσο συγκλονισμένο.  Πολύ σύντομα ο φίλος μας βυθίστηκε ολόψυχα στον άγνωστο μέχρι τότε κόσμο της αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής, καθώς και στον γειτονικό κόσμο της τζαζ. Με τον μεταδοτικό ενθουσιασμό του με έπεισε να πάμε μαζί σε μια συναυλία των Ελλήνων εκπροσώπων Σάκη Παπαδημητρίου και Φλώρου Φλωρίδη σε μια παμπ. Πράγματι και για μένα η πρώτη εκείνη εμπειρία ήταν αποκαλυπτική και συγκλονιστική.
      Παρακολουθώντας τότε τον Σπύρο από κάποια απόσταση εντυπωσιάστηκα από την πληθώρα σπουδαίων καλλιτεχνών και έργων που υπήρχαν στον χώρο, απολύτως άγνωστα στους περισσότερους. Ο Σπύρος γέμιζε την ταινιοθήκη του με βινύλια και το καινούριο στερεοφωνικό του τράνταζε το σαλόνι του σπιτιού του στην Καλαμάτα  με ποικίλους ατονικούς ήχους. Κάποια στιγμή που άκουγε στη διαπασών τους Art Ensemble of Chicago μπαίνει ο πατέρας του ο Κυρ Κώστας και του λέει «Ρε συ Σπύρο, τι έγιναν εκείνα τα καλά παιδιά, οι Sex Ρistols;»
      Μπαίνοντας λοιπόν ο φίλος μας στον μικρό σχετικά χώρο της μουσικής αυτής ήταν αναπόφευκτο να βρεθεί σύντομα στην πρώτη γραμμή. Γνωρίστηκε με τον Σάκη Παπαδημητρίου, τον Φλώρο Φλωρίδη και στη συνέχεια με πάρα πολλούς ανθρώπους του χώρου, καλλιτέχνες και μη, έγραψε άρθρα, έκανε μεταφράσεις, πήρε συνεντεύξεις…  Να αναφέρω επίσης ότι, καθώς στα τελευταία χρόνια της μακράς φοιτητικής ζωής μας ήμασταν συγκάτοικοι, έζησα από πολύ κοντά την οργάνωση του φεστιβάλ τζαζ και αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής της Θεσσαλονίκης, καθώς και το καθεαυτό γεγονός. Η αξία και η σημαντικότητα των μουσικών που συμμετείχαν σε συνδυασμό με το απίστευτα χαμηλό κόστος για να συμβούν όλα αυτά είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς. Ο ρόλος του Σπύρου ήταν κομβικός στην υλοποίηση αυτού του ιστορικού φεστιβάλ. Πέρα από τις ατελείωτες ώρες δουλειάς, η επιτυχία οφειλόταν σε μεγάλο μέρος στο αλάνθαστο αισθητήριό του και την κριτική ματιά του, που αμέσως ξεχώριζε το σημαντικό και αυθεντικό σε κάθε μορφή τέχνης. Χάρις στις ιδιότητές του αυτές , σε συνδυασμό με την εμπιστοσύνη που πάντα ενέπνεε χάρις στην ειλικρίνεια και τη φιλικότητά του, είχε σημαντική επιτυχία σε οτιδήποτε οργάνωσε. Όπως εδώ στην Καλαμάτα, με την η ομάδα εικαστικών καλλιτεχνών και τις ομαδικές εκθέσεις, που γνωρίζετε όλοι σας.
      Κάπου εκεί τελειώσαμε επιτέλους τις σχολές μας και ξενοικιάσαμε το διαμέρισμα στην Πλατεία Κολόμβου. Από τότε βρισκόμασταν δυο-τρεις φορές το χρόνο και τηλεφωνιόμασταν άλλες τόσες. Ούτως ή άλλως, τα υπόλοιπα υπάρχουν στο βιογραφικό του Σπύρου και στις αναμνήσεις των φίλων του.
      Άλλο ένα σημαντικό πράγμα στη ζωή του ήταν το διάβασμα. Λογοτεχνία, ποίηση, δοκίμια, τα πάντα. Διάβαζε πάρα πολύ γρήγορα και τα δοκίμαζε όλα. Συχνά έπιανε κάτι που διάβαζα εγώ, συνήθως επιστημονική φαντασία, περιπέτειες, κόμιξ και του έριχνε μια ματιά, όρθιος, ακουμπισμένος στην κάσα της πόρτας, στηριγμένος στο ένα πόδι και με το άλλο σταυρωτά, με τη μύτη του παπουτσιού στο πάτωμα. Ύστερα από λίγα λεπτά συνειδητοποιούσα ότι δεν το ξεφύλλιζε απλώς αλλά είχε διαβάσει τριάντα σελίδες. Συχνά, με το που τελείωνε ένα  βιβλίο το έπιανε πάλι από την αρχή και το ξαναδιάβαζε ολόκληρο. Λίγα πράγματα τον δυσκόλευαν, αν σκεφτεί κανείς ότι διάβασε σε λίγες μέρες όλη τη σειρά του Προυστ «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Πάντα μου έλεγε ότι έπρεπε κι εγώ να διαβάσω κάποια πράγματα της προκοπής αν ήθελα να γράψω καλά. Ξέροντάς με αρκετά καλά, μου πρότεινε κατά καιρούς να διαβάσω κάποια βιβλία. «Για ρίξε μια ματιά σε αυτό εδώ. Πιστεύω θα σου αρέσει» μου έλεγε και μου έδινε βιβλία όπως το Εν Αγκαλιά ντε Κρισγιαούρτι του Πάνου Κουτρουμπούση, το Αμεδαίος του Ιονέσκο, το  Η ζωή στην πόλη του Ντόναλντ Μπαρθέλμ. Σχεδόν πάντα τα βιβλία που μου πρότεινε είχαν σημαντική επίδραση πάνω μου, ανοίγοντάς μου ορίζοντες που δεν θα έβλεπα ποτέ.
      Ο Σπύρος έγραφε κιόλας.  Έγραφε και έσκιζε πράγματα που εγώ θεωρούσα αξιόλογα. Αυτός όμως εξαφάνιζε ό,τι δεν τον ικανοποιούσε.
      Πέρα από την πολυσυλλεκτικότητα που είχε, είτε ως ακροατής μουσικής είτε ως αναγνώστης, συμπεριφερόταν και ως σπουδαστής. Δηλαδή αφιέρωνε κάποια περίοδο για να εντρυφήσει σε κάποιο είδος που του προκαλούσε ενδιαφέρον. Για παράδειγμα επί ένα χρόνο περίπου διάβασε τα πιο σημαντικά βιβλία φανταστικού. Αφού ολοκλήρωσε τη μελέτη του αυτή σταμάτησε τελείως να ασχολείται με το είδος, προσθέτοντας στους συγγραφείς που εκτιμούσε δυο-τρεις συγγραφείς φανταστικού. Ένας άλλος χώρος που εξερεύνησε ήταν  η “nonsense literature”, από την οποία το πιο γνωστό ίσως έργο είναι η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων του Λούις Κάρολ.  Αυτό που τον ενθουσίασε όμως ήταν τα λίμερικς του Έντουαρντ Ληρ. Αυτού του είδους τα ποιηματάκια είναι αρκετά διαδεδομένα στο εξωτερικό, αλλά άγνωστα στην Ελλάδα. Ο Σπύρος θεώρησε σωστό να καλυφθεί το κενό και  σύντομα άρχισε να γράφει τα δικά του. Μέσα σε ένα μήνα είχε συγκεντρώσει εκατό. Φυσικά με κάθε ξαναδιάβασμα ξεσκαρτάριζε κάποια. Αρχικά τα φανταζόταν να εκδοθούν με εικονογράφηση, αλλά στην πορεία εγκατέλειψε την ιδέα, και όπως μου είπε ο Γιώργος Γιαννόπουλος η μορφή που βλέπετε είναι ακριβώς όπως το ήθελε τελικά ο Σπύρος.
      Ένα άλλο πρότζεκτ του Σπύρου ήταν μια σειρά από μικρές ανέκδοτες αληθινές ιστορίες, μικρές στιγμές από τη ζωή του, 5–10 σειρές η κάθε μία, στιγμιότυπα με γνωστούς του και άγνωστους ανθρώπους . Ο αρχικός σκοπός του ήταν να μαζέψει αρκετές ιστοριούλες για να φτιάξουν ένα μικρό βιβλίο. Ειλικρινά δεν ξέρω τι υπάρχει από αυτά. Δύο πράγματα θυμάμαι:  Ότι κάποτε με ρώτησε αν έχω αντίρρηση να χρησιμοποιήσει το όνομά μου σε μια ιστοριούλα, και επίσης θυμάμαι την ιστορία με τον ταξιτζή που σταμάτησε δίπλα του στο φανάρι, ενώ ο Σπύρος άκουγε Ίβαν Πάρκερ στο κασετόφωνο, και ο ταξιτζής τού λέει: «Φίλε, να κοιτάξεις τα φρένα σου!»
      Και δεν ήταν μόνο αυτά.  Ασχολήθηκε και με άλλα πρωτοποριακά είδη τέχνης – για παράδειγμα αναφέρω τον Ιάννη Ξενάκη, και ακόμα περισσότερο τον  Τζον Κέιτζ, με το μοντέρνο μπαλέτο, επίσης με τη διδασκαλία λογοτεχνίας, με την βιβλιοδεσία κ.ά.  Δεν έχει νόημα όμως να αναφερθώ εγώ στις τελευταίες δεκαετίες, όταν ο Σπύρος έζησε και δημιούργησε στην αγαπημένη του Καλαμάτα, κάνοντας μεγάλη τιμή στην πόλη κατά τη γνώμη μου.  Δημιούργησε τα δικά του εικαστικά έργα, συμμετείχε στα περισσότερα καλλιτεχνικά δρώμενα της πόλης, αποτέλεσε πόλο συσπείρωσης δημιουργών και εραστών της τέχνης. Όμως όλα αυτά είναι γνωστά σε εσάς που τον ζήσατε από πιο κοντά και δεν έχω να προσθέσω κάτι εγώ.
      Ο στόχος αυτών που είχα να πω ήταν να φέρω εδώ  μπροστά σας την εικόνα του φίλου μου όπως εγώ τον γνώρισα. Να συμπληρώσω μόνο ότι ακόμα και τώρα όταν κάτι με προβληματίζει τον φέρνω στον νου μου έτσι ακουμπισμένο στην κάσα της πόρτας και τον ρωτάω: Τι λες κι εσύ, Σπύρο;  Κι εκείνος, δεν ξέρω με τη δική του φωνή ή με τη δική μου, μου απαντάει, και αυτό που λέει το παίρνω σοβαρά υπόψη μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: